Απόστρεψον το πρόσωπον σου, από με. Κοίτα με ξανά στα μάτια. "Γιατί;", "φεύγω", "δεν", ψιθύρισες. "Για που το έβαλες;" σε ρώτησα και η έξοδος σου, σήκωσε χιόνι. Έμεινα εδώ να κοιτώ, την χιονοστιβάδα να χάσκει πάνω από το κενό. "Έφυγες;" φώναξα. "Έφυγες.." ψιθύρισα.. Στιγμιαίες εκρήξεις, έλαμπαν μέσα στα μάτια σου, σαν ένιωθα την σκιά σου πίσω μου. "Μίλα μου". "Τι να σου πω;". Αυτό-ψυχανάλυση χωρίς καναπέ. "Ακριβώς αυτό το κενό". "Συνήθισα τον μονόλογο". "Και;" "Με μπερδεύει ο διάλογος", αποκρίθηκες. "Αυτό το τανγκό των δύο, είναι μια απάτη αν δεν ξέρουν και οι δυο τα βήματα". "Δυο φωνές κρύβεις μέσα σου". "Κατάλαβες;", "Όχι", ψιθύρισα.
"Χμ....". Σαν μπουκωμένη εξάτμιση ακούστηκες. "Δεν υπάρχει σωτηρία. Πως αντιμετωπίζεις τον παραλογισμό χωρίς αλκοόλ; Δεν γίνεται.. Πως να μην φωνάξεις, όταν όλα μέσα σου σε πνίγουν; Ένας ορός, που μεταγγίζει το δηλητήριο του τίποτα.. Σαν να είσαι δεμένος χειροπόδαρα και προσπαθείς με μόνο όπλο τη φωνή σου, να λύσεις όσα σε φιμώνουν ".."Τι;" "Τι σημασία έχει να μείνω εδώ;" και έκλεισες σαν μέγγενη με τα δύο σου χέρια, το σαγόνι. "Είμαστε χαμένοι από χέρι". "Θα προσπαθήσω λοιπόν να μην φωνάζω. Έτσι και αλλιώς δεν θα ακουστώ. Σαν κρότος, σαν έκρηξη μέσα σε βαρέλι".
Ότι με πονάει, είναι ένα μεγαλοπρεπές ηφαίστειο, που με καίει υπόγεια. Κυλάει και κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα. Απλά κυλάει και πολλαπλασιάζει τη στάχτη. Κάπως έτσι περιμένω και τις γιορτές. Πλαστικά, γυάλινα Χριστούγεννα. Εύπλαστα, ψεύτικα. Σαν τον Άγιο Βασίλη που κόλλησε σε κάποια καμινάδα και δεν τον ξαναείδε, ποτέ κανείς. Ένα κόκκινο ψέμα, ντυμένο με λαμπάκια. Ο μονόλογος, χύθηκε πάνω μου, σαν μαλλί της Γριάς, αναμεμιγμένο με νερό. "Οι δυσκολίες σου αρέσουν;" ρώτησα. "Όχι" ψέλλισες. "Τότε;". "Οι ράγες, δεν στρώθηκαν ποτέ μέχρι τον δικό μου σταθμό". Η ζωή είναι ένα καλαμπούρι και όλα τα άλλα, είναι απλά προπαγάνδα. Ακόμη θυμάμαι όταν διάβασα, εκείνη την σελίδα.
Το σκοτάδι, διακόπτεται από τα λαμπάκια πάνω στο πράσινο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ανοίγω τα μάτια και κοιτώ, στον παγωμένο δρόμο. "Βγήκες μόνος σου, αντίθετα φίλε.." ψιθύρισες.
Μια βρύση, άνοιξε κάπου σε κάποιο μακρινό μπαλκόνι. Ένας στεγνός τόπος, που τρέμει τη δροσιά, σκέφτηκα. Στολίστηκες με δάφνες και μου διηγήθηκες μια ιστορία. Μία από αυτές, που ποτέ δεν καταλάβαινα τίποτα. Με τζόγο, μπάλα και αιδοία. "Καλοτάξιδος φίλε..", γέλασες, μέσα από το τσιγάρο σου. Αντικρυστά ο Τιτανικός, σε δένει με όλα όσα, θέλεις να αποφύγεις. "Αυτό-παγίδευση" ψιθύρισες. Σταμάτησες να μιλάς. Σε κοίταξα και δεν σε ρώτησα. Ο μονόλογος, σου ταίριαζε.
Κάθε φορά που βρέχει, νιώθω πως ανασταίνομαι. Υπερχειλίζει ο βούρκος μέσα μου και γεμίζω από ζωή. Ζηλεύω τα σοκάκια και τους υπονόμους. Νιώθω την υγρασία της σιωπής να με ξανακαλεί και εγώ αφήνομαι, στην στοργή της. Βράζει το αίμα μου από ουσίες και αλκοόλ και παράγεται ένα περίεργο κοκτέιλ. Κάτι μεταξύ τρέλας και αδυσώπητου νέκταρ από διάφανη ιερά κολυμπήθρα. Μόνο το τσιγάρο το κάνει πιο γκρι, για να μοιάζει με τα χρώματα της πόλης σας. Μιας πόλης που φτιάχτηκε για να κρύψει την γύμνια. Όχι για να στεγάσει, όχι για να προστατεύσει, αλλά για να κρύψει όλα σας τα φροϋδικά μυστικά. Μια κυψέλη που αντί για μέλισσες, έχει δαιμονισμένα μυστικά και πόθους, που λόγω εγκλεισμού, έχουν αρχίσει να τσιμπούν το ένα το άλλο και παράγουν τερατογέννηση.
Κοίτα γύρω σου.. Μπερδεμένα πρόσωπα, γεμάτα οργή και θλίψη. Περιφέρονται έτοιμα να συμμετάσχουν, στην γιορτή της θλίψης που στήθηκε παντού. Ξυρισμένοι νέοι, μισούν όσους έχουν μαλλιά. Παιδιά με μακριά μαλλιά, μισούν τους πάντες. Ένα κράτος βουκολικό με παιδιά με απωθημένα, που φορούν στολές. Όλοι είναι ίδιοι μεταξύ τους. Όλοι λατρεύουν να μισούν, ότι τυχαία δεν είναι. Μουσικοί που σώπασαν να παίζουν και μιλούν περισπούδαστα. Παιδιά που καιρό έπαιζαν μεταξύ τους, πόλεμο με τους μπάτσους πίσω από τις πισίνες τους, βγήκαν στον δρόμο και αυτό το παιχνίδι, το ονομάσαμε τρομοκρατία και μετατραπήκαμε όλοι σε Πόντιους Πιλάτους. Πολιτικοί που φέρονται , σαν παιδιά του σωλήνα και παίζουν το νύχτωσε στο Παλέρμο.
Σταμάτησε η βροχή. Βγήκε ο ήλιος και εγώ παραμένω βρεγμένος. Βλέπω παιδιά να κολυμπούν σαν ψάρια και ξοπίσω τους γονείς, να τα κυνηγούν με μια τεράστια απόχη, να τα κλείσουν σε υγρά φέρετρα. Σε πλοία σαν το Σάμινα. Σαν το Costa Concordia. Που στέλνουν παλλόμενα σήματα πανικού μέσα στον ωκεανό, μα κανείς δεν ακούει τίποτα. Η μουσική είναι πολύ δυνατά και κανείς δεν ακούει τίποτα. Το κοκτέιλ φουσκώνει μέσα μου. Η καρδιά μου, πνίγεται κάθε φορά που ξεχνάω ανοιχτά τα μάτια μου. Μια κοπέλα προχθές μου είπε πως γράφω ανοησίες. Την άκουσα, μάλλον από την τηλεόραση. Ίσως η αλήθεια να κρύβεται, πνιγμένη κάπου εκεί στη μέση. Ίσως να ξέχασα ανοιχτά τα μάτια μου και να πνίγηκα, από την συνεχή τηλεθέαση. Ίσως να βάλτωσα και από τα πολλά like, που έγιναν ένας τρόπος να βαράς παλαμάκια, με κομμένες παλάμες.
Όλοι είμαστε γεννημένοι ποιητές. Απλά κάποιοι κρατούμε ζωντανή την σχέση με τον ομφάλιο λώρο που λέγεται τρέλα και κάποιοι όχι. Περίεργα απογεύματα με οράματα και ήχους μας στοιχειώνουν. Ο ήλιος, παίζει μπροστά στα μάτια μας. Δένει σκιές, χαλάει ευθείες. Ένας ποδηλάτης, με κόκκινο μαύρο αντιανεμικό μπουφάν και λαχανί κράνος, μοιάζει σαν να βγήκε από διαγωνισμό καρναβαλιού, σε βακχικό περιβάλλον. Μια κοπέλα με καφέ μπουφάν γιλέκο και μαύρη μπλούζα, συνεχίζει να περπατά, παράγοντάς ήχο με τις καφέ μπότες της, πάνω στα γκρι πλακάκια. Η κίτρινη τσάντα στην πλάτη της, κουνιέται σαν γαντζωμένη χελώνα που μιμείται μία βδέλλα.
Αναπηρικά καροτσάκια μας κυκλώνουν και εμείς οι ποιητές, τρέμουμε, μην τυχόν και χάσουμε το τέλος. Ένα τέλος, βγαλμένο από σχιζοφρενικά μυαλά απόκοσμων σκηνοθετών, που κοπέλες από τις βεράντες, ραίνουν με μαύρα μανταλάκια τους περαστικούς. Εκείνοι βιάζονται. Μαύρα μανταλάκια, μαύρη βροχή. Οι περαστικοί τρέχουν, ο ένας πίσω από τον άλλο και ξαφνικά σταματούν. Σαν εμπορική αμαξοστοιχία, που έμεινε από ζημιά σε ερημικό επαρχιακό σταθμό. Ησυχάζει και σταματά. Κάπου πιο πίσω, κάποιος άναψε ένα τσιγάρο. Τράβηξε μια δυνατή τζούρα και χάθηκε, αφήνοντας πίσω του, ένα σύννεφο από γκρι καπνό. Η αμαξοστοιχία ζήλεψε. Ζωντάνεψε και πάλι και το πλήθος, καβάλησε τα αναπηρικά καροτσάκια και χάθηκε σε αδιέξοδα σοκάκια.
Οι ποιητές, δεν είναι αυτοί που χαράζουν μολυβιές σε λευκό χαρτί, ούτε αυτοί που καμώνονται ωραία στιχάκια. Είναι εκείνοι που μαστιγώνουν, τη σιωπή με λέξεις. Που τείνουν το χέρι στο σκοτάδι και ακουμπούν με την πλάτη στην μπορντό κουρτίνα, με μάτια γεμάτα δάκρυα, αδειανά από ζωή. Που τολμούν να αγαπούν, σε ένα κόσμο απόλυτου ψεύδους και υπερβολής. Αυτοί.. Ναι, όσοι αγαπούν είναι ποιητές. Καταθέτες λυγμών, για ένα καλύτερο σήμερα. Δωρητές και σιωπηλοί ιππότες της Αγάπης. Μ' ακούς..;
Φεύγω...Λύσσαξα να λυτρωθώ και να χαθώ στο τίποτα. Να γλυστρίσω στη βροχή και να κυλίσω αλλού. Να φυτρώσω και να νοιώσω να σβήνω μέσα σε μια λασπωμένη τρύπα γεμάτη χώμα. Έτρεξα μακριά σου...
Αρνήθηκα να σε κοιτώ στα μάτια και γύρισα να τρέξω σε μια αμμοπαγίδα. Κάθε βήμα με κατέβαζε ολο και πιο βαθιά. Η πίεση, σύνθλιβε κάθε πόντο μου , την στιγμή που ένοιωθα την αγάπη μέσα μου να φουσκώνει σαν κρυφός κεραυνός , μέσα σε σύννεφο. Ήταν έτοιμη να σκάσει , να εκραγεί και να σε κάψει με φωτιά. Στοιχειωμένοι , θα γυρίζαμε στις ερημιές και θα θερίζαμε τα αστέρια....
Μα την αγάπη, ή δεν την γνωρίζες ή την απέφευγες...
Μισούσατε η μια την άλλη και εγώ γύριζα σαν τροχός, σαν κυκλώνας μέσα σε πηγάδι. Έτρεξα μωρό μου, σαν πεινασμένο σκυλί . Έτρεξα και σε απαρνήθηκα.....
Αυτή ήταν η αλήθεια. Δεν θα καταλάβαινες ποτέ και εγώ θα κρατούσα μια καρδιά που ήταν γεμάτη προσδοκίες.
Αντάλασσα κάθε κοινό μας δευτερόλεπτο με 10 χρόνια στην άβυσσο....
Φεύγω.... Κάνουμε κάτι σωστό σε λάθος χρόνο , νομίζω.
Η εικόνα σου θα είναι το δικό μου Άγιο Δισκοπότηρο.
Θα κρατήσω την αγάπη και ο χρόνος θα μου δείξει την γωνιά για να σε περιμένω.. Βρέχει και απόψε. Θα σου αφήσω την σκιά μου και θα χαθώ στο σκοτάδι. Φεύγω..
Κάθε τι που γίνεται, δεν έχει απολύτως καμία αξία από την στιγμή που χάθηκε στο παρελθόν. Είναι μια στιγμή φορτισμένου χρόνου, που κουβάλησε τις μνημονικές, στοργικές του εντάσεις και τις ξέρασε στα δύσκολα βράδια, που το υποσυνείδητο, χαράσει πορεία μεταξύ πυρετού και μοναξιάς. Όλα όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή, είναι σχεδόν νεκρά. Έτοιμα να περάσουν στην σφαίρα της μνήμης. Το σχεδόν, σκιαγραφά κάποιες μοναδικές εξαιρέσεις. Συμβάντα που λαμβάνουν χώρα, με αδυναμία κατάργησης. Με επαναληπτική διάθεση. Σαν εκκρεμές, με δύο τεράστιες μπάλες να σφυροκοπούν αυτά τα νεκρά απογεύματα σου.
Η καθημερινή αλληλουχία των πράξεων, σίγουρα στηρίζονται από έναν απόκοσμο Θεό της Τύχης. Έναν απίθανο τύπο, που γελά βλέποντας μας , να πετυχαίνουμε τόσα πολλά στον επαγγελματικό στίβο και να αποτυγχάνουμε τόσο οικτρά, στον αισθηματικό. Ένας μοναδικός συνδυασμός τεχνοκρατικού επαγγελματισμού με έναν σαδιστικά συναισθηματικό ερασιτεχνισμό. Μια παρτίδα πόκερ που πάντα θα σου βγάλει την κέντα του άσσου, την στιγμή που δεν θα έχει απολύτως καμία σημασία για σένα. Την στιγμή που θα έχεις συγκεντρωθεί απόλυτα, απλά θα βιώνεις μια μεγαλοπρεπή ήττα, σαν να χαζεύεις ένα ολοκαίνουργιο αεροσκάφος να τροχοδρομεί όλο δύναμη στον αεροδιάδρομο και να καταλήγει στην τάφρο συγκράτησης.
Όλα όσα σου έχουν συμβεί, τα κουβαλάς μέσα σου. Αυτό είσαι. Ένα μνημονικό όχημα. Μια μηχανή επεξεργασίας του χθες. Καταχωρείς και προχωράς. Λειτουργείς με καινούργια δεδομένα από τον κάθε νέο άνθρωπο με τον οποίο συναναστρέφεσαι. Μα κάτι δεν κάνεις σωστά. Αντί να διαπραγματεύεσαι με τα καινούργια δεδομένα, αφήνεις τα παλιά να σου ορίζουν την συμπεριφορά. Κουβαλάς πράγματα δηλαδή, που τα ξερνάς επάνω σε άλλους. Ένας κανονικός δεσμώτης του χθες είσαι. Όλοι μας είμαστε. Περιφερόμενα προβληματικά όντα που πληγώνουμε, γιατί κάποιος άλλος μας πλήγωσε. Ξέρω.. θα μου πεις πως εσύ δεν ανήκει σ 'αυτούς. Απλά είσαι άλλος ένας δύσκολος άνθρωπος, που δεν χειραγωγείται. Καληνύχτα δεσμώτες. Κοιμού εν ειρήνη...
Ξυπνάω αργά. Κάθε πρωί και πιο αργά. Σέρνομαι στο μπάνιο και προσπαθώ να καταλάβω γιατί ξυπνάω πιο κουρασμένος από όταν ξάπλωσα. Το μυαλό μου,ή ότι έχει απομείνει πια από αυτό, είναι σαν χρησιμοποιημένο προφυλακτικό από παρτούζα με μπαλαρίνες. Σαν ηδονοβλεψίας που τυφλώθηκε αισθάνομαι. Κοιτάζω γύρω μου και κάθε πρωί, όλα είναι διαφορετικά. Ο διάκοσμος, το φως, τα μάτια μου, το στάσιμο νερό στον νεροχύτη. Νιώθω πως ο χρόνος, αφήνει ουλές, πάνω στο δέρμα μου. Σαν
το φίδι, που του τελείωσαν όλες οι αλλαξιές από δέρματα, περιφέρεται γυμνό στο σκοτάδι και δεν τρομάζει πια κανέναν παρά μόνο τον εαυτό του.
Δυο πράγματα με απασχολούν μέχρι να ανοίξω τα βλέφαρα μου. Για πόσο ακόμα θα αγνοώ τα σπασμένα κομμάτια μέσα μου που στηρίζονται με ζελοτέυπ και ποιος διάολος ανακάλυψε το χρόνο. Ύστερα περιφέρομαι σαν μια άγρια πόρνη. Ντυμένη σαν νύφη αλλά με μια άρρωστη λάμψη στα μάτια. Μια ακαταμάχητη λάμψη από σκοτεινές τρύπες του σύμπαντος. Το άρωμα μου φτηνό, δανεισμένο από ανάσες σε πήδημα επί πληρωμή. Περιφέρομαι με τον πόνο κλειδωμένο στα πιο βαθιά μου υπόγεια. Κυλάει μέσα μου, όπως η πρέζα στις φλέβες. Κινείται και ακινητοποιεί κάθε τι ζωντανό. Κάτι από μούμια σε μπουτίκ του Μιλάνου .
Από τον κάθε ένα που εξαπάτησα, κράτησα ένα κομμάτι της ψυχής του. Ένα λεκιασμένο εισιτήριο για την παράσταση της ηδονής ήταν αρκετό για την παράδοση άνευ όρων. Με την επιστροφή μου στο σπίτι γεμίζω ένα μπουκάλι με τις ψυχές αυτές. Ξέρω πως θα έρθει η στιγμή, που θα κλειστώ σε ένα δωμάτιο αντιμέτωπος με όλες μαζί. Ματιές, σκιές και ανάσες θα με οδηγήσουν στο πηγάδι της σιωπής. Εκεί, στα στενά σκοτεινά σοκάκια, κάτω από το ψιλόβροχο, θα συναντώ εσένα. Σαν ζάχαρη αναμεμιγμένη με ηρωίνη θα είναι η αίσθηση. Μια χειρουργικά πειραγμένη τελειότητα. Δεν τολμώ να κοιτάξω πίσω γιατί το σκοτάδι, έδεσε με σχοινί τον ήλιο και σίγουρα θα αργήσει να βγει.
Προσπαθώ να αποβάλλω την αίσθηση του χρόνου από πάνω μου. Προσπαθώ να ξεχάσω. Προσπαθώ να γλείψω τις πληγές , με την ευχή πως θα κλείσουν. Όπως κάποιες στιγμές που μέσα σε όνειρο την νύχτα, που νιώθεις πως πέφτεις, στο κενό. Ελαφραίνεις και πέφτεις. Μια απλή εξίσωση με άγνωστους συντελεστές. Η αίσθηση έχει γίνει φύση. Απλά πέφτεις και ξυπνάς με τρόμο. Κάπως έτσι έγινε και η επικοινωνία των ανθρώπων πια. Μια τρομαγμένη προσπάθεια από θολωμένους φάρους να ανταλλάξουν μηνύματα με διακεκομμένα φώτα, σε μια άγρια θάλασσα από μοναξιά. Μόνο που οι φάροι έγιναν οθόνες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εκεί που το ρομαντικό, μπερδεύεται με την εξαπάτηση σε μια θάλασσα από likes.
Ο χρόνος λοιπόν, είναι μια άγρια πόρνη. Μας παίρνει και αφού αντικρίσουμε πόσα δεν κάναμε, πόσα δεν ζήσαμε, πόσα αφήσαμε άδικα πίσω μας, μας κερνά μια γύρα στην σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Μας ελέγχει και εμείς χορεύουμε σαν μαριονέτες σε τσόντα από παιδικά καρτούν. Ξέρω πως περπατάς σχεδόν γυμνός. Η πόρνη σε ξέντυσε αργά και εσύ της επέτρεψες να γίνει εσύ. Σύρσου μέχρι το επόμενο σοκάκι και προσπάθησε να σε αποφύγεις...
Πέρασε πολύς καιρός που δεν έγραψα τίποτα. Αδιάφορες μέρες και άγριες νύχτες. Βλέμματα πίσω από παντζούρια σε ένα ακόμη χάραμα. Όλοι κοιμούνται και εγώ περιμένω.Ούτε εγώ ξέρω τι. Απλά περιμένω. Ένοιωθα το μυαλό μου άδειο. Κενό, σαν ένα καφέ κουτί σφραγισμένο με ταινία, που περιέχει αέρα και σκόνη. Δεν καταλάβαινα τον εγκλωβισμό.Τα όρια του ήταν δυσδιάκριτα. Απλά περίμενα, αναπνέοντας σαν λύκος, έξω από σφαγείο. Δεν καταλάβαινα πως η νόσος που με είχε προσβάλει, θα με σκότωνε και ας νόμιζα πως είμαι ζωντανός. Νοσούσα και εγώ έκανα πως δεν το έβλεπα.
Η κατάθλιψη είχε στήσει το δικό της χορό γύρω μου.
Ένα γκρι, σκοτεινό,ψυχρό κελί που δεν το βλέπεις. Αντιλαμβάνεσαι μονάχα τα φυσικά του όρια, που κάθε μέρα στενεύουν και φτάνουν ως τον ζωτικό σου χώρο. Κάποιοι λένε πως ότι δεν φαίνεται, είναι ανίκητο. Η απάντηση σε αυτή την σκέψη για μένα, είναι κλείσε τα μάτια και θα εντοπίσεις αμέσως το σχήμα και το μέγεθος του κακού.
Μιας κατάστασης που πηγάζει από μια κοινωνία που εθίστηκε στον κανιβαλισμό και την τερατοποίηση. Που λατρεύει το φτηνό και αποθεώνει το τίποτα. Που τρέφεται από την λάσπη και το αίμα. Σαν τις φτηνές κουρτίνες των πορνείων της εφηβείας , εκεί που κατάθεσες την φρεσκάδα σου σε ένα κομμάτι κρέας.
Έτσι ήρθαν τα χρόνια της κατάθλιψης. Κάλυψαν σαν δεύτερος ουρανός την πόλη και έπνιξαν τον αεροθύλακα κάθε πνεύμονα που τολμούσε να περπατήσει στα σοκάκια. Μάσκες παντού. Μάσκες που κρατούσαν τσάντες. Μάσκες που κατάφεραν με επιτυχία φοβερά επαγγελματικά project. Μάσκες που παντρεύτηκαν διαιωνίζοντας την δυστυχία.
Ο καρπός του κακού είχε πια ποτίσει το παρτέρι του κόσμου. Βλάσταινε και μεγάλωνε πολλαπλασιαζόμενος σαν κατάρα από μάγισσα.
Δυο παράλληλα σύμπαντα τρέχουν λοιπόν παντού δίπλα μας . Ένα λειτουργικό και ρεαλιστικό και ένα κενοφανές και
διεισδυτικό. Στο ένα ζείς, στο άλλο ψυχορραγείς. Μοιράζεσαι. Προσπαθείς να κρατηθείς από τοίχους που το αποτύπωμα σου αφήνει λάσπη. Αντέχεις τις μέρες μα φοβάσαι τις νύχτες. Σκίζεις την ψυχή σου και περιμένεις.
Κι ύστερα, ήρθαν οι ώρες που κάθε τι γύρω σου, φάνταζε σαν ένα φτηνό μπουρδέλο. Η ώρα που δεν είχες τίποτα να χάσεις πλησίαζε όπως το τραίνο στο τούνελ. Η ώρα της αντίστασης είχε φτάσει .
Δώσε μου το χέρι σου μωρό μου. Γάμα τις ταμπέλες και πάμε να ζήσουμε κάπου ζωντανοί , πάμε και ας είναι και στο διάολο. Έτσι ζωντανοί που θα είμαστε , δεν θα τολμήσει να μας αγγίξει ούτε αυτός.
Ας είμαστε εμείς οι εραστές στα χρόνια της κατάθλιψης.
Οι φωτιές της τρυφερότητας σε ένα τοπίο καμμένο από θλίψη. Πάμε μωρό μου. Ο καιρός μας ξεκινά.
Οδηγούσες.Χάζευα το ουράνιο τόξο,να οργώνει τον ουρανό. Κόκκινο,γαλάζιο,κίτρινο,καφέ.Το τελευταίο ήταν το χρώμα των ματιών σου.Κρατούσες το τιμόνι,κρατούσα το όνειρο.Γελούσες με την εικόνα και ζούσα το όνειρο.Μακριά πίσω από τα δέντρα και τα χωράφια,η θάλασσα γέμιζε τα μάτια μου με φώς.Δυνατό φώς,γεμάτο από σένα.
Όσα δεν σου είπα ποτέ,είναι και αυτά που νιώθω περισσότερο.Λέξεις,που λες κοιτάζοντας τον άλλο στα μάτια. Χάνομαι πίσω από τα μάτια σου.Σιωπώ και χάνομαι.
Στέκομαι στα βλέφαρα σου και προσπαθώ να χαθώ,όσο πιο βαθιά γίνεται.Να μείνω όσο περισσότερο μπορώ.Σου κάνω έρωτα με την ψυχή μου..Γυρνώ κάθε γωνιά του κορμιού σου και ξέρω πως όλα είσαι εσύ.Τραβάς το βλέμμα και νοιώθω σαν να χτυπώ σε βράχο.
Και έπειτα με ξανακοιτάς.Αφήνομαι.Και έπειτα μου ξαναμιλάς.Αισθάνομαι ... Έξω ψιχαλίζει,μα εγώ καίγομαι.
Το νοιώθω πως καίγομαι και οι λέξεις,σκοντάφτουν στα χείλη μου.Συγκρούεται η σάρκα με τα αισθήματα και παράγουν σιωπή..Η επόμενη στροφή,θα ξαναφέρει το ουράνιο τόξο μπροστά μας.Μεγαλύτερο από ποτέ.
Και σε ξανακοιτώ.Σε παρατηρώ.Κάθε πόρος του κορμιού σε απορροφά,όπως ο βυθός την άγκυρα.Τυλίγομαι γύρω σου και εσύ,μένεις εκεί.Κλείνω τα μάτια και αρχίζω την εξομολόγηση.Την εσωτερική,αυτή που δεν θα ακούσεις ποτέ.. Με ρωτάς.. Σε κοιτώ.. Όλα είσαι εσύ.
Υπέκυψα για άλλο ένα βράδυ. Κύλισα ξανά εκεί από όπου προέρχομαι. Από σκοτεινές τρύπες, μέσα στο χρόνο. Έγινα μια αγριόπετρα, που κύλησε σε έναν βαθύ γκρεμό, που ακόμη κ ο ήχος της πτώσης, δεν θα μαρτυρήσει ποτέ πως ένιωσα την μοναξιά της σιωπής. Κρύος αγέρας. Κρύο κενό. Σαν ένα κύμα που σκάει πάνω σε ένα βράχο και σκίζεται στα δυο. Απλά σταγονίδια υδρογόνου και οξυγόνου που θα θα εξαφανιστούν πνιχτά, μέσα στο τίποτα της στιγμής. Σαν πυροτεχνήματα που μια έκρηξη τα έκανε για λίγο να μοιάζουν με αστέρια, μα η κατάληξη είναι καπνός και μυρωδιά. Κάτι σαν την αγάπη λοιπόν. Μια ψευδαίσθηση και μετά κενό. Ένα καρδιοχτύπι και μετά ο διαπεραστικός ήχος, του καρδιογράφου.
Όλοι μας, κουβαλάμε μέσα μας θετικά και αρνητικά φορτία. Αγγέλους και Δαίμονες. Άσπρες νύχτες και σκοτεινές μέρες. Οι ψυχές είναι τοπία. Είναι μέρη που διαδραματίζονται, μικρές ιστορίες. Μικρά έργα, με σενάρια, που κρύβονται πίσω από βαριά βλέφαρα. Η δική μου ψυχή,κάποιες νύχτες σαν την αποψινή μοιάζει με ανεμοθύελλα που αντί για επιζώντες με έλκηθρα, έχει σκοτεινά πλάσματα που γυρίζουν μέσα στο αρκτικό τοπίο, αφού δαγκώσουν κάθε τι γλυκό. Οι Δαίμονες μου γυρνούν έτοιμοι για όλα. Ο Φόβος έχει πεθάνει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Πρόλαβε και έπεσε μέσα σε εκείνον τον μεγάλο γκρεμό, της λήθης.
Είναι πολλοί. Περπατούν σιωπηλοί. Μεταφέρουν ανέμους από ερημικά τοπία που ο ήλιος δεν θα καταφέρει να φτάσει ποτέ. Αυτοί είναι οι Δαίμονες μου. Είναι εκείνοι που νίκησαν το φως. Οι υπηρέτες της σιωπής. Γυροφέρνουν με ένα βλέμμα, γεμάτο σκοτεινιά. Βγαλμένοι από μακρινά βράδια. Από δάση υγρασίας και φυγής. Αντιπάλεψα μαζί τους. Βάφτισα ασπίδα, στιγμές από το παρελθόν. Άνιση μάχη. Σαν βρέφος, που αντιμετωπίζει δράκο. Ήπιαν λίγο λίγο στις στιγμές μου και έτσι απέμεινα μόνος και αδειανός. Μόνο το τίποτα, χρωμάτιζε το τώρα. Πέταξα λευκή πετσέτα. Οι Δαίμονες πεθαίνουν κάθε βράδυ μέσα μου, σαν πρησμένα κουνούπια από δικές μου στιγμές. Αντί για αίμα, με αφήνουν με την μοναξιά.
Σηκώθηκα μέσα στον ύπνο και έκλεισα το φως. Ο διακόπτης βγήκε εκτός λειτουργίας. Όλα άνηκαν στο χθες. Ότι δεν ζεις, δεν υπήρξε ποτέ. Ότι έφυγε, ανήκει στο κενό. Δεν αξίζει να προσπαθείς να ανοίξεις μια πόρτα, που έχει διαρρηχθεί.Σαν κλειδί θα μοιάζεις, σε σπασμένη κλειδαριά.
Κ ύστερα έρχονται κάποια πρωινά που ξέρεις, πως τα έκανες όλα λάθος.. Δεν θα αλλάξει κάτι, αφού ξημέρωσε.. Δεν θα σωθεί τίποτα. Τα όμορφα κάστρα ξανάγιναν άμμος, στην παραλία των άλλων.. Οι πολεμίστρες, τα τοξωτά παράθυρα, οι μεγάλες σκάλες εξακοντίστηκαν στα τέσσερα σημεία της παραλίας, εκεί που τα μάτια μας συναντήθηκαν για πρώτη φορά. Πέλματα από παχύδερμα δίποδα και γόπες, καλύπτουν τώρα την πρώτη ύλη των ονείρων μου. Αν μπορούσα να διαλέξω υλικά για να σου φτιάξω ένα πίνακα, σίγουρα θα επέλεγα την λευκή άμμο για τα στέρεα, το γλυκό νερό από ορεινές πηγές για τα υγρά και τα μάτια σου για το φως..
Το επόμενο βράδυ, μου έδωσα ραντεβού σε ένα σκοτεινό ντεκόρ. Κάθισα στο μόνο τραπέζι της παραλίας που είχε δυο ποτήρια και κοίταξα γύρω μου. Το αλκοόλ, βάφτιζε κάθε μου στιγμή που προερχόταν από την μνήμη, σαν αστέρι. Φώτιζε ο ουρανός σιγά σιγά. Αστερισμοί άρχισαν να γεννιούνται με λευκούς φωτεινούς γίγαντες, που είχαν το χρώμα των ματιών σου. Η μεγάλη σκάλα του χαμένου κάστρου ορθωνόταν, πάλι μπροστά μου. Κόκκινα σκαλοπάτια κάτω από γαλάζια παράθυρα. Με μοβ κεριά, στην άκρη από κάθε σκαλοπάτι. Σηκώθηκα και παρατήρησα πως φορούσα ένα λινό, λευκό πουκάμισο πάνω από το παντελόνι. Βήμα - βήμα, ανέβηκα τις στιγμές, άρα και τα σκαλοπάτια στη σκάλα της μνήμης.
Όπου και αν κοίταξα, είχα τα μάτια σου σαν εικόνα στο βάθος, Σαν φωτεινό ουράνιο τόξο, σε γκρίζα φωτογραφία. Στο μικρό κεφαλόσκαλο, με περίμενε μια γυναίκα με μαύρο νυφικό. Έστεκε κ ανέπνεε, από την αύρα της θάλασσας. Αν ήταν όνειρο και το κάστρο πραγματικό, θα φοβόμουν μήπως η φωτογραφία πάρει σκοτεινιά και χαθεί στο τώρα. Μια χημική διάταξη από χαρτί και φως που είδαμε σε μια ταινία του Σταύρου Τσιώλη, θα άφηνε για πάντα ένα πειστήριο μοναξιάς, σε μια κορνίζα στο μεγάλο δωμάτιο. Όσο και αν τρέξεις, όλο αυτό θα σε ακολουθεί. Σαν αύρα από χιόνι. Έτσι και αλλιώς, αυτό είσαι. Μια πριγκίπισσα από χιόνι
Αποφάσισε πως θα έπρεπε να την δει άλλη μια φορά. Πλησίασε τόσο κοντά που σχεδόν την αισθάνθηκε. Λες και όλα τα κύτταρα του , καταλάβαιναν πως σχεδόν την ακουμπούσε. Μια αίσθηση ζωής τον αναστάτωσε..Τα βλέφαρα του δεν ξανάκλεισαν, σε απόλυτο συντονισμό με την αναπνοή του. Πέρασε ανύποπτα ο χρόνος με τη μορφή μιας νεράιδας και τον ακούμπησε απαλά στον ώμο. Οι δείκτες του ρολογιού, έδειξαν περασμένη μοναξιά. Το πρώτο χτύπημα στα λίγα λεπτά που του απέμεναν, ήταν ήδη γεγονός. Περίμενε στην γωνιά των δευτερολέπτων κ αφού την άγγιξε στα βλέφαρα με τη σκιά του, χάθηκε στο χρόνο, λουσμένος από σιωπή...
Με ελαφριά βήματα, πέρασε δίπλα από το τραπέζι και κατέβηκε την απότομη σκάλα. Στάθηκε για λίγο έξω από την πόρτα με γυρισμένη την πλάτη. Η εξώπορτα σαν άλλη μπουκαπόρτα από υποβρύχιο, σφάλιζε πίσω του τον κανονικό κόσμο, από τον δικό του. Απομακρύνθηκε με πρόσωπο συνοφρυωμένο. Δεν ένιωθε την αναπνοή του. Είχε πια χάσει το προνόμιο της συνδιαλλαγής με κάτι έξω από τον δικό του κόσμο. Τα δέντρα είχαν εξαφανιστεί. Οι μυρωδιές, είχαν εξατμιστεί στον απορροφητήρα της πρωινής αύρας. Ακόμη και το βουνό που συνήθιζε να χαζεύει από το μπαλκόνι της, είχε παραδοθεί στο κενό. Ένα βαθύ κενό σαν την άβυσσο.
Περπάτησε μέχρι που σχεδόν ξημέρωσε. Όλα του φαινόταν τόσο επίπεδα. Διένυε αποστάσεις χωρίς να καταλαβαίνει με τι ρυθμό απομακρυνόταν. Απλά ακολούθησε τον δρόμο, με τις σκέψεις του, να τον ακολουθούν σαν πεινασμένα σκυλιά. Προσπαθούσε να τις αγνοήσει και εκείνες φώναζαν και έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Το μόνο καλό ήταν , πως οι φόβοι του έμειναν πάνω σε κάποια χαλίκια αριστερά του χωματόδρομου, που οδηγεί στον ασφάλτινο δρόμο, δίπλα στους πράσινους κάδους. Σαν να μην χρειάζεται να προσπαθείς για κάτι αφού τα φώτα πίσω από το μικρό ύψωμα, είχαν σβήσει.
Αγάπη είναι να αγοράζεις δύο εισιτήρια για μια συναυλία, ξέροντας πως το όχι θα βροντήξει. Αγάπη είναι να αγνοείς την λογική, όπως η ζέβρα, το λιοντάρι. Είχε ακόμη στην πίσω τσέπη του παντελονιού, τον φάκελο με την απόδειξη από το ταμείο. Πλησίασε έξω από ένα εμπορικό κέντρο και είδε τον εαυτό του στις μεγάλες οθόνες με την ένδειξη αγνοούμενος. Έστεκε και απλά κοιτούσε να τον ψάχνουν. Σε ποιον κόσμο άραγε; Στον δικό του ή στον άλλο; Τον κανονικό. Χάθηκε από τα μάτια των περαστικών που απορούσαν με το θέαμα. Ένα στενό πιο κάτω βρήκε ένα καθρέφτη. Κοίταξε κατάματα μια σκιά. Χωρίς σώμα, χωρίς χαρακτηριστικά.
Το περπάτημα δεν σταμάτησε ποτέ. Έψαχνε να βρει την αναπνοή του. Πότε με σάρκα την μέρα και πότε σαν άυλη οντότητα τα βράδια. Συνεχόμενη κίνηση σε ένα ρινγκ από οριοθετημένες σκέψεις. Σαν σαΐτα ριγμένη από το διάστημα. Έτσι κινούταν ο άνθρωπος χωρίς σκιά, που ζητούσε εκείνη..
Τρόμαξες. Σωστά..; Το είδα στα μάτια σου, όταν τα σφράγισες. Η έξωση είχε γίνει πια με έναν βίαιο, άγριο ρυθμό. Το φως έκλεισε σε απόλυτη συνεννόηση με τα βλέφαρα σου. Ο μπορντό καναπές, σαν μια κορυφή ενός παγόβουνου που σε πολύ λίγο, θα με βούλιαζε στα παγωμένα νερά της μοναξιάς. Σαν άλλος καπετάνιος, ειδικευμένος σε πλοία από λάθη, έβλεπα την καταστροφή να με σημαδεύει, με αργές κινήσεις. Όλα όσα πιθανολογούσα πως έρχονται, είχαν ήδη πάρει μορφή μπροστά μου. Ούτε οι σκιές, δεν έμειναν για να τραβήξουν κάπου αλλού το βλέμμα μου.
Η συναισθηματική ελευθέρια, πάντα έχει ένα κόστος και μια ζημιά. Το κόστος πληρώνεται κατά την έξοδο. Το μικρό κομμάτι της. Το μεγάλο το κουβαλάς μέσα σου, σαν νάρκη παγιδευμένη σε μπάλα από πάγο. Είναι σίγουρο πως θα σκάσει, μα κανείς δεν γνωρίζει το πότε. Μπορεί να σκάσει από ηθελημένη επαφή. Μπορεί όμως και να βραχυκυκλώσουν οι επαφές και ξαφνικά να σε τινάξει, με την πλάτη στον τοίχο. Όταν αρχίσει να μειώνεται η αίσθηση της πληγής, τότε η ζημιά έχει γίνει. Κάτι σαν συναισθηματική αναπηρία ας πούμε.
Συνήθως η πιο πικρή αλήθεια, είναι και αυτή η οποία απλά σε ενοχλεί κάποια βράδια, που στέκεις μόνη στη μέση του σαλονιού. Όσο και αν κλειδώσεις την πόρτα, ξέρεις πως κάποια τέτοια σκέψη, θα σου κλέψει τις στιγμές. Το σπασμένο βάζο με τα αποξηραμένα πια ροζ τριαντάφυλλα, γυαλίζει ακόμη στο πάτωμα. Σαν βαριά άγκυρα που βυθίστηκε στον πάτο της θάλασσας και σε κρατάει δεμένη στο λιμάνι. Λαχταράς να πας κάπου εκεί έξω. Δεν ξέρεις προς τα που. Απλά ας είναι κάπου εκεί έξω. Αρχίζεις τα επιχειρήματα, απέναντι στον εαυτό σου, μα όσο και αν τα επαναλαμβάνεις, δεν δείχνουν να σε πείθουν.
Οι ματιές, είναι μια σειρά από νότες. Μια σειρά από μουσικές στιγμές, που φωνάζουν την αλήθεια, όταν οι κουβέντες κρύβονται μακριά. Και τα μηνύματα φτάνουν και οι λέξεις αστράφτουν με λαμπρότητα. Βλέμματα που γεμίζουν και αδειάζουν σαν φουσκωμένες κοίτες ποταμών, με κάθε κλείσιμο των βλεφάρων. Μια μουσική ακούγεται μέσα σου. Σαν σονάτα για πνευστά, από μια ορχήστρα που ξέμεινε από αναπνοές... Ένα - ένα τα μέλη έφυγαν και απέμεινε η σκηνή με την συνοδεία της σονάτας. Κατάφωτη και μόνη. Πάρτι χωρίς καλεσμένους και οικοδεσπότες.
Πάει πολύς καιρός που δεν προσπαθώ να κόψω το ποτό. Πάει πολύς καιρός που ξέχασα. Δύο προτάσεις που υπέβαλα σε έναν ανακλαστικό καθρέφτη. Αντίστροφες έννοιες, με τα ίδια μηνύματα. Ανίσχυρες άμυνες, απέναντι σε καλοδουλεμένες επιθέσεις. Κάθε λίγο ένα ποτήρι, ετοιμάζεται να σπάσει στο ξύλινο παρκέ, αφού αδειάσει το περιεχόμενο του, στον ουρανίσκο μου. Ένα τραίνο που θα με ξεφορτώσει το επόμενο πρωί, στον καναπέ. Ίδια διαδικασία, ίδιος ρυθμός. Σαν να παρατηρείς έναν αρλεκίνο να ετοιμάζεται για μια ακόμη παράσταση, κάτω από φτηνές λάμπες, μπροστά σε πράσινα πλακάκια.
Ίσως η αδυναμία που έχω στο να ελέγξω τις αυτοκαταστροφικές μου τάσεις, προέρχεται από την φωτογραφική μου μνήμη. Αδυνατώ να βρω μια λογική, κάθε φορά που ο Αρλεκίνος αναλαμβάνει να μου παρουσιάσει τους αποψινούς καλεσμένους. Πρόσωπα χωρίς όνομα. Χωρίς ταυτότητα και παρόν. Κάθε ένας, κουβαλά και κάτι δικό μου. Κάτι από αυτά που θα ήθελα να ξεχάσω, χωρίς να ξεχαστώ. Πάνω που πάω να θυμηθώ τον καθένα, γλιστρούν ήσυχα, δίπλα στον μπορντό καναπέ. Απλοί πρωταγωνιστές, για λίγα λεπτά, σε μια παρέλαση από μνήμες σε φόντο μοβ.
Συνέχεια το αναφέρω αυτό το χρώμα τελευταία.. Κάθε φορά από τότε που πέρασα μια λευκή πόρτα, σε μια γειτονιά με δέντρα, το βρίσκω κλεισμένο, πίσω από τα βλέφαρα μου. Πριν την απότομη σκάλα, αισθάνθηκα πως η αδυναμία του Αρλεκίνου θα με έσωζε και θα ντυνόμουν αμέσως. Κλείνω τα μάτια και το μοβ, διώχνει τον Αρλεκίνο και τα υπόλοιπα πλάσματα του χθες. Κάποιους τους πλήγωσες επίτηδες. Για να επιβεβαιώσεις δράματα και ψυχώσεις, κατάλοιπα άλλων. Κάποιους εντελώς χωρίς πρόθεση. Πληρώνοντας κάποιο καπρίτσιο της τύχης, που έτυχε να υπηρετήσεις.
Η καρώ κόκκινη - μαύρη στολή, χάσκει δίπλα στην σκονισμένη κιθάρα. Η μάσκα ακουμπά μαλακά, πάνω στο γκρι καπέλο, κάτω από τον θαλασσί χάρτη. Τις μπογιές τις έχω στον καθρέφτη του μπάνιου. Εκεί που ένας Άγγελος , μπορεί να μεταμορφωθεί σε Σάτυρο και το ακριβώς αντίθετο.. Μόνο το σκουλαρίκι φαινόταν μέχρι να ανοίξεις το φως. Στέκεσαι και η αδυναμία του Αρλεκίνου να σου εξηγήσει τα πάντα, θα σε κάνει να ανοίξεις το φως. Θα περπατήσεις τον μικρό διάδρομο που οδηγεί στο σαλόνι, κρατώντας ένα μπουκάλι με αρκετά ποτήρια. Ένα για τον κάθε καλεσμένο, ένα για την κάθε στιγμή. Κίτρινο υγρό, μοβ πρωινά..
Ύστερα ήρθαν οι ώρες. Ποιες..; θα αναρωτηθείς σίγουρα. Εκείνες οι ώρες που δεν κοιτάς ποτέ τον καθρέφτη. Εκείνες, που μετράς τον χρόνο από την απόσταση που καλύπτει η σκιά του καναπέ, πάνω στον φωτισμένο τοίχο, από τη λάμπα του δρόμου. Όλα εκεί δημιουργούνται και μετά τα μεταφέρουμε μέσα. Όλα εκεί δημιουργούνται, στους δρόμους των σκιών. Ένα μυστικό της νύχτας, που θα μοιραστώ απόψε μαζί σου..
Μην με ρωτήσεις που θα τους βρεις. Θα σε βρουν σίγουρα εκείνοι. Περιφερόμενα κομμάτια γης, που καταλαμβάνουν στιγμές και αφομοιώνουν το εξωτερικό περιβάλλον. Νησίδες, κενά, πλακόστρωτα καλντερίμια με ξύλινα παράθυρα. Πάντα δεξιά τους θα μπορείς να δεις το φεγγάρι. Ένα νωθρό, κίτρινο μεγάλο τηγάνι, που επιτηρεί με σχολαστική εμμονή την διαδικασία, πάνω από τη θάλασσα. Θα μπορείς να δεις την ψιλή άμμο και να ακούσεις φωνές παιδιών από τη θάλασσα. Όσο και αν κοιτάξεις όμως, δεν θα δεις κανέναν.
Είμαι σίγουρος πως θα ξανακοιτάξεις.. Θα κάνεις ένα βήμα και απλά θα ακούσεις τις ίδιες ηχητικές παραστάσεις. Λένε κάποιοι που προχώρησαν πιο πέρα, πως νομίζουν πως χάθηκαν. Νομίζουν, γιατί ο χρόνος, έσπασε το μηχανισμό του ρολογιού και τον χάρισε στα πουλιά της νύχτας. Λένε πως το φεγγάρι, εγκλώβισε τις ψυχές τους στον πετρόκτιστο δρόμο. Σαν τα μικρά μάρμαρα στο αρχαίο Θέατρο του Άστρους. Λευκά από έξω και σκοτεινά από μέσα. Σαν αρμοί, που κουράστηκαν να στηρίζουν, ο ένας τον άλλο και ασφυκτιούν κάτω από το νωθρό, φως του φεγγαριού. Κάθε βράδυ, περιμένουν να ανάψει ο Φάρος και έτσι οι φύλακες, να κοιμηθούν.
Θα έτρεχαν μακριά. Θα έτρεχαν μέχρι εκεί που τα πνευμόνια τους θα ικέτευαν για λίγο ακόμη αέρα. Ίσως και μέχρι κάποιον άλλο,μακρινό πλανήτη. Μην με ξαναρώτησεις λοιπόν, πως θα βρεις τους δρόμους των Σκιών. Μπορώ να σου πω μονάχα, πως θα τους αποφύγεις. Βάλε βαθιά το κλειδί της ψυχής σου και άσε τη να πετάξει. Άσε τη να αισθανθεί, να νιώσει τη δροσιά της νύχτας. Να μυρίσει τα νυχτολούλουδα και να ακούσει το κύμα. Αν δεις μπροστά σου ξύλινο καλντερίμι που οδηγεί στον μώλο, απλά κλείσε τα μάτια και η ψυχή, θα σε πάρει από το χέρι θα σε βγάλει στη θάλασσα. Η απόδραση, έχει ήδη ξεκινήσει...
Η λύση είναι το όνειρο.. Εκεί που δεν θα χρωστάς τίποτε σε κανέναν. Εκεί που όσα λαχταράς, θα έρθουν, γιατί απλά τα περιμένεις όσο τα αστέρια, την αυγή...
Περπάτησα πολύ , περπάτησα τόσο , που τα γόνατα μου είχαν διαλυθεί σε μικρά οστέινα τουβλάκια. Για την ακρίβεια , δεν θυμάμαι αν είχα πάντα πόδια . Μάλλον πετούσα και όταν κουράστηκα , απλά ακούμπησα μαλακά χωρίς κρότο και περπάτησα.. βήματα αργά , νωχελικά μα και γρήγορα , σαν καλπασμός στην βροχή. Με αναπνοές γρήγορες , γεμάτες πανικό και οργή ..
Τοπία πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου , σαν φωτογραφικά καρέ σε άγριο χορό. Μίλησα σε περίεργες φάτσες . Σε πρόσωπα που τα μάτια τους ,κουβαλούσαν την βρωμιά. Πεζοδρόμια , γέφυρες και στενά . Ολα και τίποτα . Ολα για το τίποτα . Κουράστηκα νωρίς . Δεν άντεξα χωρίς φώτα και τράβηξα το μαντήλι από τα μάτια μου . Είδα τον υπόκοσμο αυτό , να χάνεται κατω απο τα πόδια μου , σαν το νερό της βροχής στον υπόνομο .
Μα οπως γίνεται πάντα , αφού κανεις δεν είχε καθαρίσει τα φρεάτια , η βρωμιά κόλλησε πάνω στα παπούτσια μου και δεν έφυγε ποτέ .
Ύστερα έμεινα μόνος . Ναι , έμεινα μόνος . Έκανα οκτώ βήματα και ο ήχος από τα παπούτσια μου στον πετρόκτιστο δρόμο ακούστηκε θλιβερός . Γύρισα το βλέμμα και το μόνο που είδα στο τέρμα του δρόμου, ήταν η θάλασσα . Φουρτουνιασμένη , έπνιγε κάθε πόντο από τον μικρό μώλο . Έσφιξα τα χέρια , και περπάτησα αργά πάνω στον μώλο .Κάθε κύμα είχε κάτι από το πρόσωπο σου .
Δεν ξέρεις από τι έχω επιβιώσει ... Δεν ξέρεις σε πόσο
βρώμικα νερά έχω περπατήσει . Δεν ξέρεις πόσα κομμάτια του εαυτού μου , έχω αφήσει σε διάφορα μέρη . Καταλαβαίνω πως αντάριασες την θάλασσα , επειδή δεν θέλεις να μου μιλήσεις ..
Λες και επιπλέουν και εδώ κομμάτια μου ..λες και μιλώ στην μοναξιά ..δεν μπορεί . Ο αγέρας , θα σου φέρει να ακούσεις την σκέψη μου .
Τα ξίφη κάποια στιγμή, σταμάτησαν να βροντούν. Οι ήχοι του θανάτου έπνιξαν τις αναπνοές. Οι μυρωδιές από το αίμα που έρεε με έπνιξαν στη λήθη. Βλέμματα στο πουθενά, μάτια γεμάτα από παραδοχή της θλίψης. Λες κ η ήττα, πλανήθηκε παντού από πάνω μας κ μας κάλυψε σαν ένα μοβ σύννεφο. Σαν μια κατάρα που μεταφερόταν με τα σωματίδια του αέρα. Μια παράσταση σιωπής στηνόταν μπροστά μας και εγώ θα έκανα μια τον θεατή και μια τον κομπάρσο.
Τα λάθη μου, έγιναν σκηνικά για την παράσταση. Πελώρια, γεμάτα από σκοτεινά μικρά πετράδια. Βαμμένα πότε με αίμα και πότε με υγρασία από το κάπνισμα. Αντλούσα συνεχώς λάθη. Το σκηνικό μεγάλωνε συνεχώς, μέχρι που έκρυψε τον ουρανό. Γιγάντια τίποτε, που βάπτιζα φωτιές. Άγριες φωτιές, που έγλυφαν τα σκηνικά και έκαναν την παράσταση, ακόμα πιο αποκρουστική. Οι πέτρες αγρίευαν στην όψη και έμοιαζαν με την παραδοχή της αλήθειας.
Το καύσιμο, ήταν οι στιγμές της παραδοχής που ερχόσουν αντιμέτωπος με τις φλόγες. Σε ζέσταιναν μα δεν σε άφηναν να καείς. Η παράσταση ξεκίνησε και εγώ παραδόθηκα στη φωτιά σαν άλλος βασιλιάς Καρνάβαλος. Σαν άλλο τοτέμ του τίποτα, που οι ιθαγενείς θα παραδώσουν το επόμενο ξημέρωμα στο θεό της βροχής. Θα τον παρακαλέσουν να φύγει ο ξένος που κάθε βράδυ τους κρύβει τον ουρανό με τα λάθη του. Που διώχνει τον Μορφέα από κοντά τους με τις φωτιές που καίνε γύρω από το κάστρο των στιγμών.
Αυτή η παράστασή σιωπής δεν θα τελειώσει. Θα καίγεσαι σαν δαδί και θα ξαναγίνεσαι φλόγα. Θα συνεχίζει να ψηλώνει το κάστρο και εσύ θα χορεύεις με τη σιωπή. Καμιά βροχή δεν θα σβήσει τα λάθη. Καμιά συννεφιά δεν θα καλύψει την γύμνια. Κάθε νύχτα, θα στέκεις και θα μιλάς στη σιωπή.
Κάποιες φορές πρέπει να διαλέξω πότε είναι πιο δύσκολα. Πριν κοιμηθώ ή αφού ξυπνήσω. Το πρώτο είναι οι στιγμές πριν την απόδραση σε άλλα μήκη κύματος και το δεύτερο η επιστροφή από αρχέγονες και έντονες στιγμές. Σαν ένα ταξίδι σε μια σήραγγα με αρχή κ τέλος. Σαν μια βουτιά, σε ένα μπουκάλι με σφραγισμένο πώμα.
Τα φώτα τρεμοσβήνουν σε έναν πράσινο παλ τόνο. Σαν κοπάδια από πράσινες πυγολαμπίδες, εγκλωβισμένες σε ένα βλέμμα. Όλα κινούνται πότε υπερβολικά αργά και πότε με καταιγιστικό ρυθμό. Συνήθως όποια ταχύτητα προσπαθήσω να επιλέξω, γίνεται το αντίθετο και έτσι απλά, μοναχά κοιτάζω. Η πορεία είναι πάντα με φορά προς τα εμπρός και όταν τελειώσει η διαδρομή, απλά βρίσκομαι ξανά στην αφετηρία.
Πριν κοιμηθώ, αισθάνομαι σαν να εξαϋλώνομαι, σαν να μεταφέρομαι κάπου αλλού και αφού ξυπνήσω, σαν να αποκτώ ύλη και πάλι. Κάπου - κάπου ακούω ένα ψιθύρισμα από μακριά. Ανοίγω τα μάτια κ ο ήλιος μπαίνει από τις κουρτίνες.
Στέκομαι πάνω στην άμμο με γυμνά πόδια. Ο ουρανός είναι γεμάτος αστέρια, μα το φεγγάρι έχει ξεχαστεί κάπου αλλού. Η άμμος είναι σκοτεινή και δέχεται τα ελαφρά κύματα της θάλασσας. Εσύ, στέκεσαι εκεί απέναντι μου. Με μικρά βήματα, ξεκινάς να με πλησιάζεις. Δεν έχει ακουστεί η παραμικρή λέξη, μα οι χτύποι της καρδιάς μοιράζουν μυστικά. Οι σκέψεις μου, είναι λες και έχουν ακινητοποιηθεί σαν ένα λευκό καράβι με μοβ πανιά, που έχει εξοκείλει στα ανοιχτά.
Βήμα, βήμα παραβιάζεις όλο και πιο πολύ τον ζωτικό μου χώρο. Κάθε εκατοστό που καλύπτεις, η ανάσα μου βγαίνει όλο και πιο βαριά. Τα μάτια δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από αυτή την μυστηριώδη ένωση. Σε κοιτώ... Πράσινα ποτάμια με πλημμυρίζουν. Από πότε οι νεράιδες έχουν πράσινα μάτια; Δεν έχω ξαναδεί από κοντά. Άρα υπάρχουν..Είσαι η απόδειξη πως υπάρχουν. Εκατοστά, χωρίζουν δύο χείλια που δεν συναντήθηκαν ποτέ. Που σίγουρα δημιουργήθηκαν, για να ταιριάξουν μαζί. Ένιωθα την ανάσα σου, να με κερνά δροσιά και γλυκό μεθύσι.
Το φόρεμα σου στο χρώμα του πάγου, ήταν βρεγμένο. Μακρύ.. Έκρυβε όλο σου το κορμί. Η σιλουέτα σου διαγραφόταν από μέσα, σαν ποίημα το ξημέρωμα. Οι ώμοι σου γυμνοί, εκτεθειμένοι, εξέπεμπαν αυτό το χλωμό λευκό χρώμα της επιδερμίδας σου. Κόκκινα μαλλιά άγγιζαν το πίσω μέρος της πλάτης σου. Με κοιτάς μέσα στα μάτια και όλα ξύπνησαν ξαφνικά, σαν να έσκασαν εκατομμύρια πυρηνικές βόμβες μέσα μου. Ένα σου βήμα προς τα πίσω, έκανε όλα μου τα συναισθήματα να αντιδράσουν. Μα τα μάτια σου συνέχισαν να με κοιτούν. Σε αντίστροφη πορεία, άρχισες να απομακρύνεσαι. Με αργά βήματα, το νερό άρχισε να σε καλύπτει.
Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε αργά. Η μοβ πολυθρόνα στον τόνο της λεβάντας, με τα ξύλινα μπράτσα έστεκε στη μέση του σαλονιού και με περίμενε, φθαρμένη από τον χρόνο κ τις στιγμές, που πέρασαν από πάνω της. Λιγοστά έπιπλα. Ο μπεζ τοίχος, αντανακλούσε το εξωτερικό φως. Πέντε στραβές κορνίζες έστεκαν πάνω σε μικρά καρφιά. Ένα μεγάλο ανοιχτό ξύλινο παράθυρο με περβάζι, έφερνε μέσα φθινοπωρινό αγέρα και φύλλα σε βαθύ κίτρινο χρώμα. Αριστερά ένα παλιό έπιπλο γραφείου. Σκονισμένο, αφημένο στη γωνία, μόνο του και αυτό,χωρίς τη συντροφιά της καρέκλας.
Όλα όσα με ταλαιπώρησαν όλο αυτό το δύσκολο φθινόπωρο, δεν υπάρχουν πουθενά εδώ μέσα. Πουθενά. Το τασάκι άδειασε κ από γυάλινος συλλέκτης των τελευταίων σου στιγμών εδώ, μετατράπηκε σε ένα απλό διακοσμητικό αντικείμενο. Όλα γειώθηκαν με ένα φρενήρη ρυθμό. Το φθινόπωρο είχε τελειώσει μέσα μου. Το μόνο που με απασχολούσε πια είναι να τρέξω σε εκείνη την παραλία. Να σε ακολουθήσω στην αιωνιότητα και να ξαναζήσω τις στιγμές που τα μάτια σου όριζαν τα πάντα. Να απαρνηθώ όλα όσα με κρατούν σε αυτή την ανθρώπινη υπόσταση κ να χαθώ μαζί σου στο νερό. Πρέπει να τρέξω. Πρέπει να σε βρω..
Η ηχώ της θάλασσας, νομίζω πως έχει παγιδευτεί για πάντα μέσα μου. Δεν την ακούει κανείς άλλος, παρά μόνο εγώ. Όσες φορές και αν ρώτησα τους άλλους αν την ακούν, αν τους καλεί, όλοι μου απαντούν μονολεκτικά αρνητικά. Δεν μπορεί.. Ίσως και να είναι αποτέλεσμα εκείνου του εφιάλτη. Κάποιες φορές, όσα ζούμε δεν τα ζήσαμε ποτέ και άλλα που δεν συνέβησαν ποτέ γυρνούν συνεχώς μέσα στο μυαλό μας. Εικόνες ενός φίλμ, που δεν τραβήχτηκε ποτέ.
Οι φορές που πρέπει να επιλέξουμε μια από τις δύο καταστάσεις εγώ την λέω ρώσικη ρουλέτα με 2 σφαίρες. Τι επιλέγεις; Την ουσία ή την αλήθεια; Και τα δύο θα σε βρουν με σφοδρότητα αφού το όπλο που επέλεξες πάντα ρίχνει δύο βολές. Πόσες θαλάμες μπορείς να αντέξεις άραγε; Μια στιγμή, δύο κενά. Κανένα κενό, δύο οι στιγμές. Ξέρω.. Θα μου πεις πως παίζω με το μυαλό σου, μα δεν είναι έτσι. Σου δίνω εικόνα μέσα από τα μάτια μου, για να μου επιστρέψεις την απάντηση.
Την ώρα που ξεπρόβαλλες απο το νερό και σε αντίκρισα για πρώτη φορά κατάλαβα τη διαφορετικότητα σου. Ένα πλάσμα για να δέχεται την αγάπη και τον Πόθο. Αφού τα εισπράξεις, τα κρύβεις στο σκοτεινό σου βυθό. Τόσο χαμηλά και βαθιά, που κανείς δεν τόλμησε να ψάξει ποτέ. Με παγίδευσαν τα μάτια σου και με έχρισαν στην στιγμή, εξερευνητή των μυστικών και κλειδοκράτορα των ενοχών σου. Φύλακας της λάμψης, απο το κοραλλένιο φως, που κρύβεις μέσα στα μάτια σου..
χθες πήρα φωτιά,
χωρίς αναπτήρα, χωρίς καρδιά.
άναψα και κάηκα,
σαν πυρσός, σαν φοβισμένη χαρά.
και έρχονται ώρες,
ναι έρχονται ώρες,
που παίρνω φωτιά.
σαν πρόστυχος δούλος,
που καιροφυλακτεί την κίνηση σου.
ναι σε κοιτώ,
κάθε στιγμή λυσσώ
και περιμένω,
την στιγμή να καταπιώ το σπίρτο
και να πάρω φωτιά.
ναι να πάρω φωτιά.
περπατώ σαν φοβισμένο κοράκι,
πάνω από την γιορτή των γερακιών.
ξαναπερνώ,
ξαναπερνώ και βουτώ.
σαν μπάλα από φωτιά,
με ένα μεγάλο κενό,
στην καρδιά, στο μυαλό.
με κοιτάς να αρπάζω φωτιά,
και δεν με κρατάς,
μόνο φυσάς και εγώ αρπάζω φωτιά.
λυσσώ και ξαναζώ,
την οργή.
οι φόβοι μας τυλίγουν,
σαν πυρετός.
και εγώ αρπάζω φωτιά.
Ένα άδειο ποτήρι νερό. Σφυρίζω σαν ένα σπιράλ, σαν ένα λάστιχο το οποίο εκτοξεύτηκε από ένα παιδικό χέρι που σημάδευε τον ουρανό. Κυρτώνω το σώμα μου και μετά τεντώνω τον κορμό, τόσο ώστε να νιώσω την υγρασία που μου προσφέρουν τα σύννεφα.
Στάλες υγροποιούνται πάνω μου, σαν ένα ποτήρι νερό που στέκει αδειανό, δίπλα σε μια βρύση. Χαζεύω το φως να περνάει μέσα του, να διαθλάται και να εγκλωβίζεται πίσω από το χοντρό γυαλί. Χρώματα, ευθείες γραμμές, ένα μπλεγμένο κουβάρι σαν ουράνιο τόξο σε βεστιάριο με μεταχειρισμένα χοντρά κασκόλ.
Κρεμάστρες κόκκινες και γκρι, χωρίζουν τα ρούχα μέσα στη ντουλάπα με την μισάνοιχτη πόρτα. Σακάκια σουέτ, πουκάμισα μονόχρωμα και ριγέ, δίπλα σε μπλέιζερ παντελόνια μιας άλλης εποχής. Άδεια κουτιά από παπούτσια που δημιουργούν ένα καφέ τείχος.
Ένας μαύρος σκονισμένος φορτιστής χωρίς ακροφύσια, παρατημένος στην άκρη του κομοδίνου. Χάνομαι δίπλα στους αγωγούς που διαπερνούν το σώμα μου, σαν ένα καλώδιο γεμάτο συναισθήματα.
Το άδειο ποτήρι πάνω σε μια μικρή λίμνη νερού, σημάδι πως η ηλεκτροπληξία είναι θέμα χρόνου πια...
Είσαι εκεί.
Δράκοι στα πάρκα, ξεπηδούν από τα χαλίκια.
Χαμένες ψυχές,
που με θάβουν στις σιωπές.
Τρέχω στους δρόμους σαν άλλος έκπτωτος άγγελος.
Και εσύ είσαι εκεί.
Πάντα είσαι εκεί,
με κρύο, με βροχή.
στον πόνο, στην αγάπη,
η ίδια φυλακή.
Είσαι εκεί.
Ναι και πάλι είσαι εκεί.
Περιστέρια με αίμα στα νύχια,
σημαδεύουν κάθε σπόρο πάνω από την πόλη.
Σαν έρωτας με πόρνη,
αίμα στο σεντόνι,
η υγρή σου φυλακή.
Είσαι εκεί.
Η βροχή που θα πιάσει,
θα σε διώξει.
Σαν δάκρυ πνιχτό,
την αυγή.
Κλείνω τα μάτια
και είσαι πάλι εκεί.
Έξω έχει ένα ήλιο που με καίει. Κουβαλάω τα μάτια μου δεξιά και αριστερά μα εκείνο το θαμπό πλάνο, απλά δεν απομακρύνεται ποτέ. Τα ανοιγοκλείνω, για να τους προσφέρω λίγη υγρασία. Κάτι πρέπει να έχει εισχωρήσει μέσα τους και με κάνει να αποφεύγω το φως.
Μαύρα γυαλιά. Ένα διαχωριστικό μεταξύ του κόσμου και όσων λαμβάνω σαν οπτική πληροφορία. Παρεμβαίνουν και με κρύβουν. Χωρίς αυτά, ο ήλιος εισχωρεί και φανερώνει τις σκοτεινές γωνιές που κρύβω μέσα μου. Γυμνός, παραδομένος σε αλλόκοτες σκέψεις που άλλοι τις βρίσκουν γοητευτικά σκοτεινές και άλλοι, βγαλμένες από παραμύθια χωρίς ήρωες.
Ώρες, ώρες αισθάνομαι σαν τον Προκρούστη σε ασκητικούς αγώνες. Όλο και πιο μακριά, όλο και πιο δυνατά, να δω μέχρι που μπορεί να αντέξει η ψυχή μου χωρίς το φως. Καρατόμηση των άκρων, με λέξεις που σε κονταίνουν συνεχώς. Σκέψεις που δυσκολεύεσαι να μοιραστείς. Σαν μια γιορτή της μοναξιάς, χωρίς καλεσμένους.
Ο ήλιος είναι πια ψηλά. Το σκιάχτρο στο χωράφι γελά στα κοράκια που περιφέρονται γύρω του. Όσο και αν του αφαιρέσουν τα κακοραμμένα του ρούχα, δεν τον απασχολεί. Τίποτε δεν είναι δικό του. Ούτε καν το αχυρένιο του σώμα. Ένα μόνο τον πονά. Που είναι καρφωμένο εκεί και δεν μπορεί να ακολουθήσει τις τάσεις της φυγής του.
Μα θα έρθει ένα μεσημέρι που τα βήματα θα τρομάξουν τα κοράκια. Δεν θα έχει μείνει τίποτε από το σκιάχτρο. Μόνο άχυρα, πάνω στο χώμα. Θα φορέσω τα μαύρα γυαλιά και θα χαθώ μέχρι την εσχατιά της σιωπής.
Κρίσεις πανικού, είναι εκείνες οι στιγμές που η βαρύτητα, φωνάζει πως θα σε νικήσει.. Είναι εκείνες οι στιγμές που ψάχνεις αέρα. Τα πνευμόνια σου αντιδρούν στο οξυγόνο. Θέλεις να τρέξεις. Να τρέξεις μακριά, μέχρι εκεί που δεν υπάρχει άλλο όριο γης. Σαν να παίζεις ηλεκτρική κιθάρα, χωρίς χορδές είναι. Με φωνές που κρύβεις μέσα σου.
Όπου και αν κοιτάξεις, όλα σε διώχνουν. Φυλάκισες πολλά πράγματα μέσα σου μάλλον και αυτά επαναστατούν. Ζητούν εκδίκηση με την απελευθέρωση τους. Σου ζητούν να τρέξεις. Να τρέξεις..
Ανασαίνεις βαριά. Ένα βάρος στο στήθος και πνίξιμο σαν να σε πιέζουν στην αναπνευστική οδό. Η καρδιά, δουλεύει σαν να τρέχει μέσα σε ποτάμια κηροζίνης. Να προσπαθήσεις να κρυφτείς.. Αυτή την εντολή πάντα σου δίνει ο εγκέφαλος μα εσύ προσπαθείς να αντιδράσεις. Στέκεσαι κ νιώθεις τον πανικό, να σε τυλίγει με μια ηλεκτρική κουβέρτα.
Ύστερα, τα πάντα ξανά γίνονται αργά κ εγώ στέκω να σε κοιτώ να επανέρχεσαι. Δεν σε ακουμπώ, μα σε αγγίζω με το μυαλό μου. Η παρουσία της απουσίας σου με καθηλώνει. Θα έδινα τα πάντα να είχα τη δύναμη, να διώξω αυτές τις κρίσεις με ένα νεύμα. Να πέσουν, σαν ξεραμένοι σοβάδες.
Θα φύγουν οι κρίσεις σαν μανιασμένος κομήτης και θα περιμένω να γεμίσει όλος μου ο κόσμος, με το χαμόγελο σου.
Πριν πολλά χρόνια, είχα διαβάσει μια θεωρία για την ύπαρξη μιας χρονομηχανής. Σκέψεις, δυσπιστία, φόβος. Φαντάσου να μπορούσες να μπεις σε μια καμπίνα και να αντιστρέψεις την κλεψύδρα του χρόνου σου. Να γυρίσεις πίσω, μέσω μιας δίνης, που θα σε βυθίζει όλο και πιο βίαια, στον ωκεανό του σύμπαντος.
Φαντάσου να είχες τη δυνατότητα να δεις να ξαναγεννιούνται όλα όσα έχεις ζήσει. Πόση δύναμη να χρειάζεται για να ξανακάνεις τα ίδια λάθη, γνωρίζοντας εκ των προτέρων το αποτέλεσμα; Ταξίδι μαγικό, σε άλλους χρόνους και τόπους. Γαλαξίες γεμάτοι από κάθε μουσικό αστερισμό, ντυμένοι με χρώματα από τα βάθη του Ωρίωνα. Αποχρώσεις του ξανθού, που φλερτάρουν με τον ήλιο.
Η δική μου χρονομηχανή, έχει χρώμα μελί. Βαθύ μελί όμως, σαν τις πλαγιές, στη ζούγκλα της Βολιβίας. Σε έναν παράδεισο που κανείς δεν τόλμησε να ψάξει. Ο χρόνος της μεταφοράς στο παρελθόν ή το μέλλον, διαρκεί όσο ένα κλείσιμο των βλεφάρων. Μια αιωνιότητα κλεισμένη μέσα σε δύο βλέφαρα. Σφραγίζουν και χάνεσαι, ανοίγουν και ξανανιώθεις.
Ναι, δεν θα άλλαζα τίποτε από το παρελθόν.. Ναι, σίγουρα δεν θα άλλαζα τίποτα.. Απλά θα ζητούσα να μην σταματήσουν να με κοιτούν, για να καταφέρω να ορίσω εγώ τη συχνότητα. Το σύμπαν αναπνέει. Συστέλλεται και διαστέλλεται, σύμφωνα με εκείνη την αναπνοή της χρονομηχανής, που νίκησε κάθε μαθηματικό αλγόριθμο.
Ταξίδεψα πολύ μέσα στα δύο αυτά μάτια, για να καταλήξω πως ξέρω από τι συντελείται το σύμπαν. Η δική μου χρονομηχανή, με άφησε να νιώσω στο δέρμα μου , ποια είναι η ύλη από την οποία κατασκευάστηκαν όλα. Η θεωρία του μεγάλου Bang, κατέρρευσε σαν τράπουλα. Χαμογέλασες και έτσι όλα, δημιουργήθηκαν, για να μπορέσω να μπω σε εκείνη την καμπίνα.
Από αυτό άρχισαν όλα.. Όλα γεννήθηκαν, από ένα χαμόγελο.
Ένα πρωινό δέχτηκα ένα email από κάποιον φίλο, χαμένο στο πουθενά που έπαιζε πόκερ με τα θέλω του κ έτσι παραθέτω αυτούσιο το κείμενο.. Ο Κώστας τόλμησε να κοιτάξει κατάματα τις πληγές του.
Ξυπνάω να πάω για δουλειά κ δεν ξέρω μέσα μου τι γίνεται. Τι να είναι αυτό άραγε; Έρωτας ή μίσος; Αυτό το βάρος που μου δημιούργησες εσύ.. Σε βλέπω να περνάς από μπροστά μου και με προσπερνάς σαν να μην είμαι εκεί. Σαν να μην έζησες τίποτε μαζί μου, σαν ένα μεγάλο τίποτα.
Ανάβω τσιγάρο και σκέφτομαι. Ναι, σκέφτομαι εσένα. Αυτό το χαμόγελο που έχει καρφιτσωθεί μέσα στο μυαλό μου. Είναι πολλές οι ώρες που αναρωτιέμαι. Ανάβω και άλλο τσιγάρο. Το καπνίζω με μίσος. Με τόσο μίσος που δεν θα καταλάβει κανείς. Το πόκερ των εσωτερικών ερωτήσεων ξεκινά πάλι. Δεν σε άγγιξα καθόλου; Κάνω βόλτες μέσα στο σπίτι κ σκέφτομαι. Αναρωτιέμαι αν αυτά που σου έμαθα, έπιασαν τόπο. Αναρωτιέμαι αν όλα αυτά σε έκαναν καλύτερο άνθρωπο.
Σιωπή. Ξαφνικά οι σκέψεις ξανάρχονται. Όλες οι σκέψεις που κάναμε μαζί. Ζήσαμε σε ένα σώμα μαζί. Δεν αντέχω άλλο. Βγαίνω . Πάω στο πουθενά να πάρω λίγο αέρα. Χρειάζομαι μια ανάσα για να σκεφτώ. Σε βλέπω ανάμεσα σε σκυλιά, έτοιμα να σε φάνε. Τελικά δεν έμαθες και πολλά από μένα, μετά από τόσες ατελείωτες κουβέντες που κάναμε.
Δεν μπορώ. Δεν μπορώ να σε βλέπω με αυτό το κοπάδι με τα σκυλιά. Μήπως είναι ώρα να δράσω; Να κάνω μια προσπάθεια να σε βγάλω από εκεί που είσαι; Με κοιτάς και παγώνω. Παγώνουν όλα γύρω μου. Παίρνω θάρρος αρκετό. Ετοιμάζομαι και ορμάω. Ορμάω σε μια μάχη, σε ένα πόλεμο για να σε βγάλω από εκεί. Φορούσα την πανοπλία και κρατούσα το σπαθί μου. Ήμουν έτοιμος να μπω στην μάχη. Είμαι σίγουρος πως θα βγω νικητής, χάρις σε σένα.. Ξυπνάω και πέφτω στην πραγματικότητα. Είσαι εκεί και γελάς, περικυκλωμένη από το κοπάδι.
Κάθομαι σε μια γωνιά. Περνάει κόσμος γύρω μου, μα δεν δίνω σημασία. Κάνω ένα τελευταίο δηλητηριασμένο τσιγάρο και σκέφτομαι. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Στέκομαι πια εκεί. Είμαστε όλοι εκεί. Εσύ, εγώ και το κοπάδι. Φεύγω. Εξαφανίζομαι. Σου αξίζει να σε φάνε.
Μέσα σε μια άνυδρη μέρα γεμάτη ήλιο, περιπλανιόμουν στην έρημο. Βήματα το ένα μετά το άλλο, σε μεγάλο αμμόλοφο. Είδα παραισθήσεις, πάλεψα με ανεμοθύελλες.. Τα έβαλα με την νύχτα και βάλθηκα να ξεριζώσω τα φωτεινά αστέρια, στον κρύο ουρανό της.
Κουράστηκα να ψάχνω για μια όαση. Είδα πολλές φορές να κοντοφτάνω.. Άγγιξα τις πηγές κ τους φοίνικες. Είδα τις σκηνές κ τα πηγάδια τους. Όλα κατασκευασμένα στη φαντασία μου. Δροσίστηκα με καυτή άμμο κ λούστηκα με τις ακτίνες του ήλιου.
Ένας σκορπιός με βρήκε από το πουθενά, Σύρθηκε αργά, ενώ είχε αντιληφθεί πως ο ένας φοβόταν τον άλλο. Τον κοίταξα να με απειλεί με το κεντρί του. Ένας γοητευτικός χορός. Αέναες κινήσεις. Λες κ μόνο αυτός κατείχε το μυστικό της ερήμου. Ο αφέντης των στιγμών, ο δωρητής της σωτηρίας..
Πως επιβιώνει άραγε σε αυτό το αφιλόξενο περιβάλλον; Τι τρώει; Τι πίνει; Που κοιμάται; Έχει φωλιά ή συνεχώς περιφέρεται σαν να του ανήκουν όλα δικαιωματικά; Αφού δάμασε τους φόβους μου, με κατέκτησε ολοκληρωτικά. Τον προκάλεσα να με τσιμπήσει για να δω, αν τολμούσε. Με κοίταξε κατάματα κ έτσι παγιδεύτηκα.
Ρούφηξε τον χρόνο μου κ τις στιγμές μου. Κάθε ανάμνηση, έγινε ένας κόκκος άμμου. Μεγάλωσε η έρημος ξαφνικά.. Τον ήλιο κάλυψε μια ομίχλη από κεριά που είχαν την απόχρωση του δέρματος της. Λευκά. Την θυμάμαι να με χαιρετά στο λιμάνι και εγώ σκεφτόμουν πότε θα φτάσω στις Βόρειες ακτές. Το αίμα μου άλλαξε από το τσίμπημα και πήρε το χρώμα των ματιών της.
Αποφάσισα λίγο μετά, πως θα γίνουμε ένα δίδυμο σκορπιών που θα αφήσει πίσω του κάθε ζεστό κομμάτι της ερήμου και θα ψάξουμε εκείνα τα μονοπάτια που θα μας βγάλουν στις Βόρειες ακτές. Περίμενα το άγγιγμα σου Σκορπιέ. Μέσα μου η αδιαφορία για οποιαδήποτε όαση φούντωσε. Οι ακτές σίγουρα πλησιάζουν..
Γράμμα σε μια Ξένη
Ξέρεις.. Ήσουν τα πάντα. Για την ακρίβεια είσαι ακόμη, απλά επειδή δίνω ακόμη τη μάχη μέσα μου, προσπαθώ να μην το σκέφτομαι. Προσπαθώ να το θάβω όσο πιο βαθιά γίνεται. Τόσο που όταν ακόμη κ εγώ θελήσω να το ανασύρω, κοπιάζω πολύ. Από την στιγμή που έφυγες κ έσπασα σε χίλια κομμάτια, αισθάνομαι ακόμη τον εαυτό μου εύθραυστο. Σαν να συγκρατείται από μια αόρατη κόλα για να μην γεμίσει η θάλασσα συντρίμμια. Χωρίς σημαδούρα, χωρίς επιζώντες. Μόνο ασπρόμαυρα κύματα με πολύχρωμα συντρίμμια. Κατάφερα εδώ και πολύ καιρό να μην σε βλέπω παντού. Να σε αισθάνομαι κοντά, μόνο όταν μένω μόνος. Ότι θέλω να σου πω, στο λέω πάντα νύχτα. Καπνίζοντας κ κοιτώντας τον ορίζοντα. Αισθάνομαι ακόμη εκείνο το κρύο αγέρι στο δέρμα μου. Αφού δεν είσαι εδώ για να τα ακούσεις, θα σου γράψω ένα γράμμα. Έτσι κ αλλιώς θα τα ακούσεις σαν να περιφέρεσαι γύρω μου. Λείπεις όμως κ χάθηκες στο πλήθος. Έγινες από κομμάτι του εαυτού μου, μια Ξένη. Όταν σε αναγνωρίζω στο πλήθος, χάνω εμένα κ όταν δεν σε βλέπω, χάνω κ τους δυο μας. Αρα δικαιούσαι εκείνο το γράμμα σε μια Ξένη. Την δικιά μου Ξένη. Το έγραψα πολλές φορές κ άλλες τόσες το έσβησα. Έγραψα σε κάποιες γραμμές όλα όσα θα ήθελες να ακούσεις. Όσα ίσως θα σε έκαναν να είσαι εδώ. Συνέχισα γράφοντας όλα όσα θα ήθελα εγώ να πω. Όλα όσα μας χωρίζουν κ θα σε έστελναν μακριά. Τελείωνα την γραφή μου με ευχές κ υποσχέσεις. Το έκλεινα με μια μανία πόνου κ το έσκιζα με την ευχή να μην το τελειώσω ποτέ. Μολύβι σε νοητικές ακροβασίες του τίποτα. Γέφυρες παγιδευμένες με εκρηκτικά. Η απώλεια, ο χρόνος, η σιωπή. Μια τριπλέτα αξιών που σου αφιέρωσα την στιγμή που σε είδα να ξεμακραίνεις. Σαν να ξεσπάει μια εσωτερική καταιγίδα, σαν να φέγγει σιγά σιγά εκείνος ο κεραυνός που θα σκίσει την νύχτα στα δυο. Στο απόλυτο κενό. Λέξεις, πράξεις κ σιωπές δεν θα άλλαζαν κάτι κ έτσι λάτρεψα την τελευταίες. Κλειδώθηκα σε μια φυλακή που είχε τη μορφή σου. Χωρίς δεσμοφύλακες, χωρίς κλειστές πόρτες. Μόνο ό ύπνος, μου έδινε εξιτήριο. Ένας ύπνος που με κοίμιζε βαθιά. Ένα ταξίδι λίγων δευτερολέπτων που διαρκούσε αρκετές ώρες. Τα υποκατάστατα κρατούν πάντα λίγο κ σε βυθίζουν στη λήθη. Το ξέρω κ παλεύω μαζί τους κάθε βράδυ. Όταν κουράζομαι ξαναρχίζω εκείνο το γράμμα. Μια παράλογη παράθεση επιχειρημάτων ξεσπά. Λύσσα να σε ξαναδώ, έστω κ σαν σκιά. Το γράμμα αυτό, κάθε βράδυ φτάνει σε εσένα. Σφαίρα σε τροχιοδεικτική βολή. Με έναν στόχο που συνεχώς ξεμακραίνει. Μια πελώρια θάλασσα που τα πάντα επιπλέουν.
Κάθε απόγευμα που γυρίζω από τη δουλειά, ξεντύνομαι εσωτερικά. Στην επιστροφή αφαιρώ τη μάσκα, μαζί με την στολή μου. Ανασαίνω βαθιά, άλλες φορές από ανακούφιση και άλλες με πανικό, επειδή διαπιστώνω ότι πάσχω από ιδρυματισμό. Έχω εθιστεί στην διαφαινόμενη επαγγελματική καταξίωση και δίνω για 10 ώρες, το 100% της όποιας πνευματικής διαύγειας που μου έχει απομείνει. Είναι κάπως αλλόκοτο, μα προσπαθώ να με διακρίνω στο τζάμι του λεωφορείου, στο δρόμο της επιστροφής. Πότε βλέπω έναν κουρασμένο στρατιώτη καθισμένο στα χαρακώματα και πότε ένα αιμοδιψή βομβιστή σε μια πολυσύχναστη στάση των μέσων μεταφοράς. Μπερδεύομαι για το πότε φοράω την μάσκα.
Η σκέψη σου είναι ότι πιο ανθρώπινο μου έχει απομείνει.Μοιάζω με ένα ανθρωποειδές με καρδιά. Δυνατό κορμί με αδύναμη ψυχή. Ναι, αισθάνομαι κουρασμένος. Μια στολή με βαριά θωράκιση με καταβάλλει. Οι μαύροι κύκλοι στα μάτια μου, μαρτυρούν πως φυσώ σαν καπνό τσιγάρου ότι τρυφερό μου έχει απομείνει. Παλιά ήθελα να τρέξω να σε βρω στο σπίτι κ να μην ξημερώσει ποτέ. Τώρα ανυπομονώ να μην νυχτώσει ποτέ, να μην γυρίσω και λείπεις. Έβαλα μια πολυθρόνα στη μέση του σαλονιού για να βλέπω σε όλα τα παράθυρα. Ήμουν σίγουρος πως θα γυρίσεις. Σαν άλλο πουλί, θα μετανάστευες μακριά και όταν καταλάβαινες τι άφησες, θα έβρισκες το δρόμο για την επιστροφή. Χιλιάδες πουλιά πετούν ψηλά μα ήμουν σίγουρος πως θα σε αναγνώριζα καθισμένος στην πολυθρόνα. Θα σε εντόπιζα και αφού θα άνοιγα το παράθυρο θα χανόμασταν μακριά πίσω από τα σύννεφα, πέρα από τον ήλιο. Μα δεν γύρισες ποτέ. Ίσως και να προσπάθησες να γυρίσεις και έχασες το δρόμο. Ίσως και να μην υπήρξες ποτέ.
Πριν πολλά χρόνια, κάνοντας μια βραδινή βόλτα με το αυτοκίνητο σε μια κοντινή παραλία, με μάγεψε ένα παράξενο φως ανάμεσα σε δύο βράχους. Κατέβηκα και πλησίασα το νερό. Κάτι φώτιζε όχι πολύ μακριά. Προσπάθησα να διακρίνω τι μπορεί να ήταν αυτό. Έδειχνε να κινείται σε μια θάλασσα λάδι, αφήνοντας πίσω του μικρές λευκές γραμμές. Το φεγγάρι φωταγωγούσε το σκοτεινό αυτό μέρος. Ο ήχος των διερχόμενων αυτοκινήτων από τον δρόμο πίσω μου, κατάφερνε να αποσπάσει κάπου - κάπου την προσοχή μου. Έσκυψα, με τα γόνατα μου να ακουμπούν στην άμμο. Νομίζω πως έρχεται προς το μέρος μου.
Μια φιγούρα αρχίζει να ξεπροβάλλει από το νερό. Μια νεράιδα, με λευκή επιδερμίδα έδιωχνε από πάνω της κάθε στάλα νερού, με έναν μαγεμένο μαγνητισμό. Χαμογελούσες. Τώρα πια ξέρω πως χαμογελούσαν οι Άγγελοι. Ένα γυναικείο κορμί, μνημείο λατρείας έλαμπε κάτω από το φεγγάρι. Στα μάτια σου είχες εκείνο το κοραλλένιο φως των βυθών. Μια μίξη λευκού και γαλάζιου. Φωτεινός θόλος σε σκοτεινό ωκεανό. Μυθική θεότητα του νερού ήσουν μάλλον.
Είμαι κουρασμένος.Τουλάχιστον έτσι αισθάνομαι. Ναι αισθάνομαι κουρασμένος. Πλησιάζω τα σαράντα και αυτά που θέλω να προλάβω να κάνω, εξαρτώνται από όσα δεν έχω κάνει.. Όπως φυσικά έχεις καταλάβει, τίποτε δεν έχω κάνει τελικά. Πάντα σκέφτομαι τα επόμενα και χάνω τα τωρινά. Τρομερά άλλοθι συγκροτούνται όσο μεγαλώνω. Προφάσεις με απίθανες δικαιολογίες. Ίσως είναι κ το γεγονός πως δεν έχω πολλά like, στις κατακτήσεις μου.Μήπως να κάνω ένα retweet στο παρελθόν; Όλα αλλάζουν, χωρίς να καταφέρνω να ορίσω τίποτε. Όλα τρέχουν εκτός από μένα. Όλο αλλάζει και το δέρμα μου. Σαν φίδι καλεσμένο σε χορό καρναβαλιού..
Ίσως κ να λείπεις εσύ η "κάποια". Ίσως τελικά, να λείπεις μόνο εσύ. Όπως μεγαλώνω, αρχίζω να συνηθίζω την απουσία σου. Βόλτες με ουσίες, σύρσιμο σε φρεσκοβαμμένο πάτωμα. Όσο κ να κρυφτώ, τα βήματα στο σαλόνι, θα με προδόσουν. Ίχνη από γυμνά πόδια, στο παρκέ. Θα οδηγούνται δίπλα στο τασάκι που άφησες. Μόνο αυτό κράτησα. Κάπου είχα διαβάσει, πως οι Ινδιάνοι έλεγαν πως αγάπη, κρατάει όσο κ η στάχτη. Το παράθυρο του σαλονιού από τότε δεν άνοιξε πότε.
Προχθές το βράδυ είδα έναν εφιάλτη. Ένα εφιάλτη που ακόμη δεν έχει βγει από το μυαλό μου. Αυτό τον εφιάλτη θα μοιραστούμε αυτή τη φορά. Εσύ θα κρατάς τις εικόνες κ εγώ τις στιγμές. Έτσι σχεδόν πατσίζουμε. Η ιστορία της Κοραλλένιας, εκείνης της γυναίκας με τη μορφή γοργόνας, ίσως κράτησε μέσα στο όνειρο μου κάποια δευτερόλεπτα, μα είχα την αίσθηση πως χρειαζόμουν 7 ζωές για να την περιγράψω. Εσύ με περίμενες και εγώ σε έκανα να φύγεις. Βραδιές γεμάτες φιλιά και όνειρα, πως θα απαρνιόσουν την φύση σου, για να περπατήσουμε μια μέρα στην άμμο. Ο τόπος είναι σίγουρα εκείνη η θάλασσα που έκρυβες μέσα στα μάτια σου.
Η γνωριμία, η εξέλιξη κ ο χαμός. Αυτή την ακολουθία θα ζήσουμε μαζί και θα την πάμε μέχρι τέλους. Εκεί κάτω στα σκοτεινά νερά του έρωτα και του πόθου. Χωρίς δίχτυ ασφαλείας, όπως ακριβώς ζεις την αγάπη.