Τα ξίφη κάποια στιγμή, σταμάτησαν να βροντούν. Οι ήχοι του θανάτου έπνιξαν τις αναπνοές. Οι μυρωδιές από το αίμα που έρεε με έπνιξαν στη λήθη. Βλέμματα στο πουθενά, μάτια γεμάτα από παραδοχή της θλίψης. Λες κ η ήττα, πλανήθηκε παντού από πάνω μας κ μας κάλυψε σαν ένα μοβ σύννεφο. Σαν μια κατάρα που μεταφερόταν με τα σωματίδια του αέρα. Μια παράσταση σιωπής στηνόταν μπροστά μας και εγώ θα έκανα μια τον θεατή και μια τον κομπάρσο.
Τα λάθη μου, έγιναν σκηνικά για την παράσταση. Πελώρια, γεμάτα από σκοτεινά μικρά πετράδια. Βαμμένα πότε με αίμα και πότε με υγρασία από το κάπνισμα. Αντλούσα συνεχώς λάθη. Το σκηνικό μεγάλωνε συνεχώς, μέχρι που έκρυψε τον ουρανό. Γιγάντια τίποτε, που βάπτιζα φωτιές. Άγριες φωτιές, που έγλυφαν τα σκηνικά και έκαναν την παράσταση, ακόμα πιο αποκρουστική. Οι πέτρες αγρίευαν στην όψη και έμοιαζαν με την παραδοχή της αλήθειας.
Το καύσιμο, ήταν οι στιγμές της παραδοχής που ερχόσουν αντιμέτωπος με τις φλόγες. Σε ζέσταιναν μα δεν σε άφηναν να καείς. Η παράσταση ξεκίνησε και εγώ παραδόθηκα στη φωτιά σαν άλλος βασιλιάς Καρνάβαλος. Σαν άλλο τοτέμ του τίποτα, που οι ιθαγενείς θα παραδώσουν το επόμενο ξημέρωμα στο θεό της βροχής. Θα τον παρακαλέσουν να φύγει ο ξένος που κάθε βράδυ τους κρύβει τον ουρανό με τα λάθη του. Που διώχνει τον Μορφέα από κοντά τους με τις φωτιές που καίνε γύρω από το κάστρο των στιγμών.
Αυτή η παράστασή σιωπής δεν θα τελειώσει. Θα καίγεσαι σαν δαδί και θα ξαναγίνεσαι φλόγα. Θα συνεχίζει να ψηλώνει το κάστρο και εσύ θα χορεύεις με τη σιωπή. Καμιά βροχή δεν θα σβήσει τα λάθη. Καμιά συννεφιά δεν θα καλύψει την γύμνια. Κάθε νύχτα, θα στέκεις και θα μιλάς στη σιωπή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου