Πέρασε πολύς καιρός που δεν έγραψα τίποτα. Αδιάφορες μέρες και άγριες νύχτες. Βλέμματα πίσω από παντζούρια σε ένα ακόμη χάραμα. Όλοι κοιμούνται και εγώ περιμένω.Ούτε εγώ ξέρω τι. Απλά περιμένω. Ένοιωθα το μυαλό μου άδειο. Κενό, σαν ένα καφέ κουτί σφραγισμένο με ταινία, που περιέχει αέρα και σκόνη. Δεν καταλάβαινα τον εγκλωβισμό.Τα όρια του ήταν δυσδιάκριτα. Απλά περίμενα, αναπνέοντας σαν λύκος, έξω από σφαγείο. Δεν καταλάβαινα πως η νόσος που με είχε προσβάλει, θα με σκότωνε και ας νόμιζα πως είμαι ζωντανός. Νοσούσα και εγώ έκανα πως δεν το έβλεπα.
Η κατάθλιψη είχε στήσει το δικό της χορό γύρω μου.
Ένα γκρι, σκοτεινό,ψυχρό κελί που δεν το βλέπεις. Αντιλαμβάνεσαι μονάχα τα φυσικά του όρια, που κάθε μέρα στενεύουν και φτάνουν ως τον ζωτικό σου χώρο. Κάποιοι λένε πως ότι δεν φαίνεται, είναι ανίκητο. Η απάντηση σε αυτή την σκέψη για μένα, είναι κλείσε τα μάτια και θα εντοπίσεις αμέσως το σχήμα και το μέγεθος του κακού.
Μιας κατάστασης που πηγάζει από μια κοινωνία που εθίστηκε στον κανιβαλισμό και την τερατοποίηση. Που λατρεύει το φτηνό και αποθεώνει το τίποτα. Που τρέφεται από την λάσπη και το αίμα. Σαν τις φτηνές κουρτίνες των πορνείων της εφηβείας , εκεί που κατάθεσες την φρεσκάδα σου σε ένα κομμάτι κρέας.
Έτσι ήρθαν τα χρόνια της κατάθλιψης. Κάλυψαν σαν δεύτερος ουρανός την πόλη και έπνιξαν τον αεροθύλακα κάθε πνεύμονα που τολμούσε να περπατήσει στα σοκάκια. Μάσκες παντού. Μάσκες που κρατούσαν τσάντες. Μάσκες που κατάφεραν με επιτυχία φοβερά επαγγελματικά project. Μάσκες που παντρεύτηκαν διαιωνίζοντας την δυστυχία.
Ο καρπός του κακού είχε πια ποτίσει το παρτέρι του κόσμου. Βλάσταινε και μεγάλωνε πολλαπλασιαζόμενος σαν κατάρα από μάγισσα.
Δυο παράλληλα σύμπαντα τρέχουν λοιπόν παντού δίπλα μας . Ένα λειτουργικό και ρεαλιστικό και ένα κενοφανές και
διεισδυτικό. Στο ένα ζείς, στο άλλο ψυχορραγείς. Μοιράζεσαι. Προσπαθείς να κρατηθείς από τοίχους που το αποτύπωμα σου αφήνει λάσπη. Αντέχεις τις μέρες μα φοβάσαι τις νύχτες. Σκίζεις την ψυχή σου και περιμένεις.
Κι ύστερα, ήρθαν οι ώρες που κάθε τι γύρω σου, φάνταζε σαν ένα φτηνό μπουρδέλο. Η ώρα που δεν είχες τίποτα να χάσεις πλησίαζε όπως το τραίνο στο τούνελ. Η ώρα της αντίστασης είχε φτάσει .
Δώσε μου το χέρι σου μωρό μου. Γάμα τις ταμπέλες και πάμε να ζήσουμε κάπου ζωντανοί , πάμε και ας είναι και στο διάολο. Έτσι ζωντανοί που θα είμαστε , δεν θα τολμήσει να μας αγγίξει ούτε αυτός.
Ας είμαστε εμείς οι εραστές στα χρόνια της κατάθλιψης.
Οι φωτιές της τρυφερότητας σε ένα τοπίο καμμένο από θλίψη. Πάμε μωρό μου. Ο καιρός μας ξεκινά.
Ας είμαστε εμείς οι εραστές στα χρόνια της κατάθλιψης.!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή