Αποφάσισε πως θα έπρεπε να την δει άλλη μια φορά. Πλησίασε τόσο κοντά που σχεδόν την αισθάνθηκε. Λες και όλα τα κύτταρα του , καταλάβαιναν πως σχεδόν την ακουμπούσε. Μια αίσθηση ζωής τον αναστάτωσε..Τα βλέφαρα του δεν ξανάκλεισαν, σε απόλυτο συντονισμό με την αναπνοή του. Πέρασε ανύποπτα ο χρόνος με τη μορφή μιας νεράιδας και τον ακούμπησε απαλά στον ώμο. Οι δείκτες του ρολογιού, έδειξαν περασμένη μοναξιά. Το πρώτο χτύπημα στα λίγα λεπτά που του απέμεναν, ήταν ήδη γεγονός. Περίμενε στην γωνιά των δευτερολέπτων κ αφού την άγγιξε στα βλέφαρα με τη σκιά του, χάθηκε στο χρόνο, λουσμένος από σιωπή...
Με ελαφριά βήματα, πέρασε δίπλα από το τραπέζι και κατέβηκε την απότομη σκάλα. Στάθηκε για λίγο έξω από την πόρτα με γυρισμένη την πλάτη. Η εξώπορτα σαν άλλη μπουκαπόρτα από υποβρύχιο, σφάλιζε πίσω του τον κανονικό κόσμο, από τον δικό του. Απομακρύνθηκε με πρόσωπο συνοφρυωμένο. Δεν ένιωθε την αναπνοή του. Είχε πια χάσει το προνόμιο της συνδιαλλαγής με κάτι έξω από τον δικό του κόσμο. Τα δέντρα είχαν εξαφανιστεί. Οι μυρωδιές, είχαν εξατμιστεί στον απορροφητήρα της πρωινής αύρας. Ακόμη και το βουνό που συνήθιζε να χαζεύει από το μπαλκόνι της, είχε παραδοθεί στο κενό. Ένα βαθύ κενό σαν την άβυσσο.
Περπάτησε μέχρι που σχεδόν ξημέρωσε. Όλα του φαινόταν τόσο επίπεδα. Διένυε αποστάσεις χωρίς να καταλαβαίνει με τι ρυθμό απομακρυνόταν. Απλά ακολούθησε τον δρόμο, με τις σκέψεις του, να τον ακολουθούν σαν πεινασμένα σκυλιά. Προσπαθούσε να τις αγνοήσει και εκείνες φώναζαν και έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Το μόνο καλό ήταν , πως οι φόβοι του έμειναν πάνω σε κάποια χαλίκια αριστερά του χωματόδρομου, που οδηγεί στον ασφάλτινο δρόμο, δίπλα στους πράσινους κάδους. Σαν να μην χρειάζεται να προσπαθείς για κάτι αφού τα φώτα πίσω από το μικρό ύψωμα, είχαν σβήσει.
Αγάπη είναι να αγοράζεις δύο εισιτήρια για μια συναυλία, ξέροντας πως το όχι θα βροντήξει. Αγάπη είναι να αγνοείς την λογική, όπως η ζέβρα, το λιοντάρι. Είχε ακόμη στην πίσω τσέπη του παντελονιού, τον φάκελο με την απόδειξη από το ταμείο. Πλησίασε έξω από ένα εμπορικό κέντρο και είδε τον εαυτό του στις μεγάλες οθόνες με την ένδειξη αγνοούμενος. Έστεκε και απλά κοιτούσε να τον ψάχνουν. Σε ποιον κόσμο άραγε; Στον δικό του ή στον άλλο; Τον κανονικό. Χάθηκε από τα μάτια των περαστικών που απορούσαν με το θέαμα. Ένα στενό πιο κάτω βρήκε ένα καθρέφτη. Κοίταξε κατάματα μια σκιά. Χωρίς σώμα, χωρίς χαρακτηριστικά.
Το περπάτημα δεν σταμάτησε ποτέ. Έψαχνε να βρει την αναπνοή του. Πότε με σάρκα την μέρα και πότε σαν άυλη οντότητα τα βράδια. Συνεχόμενη κίνηση σε ένα ρινγκ από οριοθετημένες σκέψεις. Σαν σαΐτα ριγμένη από το διάστημα. Έτσι κινούταν ο άνθρωπος χωρίς σκιά, που ζητούσε εκείνη..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου