Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Μονόλογος

        



 
         Απόστρεψον το πρόσωπον  σου, από με. Κοίτα με ξανά στα μάτια. "Γιατί;", "φεύγω", "δεν", ψιθύρισες. "Για που το έβαλες;" σε ρώτησα και η έξοδος σου, σήκωσε χιόνι. Έμεινα εδώ να κοιτώ, την χιονοστιβάδα να χάσκει πάνω από το κενό. "Έφυγες;" φώναξα. "Έφυγες.." ψιθύρισα.. Στιγμιαίες εκρήξεις, έλαμπαν μέσα στα μάτια σου, σαν ένιωθα την σκιά σου πίσω μου. "Μίλα μου". "Τι να σου πω;". Αυτό-ψυχανάλυση χωρίς καναπέ. "Ακριβώς αυτό το κενό". "Συνήθισα τον μονόλογο". "Και;" "Με μπερδεύει ο διάλογος", αποκρίθηκες. "Αυτό το τανγκό των δύο, είναι μια απάτη αν δεν ξέρουν και οι δυο τα βήματα". "Δυο φωνές κρύβεις μέσα σου". "Κατάλαβες;", "Όχι", ψιθύρισα.
        "Χμ....". Σαν μπουκωμένη εξάτμιση ακούστηκες. "Δεν υπάρχει σωτηρία. Πως αντιμετωπίζεις τον παραλογισμό χωρίς αλκοόλ; Δεν γίνεται.. Πως να μην φωνάξεις, όταν όλα μέσα σου σε πνίγουν; Ένας ορός, που μεταγγίζει το δηλητήριο του τίποτα.. Σαν να είσαι δεμένος χειροπόδαρα και προσπαθείς με μόνο όπλο τη φωνή σου, να λύσεις όσα σε φιμώνουν ".."Τι;" "Τι σημασία έχει να μείνω εδώ;" και έκλεισες σαν μέγγενη με τα δύο σου χέρια, το σαγόνι. "Είμαστε χαμένοι από χέρι". "Θα προσπαθήσω λοιπόν να μην φωνάζω. Έτσι και αλλιώς δεν θα ακουστώ. Σαν κρότος, σαν έκρηξη μέσα σε βαρέλι".
          Ότι με πονάει, είναι ένα μεγαλοπρεπές ηφαίστειο, που με καίει υπόγεια.  Κυλάει και κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα. Απλά κυλάει και πολλαπλασιάζει τη στάχτη. Κάπως έτσι περιμένω και τις γιορτές. Πλαστικά, γυάλινα Χριστούγεννα. Εύπλαστα, ψεύτικα. Σαν τον Άγιο Βασίλη που κόλλησε σε κάποια καμινάδα και δεν τον ξαναείδε, ποτέ κανείς. Ένα κόκκινο ψέμα, ντυμένο με λαμπάκια. Ο μονόλογος, χύθηκε πάνω μου, σαν μαλλί της Γριάς, αναμεμιγμένο με νερό. "Οι δυσκολίες σου αρέσουν;" ρώτησα. "Όχι" ψέλλισες. "Τότε;". "Οι ράγες, δεν στρώθηκαν ποτέ μέχρι τον δικό μου σταθμό". Η ζωή είναι ένα καλαμπούρι και όλα τα άλλα, είναι απλά προπαγάνδα. Ακόμη θυμάμαι όταν διάβασα, εκείνη την σελίδα.
         Το σκοτάδι, διακόπτεται από τα λαμπάκια πάνω στο πράσινο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ανοίγω τα μάτια και κοιτώ, στον παγωμένο δρόμο.  "Βγήκες μόνος σου, αντίθετα φίλε.." ψιθύρισες.
Μια βρύση, άνοιξε κάπου σε κάποιο μακρινό μπαλκόνι. Ένας στεγνός τόπος, που τρέμει τη δροσιά, σκέφτηκα. Στολίστηκες με δάφνες και μου διηγήθηκες μια ιστορία. Μία από αυτές, που ποτέ δεν καταλάβαινα τίποτα. Με τζόγο, μπάλα και αιδοία. "Καλοτάξιδος φίλε..", γέλασες, μέσα από το τσιγάρο σου. Αντικρυστά ο Τιτανικός, σε δένει με όλα όσα, θέλεις να αποφύγεις. "Αυτό-παγίδευση" ψιθύρισες. Σταμάτησες να μιλάς. Σε κοίταξα και δεν σε ρώτησα. Ο μονόλογος, σου ταίριαζε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου