Κάθε φορά που βρέχει, νιώθω πως ανασταίνομαι. Υπερχειλίζει ο βούρκος μέσα μου και γεμίζω από ζωή. Ζηλεύω τα σοκάκια και τους υπονόμους. Νιώθω την υγρασία της σιωπής να με ξανακαλεί και εγώ αφήνομαι, στην στοργή της. Βράζει το αίμα μου από ουσίες και αλκοόλ και παράγεται ένα περίεργο κοκτέιλ. Κάτι μεταξύ τρέλας και αδυσώπητου νέκταρ από διάφανη ιερά κολυμπήθρα. Μόνο το τσιγάρο το κάνει πιο γκρι, για να μοιάζει με τα χρώματα της πόλης σας. Μιας πόλης που φτιάχτηκε για να κρύψει την γύμνια. Όχι για να στεγάσει, όχι για να προστατεύσει, αλλά για να κρύψει όλα σας τα φροϋδικά μυστικά. Μια κυψέλη που αντί για μέλισσες, έχει δαιμονισμένα μυστικά και πόθους, που λόγω εγκλεισμού, έχουν αρχίσει να τσιμπούν το ένα το άλλο και παράγουν τερατογέννηση.
Κοίτα γύρω σου.. Μπερδεμένα πρόσωπα, γεμάτα οργή και θλίψη. Περιφέρονται έτοιμα να συμμετάσχουν, στην γιορτή της θλίψης που στήθηκε παντού. Ξυρισμένοι νέοι, μισούν όσους έχουν μαλλιά. Παιδιά με μακριά μαλλιά, μισούν τους πάντες. Ένα κράτος βουκολικό με παιδιά με απωθημένα, που φορούν στολές. Όλοι είναι ίδιοι μεταξύ τους. Όλοι λατρεύουν να μισούν, ότι τυχαία δεν είναι. Μουσικοί που σώπασαν να παίζουν και μιλούν περισπούδαστα. Παιδιά που καιρό έπαιζαν μεταξύ τους, πόλεμο με τους μπάτσους πίσω από τις πισίνες τους, βγήκαν στον δρόμο και αυτό το παιχνίδι, το ονομάσαμε τρομοκρατία και μετατραπήκαμε όλοι σε Πόντιους Πιλάτους. Πολιτικοί που φέρονται , σαν παιδιά του σωλήνα και παίζουν το νύχτωσε στο Παλέρμο.
Σταμάτησε η βροχή. Βγήκε ο ήλιος και εγώ παραμένω βρεγμένος. Βλέπω παιδιά να κολυμπούν σαν ψάρια και ξοπίσω τους γονείς, να τα κυνηγούν με μια τεράστια απόχη, να τα κλείσουν σε υγρά φέρετρα. Σε πλοία σαν το Σάμινα. Σαν το Costa Concordia. Που στέλνουν παλλόμενα σήματα πανικού μέσα στον ωκεανό, μα κανείς δεν ακούει τίποτα. Η μουσική είναι πολύ δυνατά και κανείς δεν ακούει τίποτα. Το κοκτέιλ φουσκώνει μέσα μου. Η καρδιά μου, πνίγεται κάθε φορά που ξεχνάω ανοιχτά τα μάτια μου. Μια κοπέλα προχθές μου είπε πως γράφω ανοησίες. Την άκουσα, μάλλον από την τηλεόραση. Ίσως η αλήθεια να κρύβεται, πνιγμένη κάπου εκεί στη μέση. Ίσως να ξέχασα ανοιχτά τα μάτια μου και να πνίγηκα, από την συνεχή τηλεθέαση. Ίσως να βάλτωσα και από τα πολλά like, που έγιναν ένας τρόπος να βαράς παλαμάκια, με κομμένες παλάμες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου