Έξω έχει ένα ήλιο που με καίει. Κουβαλάω τα μάτια μου δεξιά και αριστερά μα εκείνο το θαμπό πλάνο, απλά δεν απομακρύνεται ποτέ. Τα ανοιγοκλείνω, για να τους προσφέρω λίγη υγρασία. Κάτι πρέπει να έχει εισχωρήσει μέσα τους και με κάνει να αποφεύγω το φως.
Μαύρα γυαλιά. Ένα διαχωριστικό μεταξύ του κόσμου και όσων λαμβάνω σαν οπτική πληροφορία. Παρεμβαίνουν και με κρύβουν. Χωρίς αυτά, ο ήλιος εισχωρεί και φανερώνει τις σκοτεινές γωνιές που κρύβω μέσα μου. Γυμνός, παραδομένος σε αλλόκοτες σκέψεις που άλλοι τις βρίσκουν γοητευτικά σκοτεινές και άλλοι, βγαλμένες από παραμύθια χωρίς ήρωες.
Ώρες, ώρες αισθάνομαι σαν τον Προκρούστη σε ασκητικούς αγώνες. Όλο και πιο μακριά, όλο και πιο δυνατά, να δω μέχρι που μπορεί να αντέξει η ψυχή μου χωρίς το φως. Καρατόμηση των άκρων, με λέξεις που σε κονταίνουν συνεχώς. Σκέψεις που δυσκολεύεσαι να μοιραστείς. Σαν μια γιορτή της μοναξιάς, χωρίς καλεσμένους.
Ο ήλιος είναι πια ψηλά. Το σκιάχτρο στο χωράφι γελά στα κοράκια που περιφέρονται γύρω του. Όσο και αν του αφαιρέσουν τα κακοραμμένα του ρούχα, δεν τον απασχολεί. Τίποτε δεν είναι δικό του. Ούτε καν το αχυρένιο του σώμα. Ένα μόνο τον πονά. Που είναι καρφωμένο εκεί και δεν μπορεί να ακολουθήσει τις τάσεις της φυγής του.
Μα θα έρθει ένα μεσημέρι που τα βήματα θα τρομάξουν τα κοράκια. Δεν θα έχει μείνει τίποτε από το σκιάχτρο. Μόνο άχυρα, πάνω στο χώμα. Θα φορέσω τα μαύρα γυαλιά και θα χαθώ μέχρι την εσχατιά της σιωπής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου