Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Η ιστορία της Κοραλλένιας - Δεύτερο μέρος

  





 

        Κάθε απόγευμα που γυρίζω από τη δουλειά, ξεντύνομαι εσωτερικά. Στην επιστροφή αφαιρώ τη μάσκα, μαζί με την στολή μου. Ανασαίνω βαθιά, άλλες φορές από ανακούφιση και άλλες με πανικό, επειδή διαπιστώνω ότι πάσχω από ιδρυματισμό. Έχω εθιστεί στην διαφαινόμενη επαγγελματική καταξίωση και δίνω για 10 ώρες, το 100% της όποιας πνευματικής  διαύγειας που μου έχει απομείνει.  Είναι κάπως αλλόκοτο, μα προσπαθώ να με διακρίνω στο τζάμι του λεωφορείου, στο δρόμο της επιστροφής. Πότε βλέπω έναν κουρασμένο στρατιώτη καθισμένο στα χαρακώματα και πότε ένα αιμοδιψή βομβιστή σε μια πολυσύχναστη στάση των μέσων μεταφοράς.  Μπερδεύομαι για το πότε φοράω την μάσκα.
      Η σκέψη σου είναι ότι πιο ανθρώπινο μου έχει απομείνει.Μοιάζω με ένα ανθρωποειδές με καρδιά. Δυνατό κορμί με αδύναμη ψυχή. Ναι, αισθάνομαι κουρασμένος. Μια στολή με βαριά θωράκιση με καταβάλλει. Οι μαύροι κύκλοι στα μάτια μου, μαρτυρούν πως φυσώ σαν καπνό τσιγάρου ότι τρυφερό μου έχει απομείνει.  Παλιά ήθελα να τρέξω να σε βρω στο σπίτι κ να μην ξημερώσει ποτέ. Τώρα ανυπομονώ να μην νυχτώσει ποτέ, να μην γυρίσω και λείπεις. Έβαλα μια πολυθρόνα στη μέση του σαλονιού για να βλέπω σε όλα τα παράθυρα. Ήμουν σίγουρος πως θα γυρίσεις. Σαν άλλο πουλί, θα μετανάστευες μακριά και όταν καταλάβαινες τι άφησες, θα έβρισκες το δρόμο για την επιστροφή. Χιλιάδες πουλιά πετούν ψηλά μα ήμουν σίγουρος πως θα σε αναγνώριζα καθισμένος στην πολυθρόνα. Θα σε εντόπιζα και αφού θα άνοιγα το παράθυρο θα χανόμασταν μακριά πίσω από τα σύννεφα, πέρα από τον ήλιο. Μα δεν γύρισες ποτέ. Ίσως  και να προσπάθησες να γυρίσεις και έχασες το δρόμο. Ίσως και να μην υπήρξες ποτέ.
        Πριν πολλά χρόνια, κάνοντας μια βραδινή βόλτα με το αυτοκίνητο σε μια κοντινή παραλία, με μάγεψε ένα παράξενο φως ανάμεσα σε δύο βράχους. Κατέβηκα και πλησίασα το νερό. Κάτι φώτιζε όχι πολύ μακριά. Προσπάθησα να διακρίνω τι μπορεί να ήταν αυτό. Έδειχνε να κινείται σε μια θάλασσα λάδι, αφήνοντας πίσω του μικρές λευκές γραμμές.  Το φεγγάρι φωταγωγούσε το σκοτεινό αυτό μέρος. Ο ήχος των διερχόμενων αυτοκινήτων από τον δρόμο πίσω μου, κατάφερνε να αποσπάσει  κάπου - κάπου την προσοχή μου. Έσκυψα, με τα γόνατα μου να ακουμπούν στην άμμο. Νομίζω πως έρχεται προς το μέρος μου.
       Μια φιγούρα αρχίζει να ξεπροβάλλει από το νερό. Μια νεράιδα, με λευκή επιδερμίδα έδιωχνε από πάνω της κάθε στάλα νερού, με έναν μαγεμένο μαγνητισμό. Χαμογελούσες. Τώρα πια ξέρω πως χαμογελούσαν οι Άγγελοι. Ένα γυναικείο κορμί, μνημείο λατρείας έλαμπε κάτω από το φεγγάρι. Στα μάτια σου είχες εκείνο το κοραλλένιο φως των βυθών. Μια μίξη λευκού και γαλάζιου. Φωτεινός θόλος σε σκοτεινό ωκεανό. Μυθική θεότητα του νερού  ήσουν μάλλον.    
        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου