Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Η ιστορία της Κοραλλένιας - Τέταρτο μέρος

  



   Στέκομαι πάνω στην άμμο με γυμνά πόδια. Ο ουρανός είναι γεμάτος αστέρια, μα το φεγγάρι έχει ξεχαστεί κάπου αλλού. Η άμμος είναι σκοτεινή και δέχεται τα ελαφρά κύματα της θάλασσας. Εσύ, στέκεσαι εκεί απέναντι μου. Με μικρά βήματα, ξεκινάς να με πλησιάζεις. Δεν έχει ακουστεί η παραμικρή λέξη, μα οι χτύποι της καρδιάς μοιράζουν μυστικά. Οι σκέψεις μου, είναι λες και έχουν ακινητοποιηθεί σαν ένα λευκό καράβι με μοβ πανιά, που έχει εξοκείλει στα ανοιχτά. 
   Βήμα, βήμα παραβιάζεις όλο και πιο πολύ τον ζωτικό μου χώρο. Κάθε εκατοστό που καλύπτεις, η ανάσα μου βγαίνει όλο και πιο βαριά. Τα μάτια δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από αυτή την μυστηριώδη ένωση. Σε κοιτώ... Πράσινα ποτάμια με πλημμυρίζουν. Από πότε οι νεράιδες έχουν πράσινα μάτια; Δεν έχω ξαναδεί από κοντά. Άρα υπάρχουν..Είσαι η απόδειξη πως υπάρχουν. Εκατοστά, χωρίζουν δύο χείλια που δεν συναντήθηκαν ποτέ. Που σίγουρα δημιουργήθηκαν, για να ταιριάξουν μαζί. Ένιωθα την ανάσα σου, να με κερνά δροσιά και γλυκό μεθύσι.
    Το φόρεμα σου στο χρώμα του πάγου, ήταν βρεγμένο. Μακρύ.. Έκρυβε όλο σου το κορμί. Η σιλουέτα σου διαγραφόταν από μέσα, σαν ποίημα το ξημέρωμα. Οι ώμοι σου γυμνοί, εκτεθειμένοι, εξέπεμπαν αυτό το χλωμό λευκό χρώμα της επιδερμίδας σου. Κόκκινα μαλλιά άγγιζαν το πίσω μέρος της πλάτης σου. Με κοιτάς μέσα στα μάτια και όλα ξύπνησαν ξαφνικά, σαν να έσκασαν εκατομμύρια πυρηνικές βόμβες μέσα μου. Ένα σου βήμα προς τα πίσω, έκανε  όλα μου τα συναισθήματα να αντιδράσουν. Μα τα μάτια σου συνέχισαν να με κοιτούν. Σε αντίστροφη πορεία, άρχισες να απομακρύνεσαι. Με αργά βήματα, το νερό άρχισε να σε καλύπτει.
    Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε αργά. Η μοβ πολυθρόνα στον τόνο της λεβάντας, με τα ξύλινα μπράτσα έστεκε στη μέση του σαλονιού και με περίμενε, φθαρμένη από τον χρόνο κ τις στιγμές, που πέρασαν από πάνω της. Λιγοστά έπιπλα. Ο μπεζ τοίχος, αντανακλούσε το εξωτερικό φως.  Πέντε στραβές κορνίζες έστεκαν πάνω σε μικρά καρφιά. Ένα μεγάλο ανοιχτό ξύλινο παράθυρο με περβάζι, έφερνε μέσα φθινοπωρινό αγέρα και φύλλα σε βαθύ κίτρινο χρώμα. Αριστερά ένα παλιό έπιπλο γραφείου. Σκονισμένο, αφημένο στη γωνία, μόνο του και αυτό,χωρίς τη συντροφιά της καρέκλας.  
    Όλα όσα με ταλαιπώρησαν όλο αυτό το δύσκολο φθινόπωρο, δεν υπάρχουν πουθενά εδώ μέσα. Πουθενά. Το τασάκι άδειασε κ από γυάλινος συλλέκτης των τελευταίων σου στιγμών εδώ, μετατράπηκε σε ένα απλό διακοσμητικό αντικείμενο.  Όλα γειώθηκαν με ένα φρενήρη ρυθμό. Το φθινόπωρο είχε τελειώσει μέσα μου. Το μόνο που με απασχολούσε πια είναι να τρέξω σε εκείνη την παραλία. Να σε ακολουθήσω στην αιωνιότητα και να ξαναζήσω τις στιγμές που τα μάτια σου όριζαν τα πάντα. Να απαρνηθώ όλα όσα με κρατούν σε αυτή την ανθρώπινη υπόσταση κ να χαθώ μαζί σου στο νερό. Πρέπει να τρέξω. Πρέπει να σε βρω..
  
       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου