Τοπική ώρα 01:11. Βράδυ φθινοπώρου. Κάπου στην στεριά. Υπολειπόμενος Χρόνος: Μία ώρα και έντεκα λεπτά, μέχρι τις 02:22 που τελειώνει αυτός ο πολιτισμός, όπως τον ξέραμε μέχρι τώρα. Δεν υπάρχει ηλεκτρικός τόνος. Μόνο σκοτάδι και κάπου κάπου, ψιχάλες από μια βροχή που περισσότερο την μυρίζεις, παρά που σε βρέχει. Φοράω ιδρωμένα εσώρουχα, μια πράσινη στολή και από πάνω ένα αλεξίσφαιρο για την Αγάπη, που είναι τρύπιο από σφαίρες. Κάθομαι στο κρύο πεζοδρόμιο και ακουμπώ με την πλάτη, σε μια πινακίδα που γράφει STOP. Πίσω μου, υπάρχει ένας πρώην φωτεινός σηματοδότης, με ξηλωμένες λάμπες. Το όπλο μου έχει μόνο μία σφαίρα. Παντού σκοτάδι και κάποιες μπάλες από άχυρα. Πόσα χρόνια είχα να δω άραγε από κοντά άχυρα; Η μία αρβύλα μου έχει πιτσιλιές από αίμα και λάσπη. Ξεραμένα και τα δύο, να ενώνονται τα μόρια τους. Η άλλη αρβύλα, ήταν άθικτη σαν το πόδι ενός ακρωτηριασμένου δρομέα ταχύτητας. Μπετόν. Υγρό μπετόν. Σωριασμένο υγρό μπετόν. Πόλεις έρημες από ζωντανούς. Κάθομαι εκεί που κάποτε υπήρχε ένα πολυσύχναστο πάρκο γεμάτο από ζωντανούς ανθρώπους και σκιουράκια. Και τι δεν θα έδινα για ένα ποτό σε ένα ζεστό μπαρ. Το όπλο μου είναι λασπωμένο και αυτό. Κράτησα μια σφαίρα. Όχι στην θαλάμη. Μια στην γεμιστήρα μόνο. Σαν υπολανθάνων έρωτας. Σαν κρυφός πυρετός. Σαν υπόγειο εργοστάσιο καρδιακών χτύπων. Φαντάσου να απομείνεις ο τελευταίος επιζών σε έναν κόσμο που μετράει αντίστροφα. Κοιτάς δεξιά, αριστερά και αναρωτιέσαι αν αυτό είναι το τέλος. Σκοτάδι. Φαντάσου έναν ασύρματο με γεμάτες μπαταρίες και κανέναν στην συχνότητα. Ένα κενό και που και που παράσιτα, από τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας, που ένα, ένα βγαίνουν εκτός δικτύου. Δεν δοκίμασα απόψε. Δεν προσπάθησα να δω αν μου απαντήσεις κανείς.
Τοπική ώρα 01:30. Σαν ταινία με σενάριο που δεν υπάρχει κανείς να το υποδυθεί. Κουκούλια πιασμένα από τσιγκέλια έξω από κάθε μισό-χαλασμένο σπίτι. Σε κάθε κουκούλι αγκαλιασμένες ψυχές που έφυγαν για άλλες διαστάσεις μαζί. Ρομαντισμός μέσα στα σκατά. Μικρά φωτάκια από μικροσκοπικούς φακούς, που τους τελείωσαν οι μπαταρίες. Μαύρα κουκούλια. Σαν τον οργασμό της κάμπιας, που δεν έγινε ποτέ πεταλούδα και σάπισε μέσα στο κουκούλι της, με ένα όνειρο. Να πετάξει στον σκοτεινό ουρανό. Ένα όνειρο που το έμαθε μονάχα η αδερφή ψυχή της. Είτε ήταν αδερφός, σύντροφός, σύζυγός, γιός ή εραστής. Που δεν πρόλαβε να το φανερώσει. Αγκάλιασε σφιχτά το κουφάρι που κρατούσε αγκαλιά και έκλεισε τα μάτια. Άφησε τον χρόνο να παίξει τον δικό του ρόλο. Είχε σκοτάδι μέσα στο κουκούλι. Ζέστη και ένταση. Σαν την Αγάπη. Ο αποδεκατισμός όσων νιώθουν, είχε ξεκινήσει. Ορδές από σ'αγαπώ άρχισαν να μαντρώνονται μέσα στα κουκούλια και τα τσιγκέλια πλήθαιναν. Στην αρχή ένας παλμός και μετά σιγή. Σαν την αναπνοή που δεν σταματά, αν δεν ακούσει μια καρδιά να χτυπάει μέσα σε ένα στήθος. Σαν ένα καρδιοχτύπι από μια αμαξοστοιχία που έκαψε την μηχανή της, στο τέρμα της διαδρομής. Ένα, ένα τα ζευγάρια των ψυχών άρχισε να κλείνεται στο κουκούλι του. Στο μεταξένιο μαύρο κουκούλι του. Σηκώθηκα και κράτησα το όπλο μου, με το αριστερό μου χέρι. Στερέωσα την διόπτρα. Σκέφτηκα να οπλίσω. Όχι. Δεν υπήρχε λόγος. Άφησα την τελευταία σφαίρα στην θέση της. Σαν δράκος που βρυχάται πάνω από το κρεβάτι της κοιμισμένης του πριγκίπισσας. Σαν τσακάλι. Περπάτησα προς μια παιδική χαρά με χαλίκια.
Τοπική ώρα 01:55. Έσκαψα μια τρύπα, δίπλα από μια σπασμένη κόκκινη κούνια. Αισθανόμουν ήδη ένα ελαφρό τρέμουλο, στο αριστερό χέρι. Ξάπλωσα μπρούμητα. Πήρα θέση άμυνας. Η επίθεση δεν είχε πια καμία σημασία. Στερέωσα τα ξύλα μπροστά μου. Ακούμπησα το όπλο σε τέτοια θέση, ώστε να μην χρειάζεται να το κρατώ πια. Άναψα τσιγάρο. Φύσηξα ευθεία μπροστά τον καπνό. Η διόπτρα μου θόλωσε. Άνοιξα τους ιμάντες από το αλεξίσφαιρο μου. Ένιωσα τα πλευρά μου να βρίσκουν υγρό οξυγόνο. Άραγε τι κάνω; Έστησα ενέδρα σε έναν κόσμο που σε λίγο τελειώνει. Έβγαλα το αλεξίσφαιρο. Ακούμπησα δίπλα μου στα αριστερά το μαχαίρι. Αν και δεξιόχειρας, όλα προς τα αριστερά τα κάνω. Η καρδιά μου χτυπούσε αργά, σαν βαλσαμωμένο γεράκι που περιμένει το τέλος, σε ένα κουτί, στην κατάψυξη της ανθρώπινης ιστορίας. Άγγιξα το κουμπί του ασυρμάτου που είχα στερεωμένο δεξιά, στην χακί φυσιγγιοθήκη μου. Χάιδεψα το κουμπί. Το πίεσα τρείς φορές απαλά. Ο δείκτης μου το κράτησε πατημένο.
-Μήνυμα προς τυχόν επιζώντες. Θέση 22. Απομένουν 27 λεπτά. Αν ακούει κανείς, να οχυρωθεί. Ακολουθήστε τις γνωστές οδηγίες. Αν δεν μπορούν να σας δουν, δεν μπορούν και να σας ρίξουν. Το χρωστάμε στον νόμο της Αγάπης. Φροντίστε να κλείσετε τα μάτια με το που εμφανιστεί εκείνο το μεγάλο φωτεινό και άγριο μανιτάρι της καταστροφής. Οι θέσεις στα κουκούλια έχουν τελειώσει εδώ και καιρό. Αν ακούει κανείς, είστε οι τελευταίοι επιζώντες μιας εποχής που πεθαίνει. 25 τελευταία λεπτά. Πέρασαν μήνες και μέρες και γνωρίζω πως υπήρξατε εκεί έξω σαν μοναχικά τσακάλια. Υγροί, κουρασμένοι και νηστικοί. Μυρίζατε την Αγάπη στα κουκούλια και τα γυροφέρνατε πεινασμένοι. Είναι οι τελευταίες οδηγίες που θα σας δοθούν. Ξέρω πως μπορεί και να μιλάω μονάχα στον εαυτό μου. Μα ελπίζω. Ελπίζω στα τελευταία 21 λεπτά να μάθω πως υπάρχουν και άλλοι, που οχυρωμένοι, κοιτούν το ρολόι και αγγίζουν κρυμμένοι την σκανδάλη. Ελπίζω. Μεγάλη λέξη. 21 τελευταία λεπτά.
Τοπική ώρα 02:13. Εννιά λεπτά απομένουν. Φανταζόμουν την φωνή μου να ηχεί σε ξεχασμένους ασυρμάτους. Σαν ηχώ από μοναχικό λύκο, που ο αέρας δεν θα μεταφέρει ποτέ το μήνυμα. Σκοτάδι. Κοίταξα ψηλά στον ουρανό. Τρισεκατομμύρια αστέρια. Σαν ένας ωκεανός με κεριά. Σαν ένας πίνακας με ατελείωτα ζευγάρια μάτια. Σαν μια τούρτα σοκολάτα με 40 σβηστά κεράκια. Ξαφνικά ακούστηκε ένας παρατεταμένος ήχος από παράσιτα. Μακρόσυρτα σήματα σαν να εκπέμπει κάποιος, πέρα από τις δικές μας έξι αισθήσεις.
-Με ακούει κανείς; ακούστηκε μια φωνή αργά.
-Ναι. Ναι. Το αριστερό μου χέρι έτρεμε κανονικά. Άρπαξα τον ασύρματο και τον έφερα δεξιά, δίπλα στο μαύρο κοντάκι του βρεγμένου μου όπλου.
-Φοβήθηκα πως ήμουν μόνη. Μετά άκουσα την φωνή σου. Που είσαι;
-Κάπου στην στεριά. Εσύ;
-Και εγώ. Πόσο χρόνο έχουμε;
-Τέσσερα λεπτά.
-Ένα τσιγάρο και ενάμιση αιώνα Αγάπης δηλαδή.
-Ναι. Ναι.. έτσι ακριβώς. Πως είσαι εμφανισιακά;
-Τι σημασία έχει; Μένουν τέσσερα λεπτά και μας χωρίζουν χιλιάδες χιλιόμετρα και ένας ωκεανός. Τρία λεπτά.
-Πες μου. Κρατς...Κράου.. Τράβηξα το κλείστρο πίσω με δύναμη. Η τελευταία σφαίρα, πέρασε στην θαλάμη, ζεστή από την τριβή. Είχα ήδη οπλίσει και ο κρότος ακούστηκε μέσα στην νύχτα, σαν φλεγόμενο φορτηγό που συγκρούεται με μπάρες διοδίων. Έκλεισα το δεξί μάτι μου και ακούμπησα το αριστερό στην διόπτρα μου. Έψαξα τον σταυρό στόχευσης.
-Ένα λεπτό μωρό μου.
-02:21. Ένα λεπτό. Όπλισες;
-Ναι. Είμαι έτοιμη.
-Όταν τελειώσουν όλα θα συνεχίζεις να με αγαπάς;
-Ναι.
Τοπική ώρα 02:21 και 54 δευτερόλεπτα. Τικ..τακ..τικ..τακ.. τικ.. τακ.. Δεν ξέρω αν ήταν καρδιακοί παλμοί ή οι τελευταίες στιγμές μιας πυρηνικής έκρηξης. Κρότος. Αγέρας που τρέχει μανιασμένος και βροχή. Φως και βροχή. Επιτέλους βρέχει. Ένας τεράστιο κρότος προερχόμενος από την γη, με σήκωσε στον αγέρα, της φωτεινής νύχτας. Πετάω. Πετάω, όπως κάνω κάποια βράδια στον ύπνο μου. Εξαϋλώθηκα. Ρομαντισμός στα σκατά. Ρομαντισμός στο σκοτάδι. Η πεταλούδα, επιτέλους πέταξε ανάμεσα στα αστέρια.
-Θέλω να σε αγγίξω.
-Μα δεν με ξέρεις.
-Ξέρω όσα πρέπει.
-Πρέπει;
-Ονειρεύομαι....και στα όνειρα μου μπορώ.
-Και εγώ.
-Είσαι κάπου εκεί έξω, το ξέρω.
-Πρέπει.. Ναι πρέπει..
Πέρασαν εκατομμύρια δευτερόλεπτα. Μέτρησα το καθένα ξεχωριστά. Σαν τον ήχο του τραίνου που κυλάει πάνω στην ράγα. Σανίδες, σίδερα, χαλίκια, βίδες, χορτάρι, λουλούδια. Σήμερα κοιτούσα κάτω από τις ράγες. Πόσο όμορφα λουλούδια φυτρώνουν εκεί. Μια νίκη της ευαισθησίας, απέναντι στην καρφωμένη συνήθεια του τραίνου να πηγαινοέρχεται μέσα σε μια οριοθετημένη διαδρομή. Ακούμπησα τα χέρια μου πάνω την γέφυρα. Κόσμος περνούσε. Τα βήματα τους , αντηχούσαν πάνω στην ξύλινη επιφάνεια. Πέρασαν αρκετά τραίνα. Νομίζω 11. Έξι προς τα πάνω και πέντε προς τα κάτω. Ένα κράτησα για σένα. Ένα που θα μπούμε μαζί και θα φύγουμε προς τον ορίζοντα.
-Είσαι ερωτευμένος μαζί μου;
-Δεν ξέρω. Όσο μεγαλώνω, ξεχνώ τις λέξεις και κρατώ τις στιγμές. Νιώθω κάποιες στιγμές, πως το οξυγόνο μου αλλάζει άρωμα. Από αδιάφορα ζωτικό, μετατρέπεται σε έντονα αστρικό. Σε νιώθω γύρω μου συνεχώς. Σε ψάχνω. Σε νιώθω να περιφέρεσαι γύρω μου χαμογελώντας, λούζοντας τα πάντα στο φως. Πριν ήξερα πως υπάρχεις κάπου εκεί έξω. Τώρα ξέρω πως είσαι κάπου κοντά.
-Πρέπει;
-Είναι κάποιες φορές που περιμένω σαν άνυδρη έρημος, την βροχή σου.
-Θέλω να σε φιλήσω.
-Μην.. Θα ξυπνήσεις μια πελώρια Άνοιξη μέσα μου. Πρέπει λες μωρό μου;
-Με σκέφτεσαι μέσα στην ημέρα;
-Ναι. Όλα συμβαίνουν γύρω μου, με την παρουσία σου.
-Και εγώ..
-Το ξέρω. Το αισθάνομαι.
-Πως; μα δεν με βλέπεις..
-Το ξέρω μωρό μου. Απλά το ξέρω. Όπως όταν αλλάζει ο καιρός και απλά ξέρω πως θα βρέξει. Όπως μέσα στο πλήθος κάποιος σε κοιτά από πίσω και γυρίζεις ξαφνικά και τον κοιτάς στα μάτια.
-Είναι φυσιολογικό να συμβαίνουν αυτά στην εποχή μας;
-Ναι. Η επανάσταση της Αγάπης φωλιάζει μέσα μας. Μας καλεί και εμείς την υπηρετούμε.
-Γιατί γίνονται όλα;
-Για την Αγάπη. Για το καρδιοχτύπι. Νιώθεις που και που ταχυπαλμία;
-Ναι. Είδες; Χτυπάει για να σου δείξει πως είσαι ζωντανή.
-Θέλω να σε αγγίξω.
-Ήρθες.
-Τι ώρα θα περάσει το τραίνο;
-Μέσα είμαστε μωρό μου.
-Γιατί δεν κάνει θόρυβο;
-Γιατί δεν κάνει θόρυβο;
-Το ίδιο είπαμε. Φως. Είδες; Φως.
-Ναι φως.
-Είσαι ερωτευμένος μαζί μου;
-Κοίτα μέσα στα μάτια μου. Σκύψε και κοίτα. Τι βλέπεις;
-Εμένα. Να σε κοιτώ.
-Μοιάζουμε.
-Μοιάζουμε.
-Το ίδιο πάλι είπαμε. Ξέρεις πότε συμβαίνει αυτό;
-Όχι. Πότε;
-Όταν δυο καρδιές, μετατρέπονται σε μια ρόδα και κυλούν μακριά πάνω στις ράγες.
-Φεύγουμε;
-Μέσα είμαστε.
-Άρα φύγαμε.
-Πρέπει;
-Ήδη φύγαμε μωρό μου.
Έχω την ανάγκη να ακούσω την φωνή σου. Όχι τις λέξεις. Θέλω να ακούσω την φωνή σου. Τις λέξεις σου, τις κουβαλώ ακόμη μέσα μου, σαν περιστέρι που έφαγε όλο το δηλητηριασμένο ψωμί που του πέταξαν και αιμορραγεί πίκρα, από τα μικρά φτερά του. Δεν έλεγχα το ράμφος μου. Τσιμπούσα τις λέξεις σου με μανία. Βέβαια, δεν θυμάμαι πολλά. Δεν θέλω να θυμάμαι. Τις λέξεις σου, τις κρύβω μέσα μου. Τις τυλίγω κάτω από τα φτερά μου και έτσι ξεχνώ την ύπαρξη τους. Κάποιες βραδιές που αισθάνομαι σκληρός, σαν πέτρινος τοίχος, λέω στον εαυτό μου πως είμαι ένα άγριο καφέ γεράκι και σου επιτρέπω να εισβάλεις, στο ηχητικό μου πεδίο. Σε ξανακούω να παραληρείς. Να ξερνάς φορτισμένα φωνήεντα και πεθαμένα άρθρα, τείνοντας τον δείκτη. Ακρωτηριασμένα επίθετα και γυμνούς συνδέσμους, χωρίς συνέχεια. Πιάνω τον εαυτό μου να υποχωρεί. Αισθάνομαι σαν δύτης, κλεισμένος σε ένα κλουβί στον πάτο της θάλασσας, να παρατηρεί την επίθεση ενός κοπαδιού από λευκούς, άγριους καρχαρίες. Να χτυπούν πάνω στο κλουβί με το σώμα και τις ουρές τους. Να δαγκώνουν τα κάγκελα και να φαίνονται τα ροζ ούλα τους. Να αγκιστρώνονται τα δόντια τους και να τραντάζουν το κλουβί με μανία. Δεν θα χρησιμοποιήσω το μαχαίρι που κρύβω στο πόδι. Απλά στέκομαι όρθιος και παρακολουθώ.
Κάθομαι πάνω στην κοραλλί σεζλόνγκ. Έχω στρώσει μια θαλασσί - μπλε Benetton πετσέτα. Οι μαύρες παντόφλες μου είναι δεξιά, δίπλα στον πράσινο σάκο μου. Ένα λευκό τραπεζάκι με τέσσερις εσοχές, μία σε κάθε γωνία, αριστερά, κάτω από μια άσπρη ομπρέλα που με προφυλάσσει από έναν ήλιο, που χάθηκε ήδη, πίσω από το βουνό. Η παραλία αποτελείται από έναν μικρό κολπίσκο με άμμο, δυο λευκά, ένα μπλε, και ένα κόκκινο ποδήλατο θαλάσσης. Μπροστά και δεξιά, υπάρχει ένα δεμένο ιστιοφόρο με τα πανιά του μαζεμένα. Το δέρνουν τα κύματα και έτσι μία σηκώνει ψηλά στον ουρανό την πρύμνη και μία, την πλώρη. Ο ουρανός πέρα από τον ορίζοντα, είναι διαστρωματωμένος. Ξεκινά από θαλασσί επάνω, συνεχίζει σε όλους τους τόνους του πορτοκαλί και του κόκκινου και ακουμπά το νερό, με μια ελαφριά γαλάζιο-κίτρινη συννεφί ζώνη. Οι άνθρωποι μοιάζουν με τους γλάρους, απέναντι σε παραμορφωτικό καθρέφτη. Οι γλάροι λοιπόν, από μακριά κοιτάζοντας τους, φαίνονται μαύροι, μα από κοντά είναι φυσικά λευκοί. Έτσι και οι άνθρωποι στο αντίθετο μοτίβο. Εμφανίζονται πάντα κόντρα στον ήλιο και κρύβουν αυτό που είναι.
Η ζωή μας, είναι σαν ένα έγχορδο όργανο. Πάντα θα λείπει μια χορδή και πάντα θα προσπαθούμε να αποδώσουμε το έργο της ζωής μας, αγνοώντας τις απώλειες. Θα πρέπει να ξεχνάμε τι λείπει και να σκεφτόμαστε, που θέλουμε να πάμε. Ποια μελωδία θα συγγράψουμε, σύμφωνα με τις χορδές που έχουμε. Σίγουρα κάποια βράδια, θα παρατηρούμε εντονότερα την χορδή που λείπει. Θα προσπαθούμε να βάλουμε μια καινούργια και θα παιδευόμαστε από τον νέο ήχο. Το φαλτσάρισμα από την αγγελική απόδοση, απέχει από το πόσο δυνατά κρατά η ψυχή μας.
-Με σκέφτεσαι; ρώτησες.
-Εξαρτάται.
-Από τι; ακούστηκε η φωνή σου.
-Υπόσχεσαι να μην ξαναγυρίσεις;
-Ναι. Κατσούφιασες.
-Τότε ναι. Σίγουρα ναι.
-Δεν σου λείπουν οι λέξεις μου; Δεν σου λείπει η παρουσία μου;
-Όχι. Έχει σκοτάδι έτσι και αλλιώς κάθε βράδυ. Γιατί να μην ξημερώνει και την ημέρα;
-Αυτό ήμουν;
-Ήσουν κάτι άλλο. Όχι απαραίτητα κακό. Όχι το άλλο μου μισό. Όχι η απαραίτητη ποσότητα οξυγόνου που χρειάζονται τα χείλη μου, για να το βαφτίσουν αναπνοή.
-Να φύγω; Απάντησες, χαμηλώνοντας τη φωνή.
-Μα δεν είσαι έτσι και αλλιώς εδώ.
-Κάπου, κάπου σε σκέφτομαι.
-Προτιμώ την παραμόρφωση του ήχου, χωρίς χορδή.
-Δηλαδή δεν με νοιάζεσαι;
-Ο πνιγμός, είναι ένα ατομικό παιχνίδι μικρή μου. Όταν ένα σκάφος βυθίζεται, ο πανικός από το νερό που κατακλύζει τον πνεύμονα σου, δεν σε αφήνει να χαζέψεις τριγύρω.
-Εμένα μου λείπεις που και που. Είχα τόσα να σου πω ακόμη.
-Οι λέξεις σου είναι μια άγρια θάλασσα. Μια πλημμύρα χωρίς προειδοποίηση και εγώ έχω ανάγκη την άμμο. Να βρω κοράλλια, να φτιάξω κάστρα, να ζεσταθώ στον ήλιο.
-Δεν θα ξαναμιλήσω.
-Ξημερώνει και ξέρω πως θα χαθείς. Δεν με λυπεί πια η απουσία σου. Με θλίβει η επιλογή μου.
-Που με άφησες να φύγω;
-Που σε άφησα να έρθεις.
-Καληνύχτα.
-Καλημέρα.
Η μελωδία, ήχησε σαν άρπισμα του ήλιου. Ζέστανε την βρεγμένη άμμο. Οι γλάροι, εμφανίστηκαν και άφησα μια ανάσα ανακούφισης. Η γαλάζια θάλασσα, έδειχνε τα λίγα σημεία της, που είχαν φύκια. Ο λιγοστός αέρας, μίκρο-στροβίλιζε τα θαλάσσια ποδήλατα. Η γαλάζια σημαία πάνω από την ομπρέλα, με χαιρετούσε, σαν παλάμη που κινείται συνέχεια αντίρροπα. Τελείωσα το τσιγάρο μου και έβγαλα την μπλούζα μου. Βούτηξα, σαν να είχα έρθει από αποστολή στην έρημο. Τι όμορφη μέρα. Μια τόσο όμορφη μέρα, είχε μόλις ξεκινήσει.
Σήμερα το βράδυ, νιώθω μοναξιά. Ίσως περισσότερο από άλλες μέρες. Το τηλέφωνο που και που χτυπά, μα κάνω πως δεν το ακούω. Κόζυ μέρη, αδιάφορες φάτσες, λιγδερά τακούνια, I phone 6, προσποιητή επιτυχία. Συνήθως ξεκινάω με το να βαριέμαι. Συνεχίζω αποφεύγοντας και καταλήγω στο να αισθάνομαι μοναξιά. Δεν ξέρω τι προκαλεί την κάθε φάση, μα η κατάληξη της αλληλουχίας, είναι η ίδια. Θα μπορούσα σήμερα το βράδυ, να βρίσκομαι κάπου αλλού. Σε ένα αδιάφορο αλλού. Εκεί που οι λεπτοδείκτες του ρολογιού, θα σημάδευαν με βία την έξοδο. Δεν ξέρω αν μεγαλώνοντας γίνομαι πιο απόμακρος. Μάλλον ψάχνω μέσα μου, περισσότερο από ότι παλιά. Αναμοχλεύω, ψάχνω, σκάβω μέχρι να φτάσω στα σκατά των βαθύτερων σκέψεων μου. Η σύγχρονη κλινική ψυχολογία θα περιέγραφε αυτή μου την μέθοδο, σαν αυτό-ψυχογράφημα. Η Φροϋδική σχολή θα πρότασσε την έρευνα στην παιδική ηλικία. Ο Άντλερ, θα έσκιζε τα ιμάτια του για την προεφηβική. Ποιος χέστηκε τελικά..
Εγώ απλά θα άναβα το φως της βεράντας και θα έφερνα την καρέκλα, πιο κοντά στο τραπέζι. Επάνω, έχει ένα πλαστικοποιημένο τραπεζομάντηλο σε μια γκρίζα απόχρωση, με παραστάσεις ρολογιών, σε ευρωπαϊκά και λατινικά μοτίβα. Πάνω στο τραπέζι, υπάρχουν ένα μεταλλικό τασάκι βαμμένο στην αγγλική σημαία, ένα ποτήρι με μπύρα, ένα κόκκινο πακέτο τσιγάρα και ένας θαλασσί αναπτήρας. Το κινητό, το έκρυψα κάτω από το μαξιλάρι, του μπορντό καναπέ στο σαλόνι. Για να είμαι σίγουρος, πως δεν θα το ακούσω να χτυπάει. Η λειτουργία της σίγασης, πάντα με τρόμαζε και την απέφευγα. Μου έβγαζε κάτι από μαύρο υποβρύχιο που ταξιδεύει σιωπηλά σε μια σκοτεινή θάλασσα, χωρίς φεγγάρι και ψάχνει τον ανυποψίαστο στόχο του. Μόλις τον βρει, θα εξαπολύσει μια σειρά από δονήσεις, που θα ταράξουν το ήσυχο καλοκαιρινό βράδυ. Το αυτό-ψυχογράφημα αυτό, θα το ονομάσω ημερολόγιο μιας περίεργης νύχτας.
Άναψα τσιγάρο. Έχω ενοχές, που συνεχίζω να καπνίζω, γιατί θέλω να το κόψω. Αρέσκομαι στις εξαρτήσεις. Με τρέφουν. Σκέφτομαι πάντα να το κόψω, μετά την ένατη τζούρα. Θυμάμαι τον παππού μου, να σβήνει πάντα το τσιγάρο μισό.
-Γιατί το κάνεις αυτό; τον ρωτούσα, ενώ ήξερα την απάντηση.
-Καπνίζω τόσο, όσο να αισθάνομαι πως το ελέγχω. Μου έλεγε.
Το σκέφτηκα και εγώ πολλές φορές αυτό το κόλπο. Ίσως να παίζει ρόλο και το dna. Σειρές από γενετικούς κώδικες, μπερδεύονται σε ένα αλισβερίσι γενεών. Μια πρόσμιξη από αίμα που κουβαλάει αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες, επιλέγει την κατεύθυνση που συνήθως τραβάμε. Ένα ναρκοπέδιο από μνήμες εν υπνώση, που χορεύουμε πάνω του σαν μαριονέτες, με δεμένα μάτια. Νιώθουμε ελευθερία όταν δεν ξέρουμε που πατάμε. Επίπλαστη μεν, συμπεριφοριστική δε. Όταν πατήσουμε κάποια τέτοια νάρκη και κάνουμε κάτι που φαινομενικά, δεν θα το επιλέγαμε ποτέ, βυθιζόμαστε σε ένα σκοτεινό κενό τύψεων και πλέουμε σε μια λίμνη από ερωτήματα.
-Μα πως μπόρεσα να το κάνω αυτό;
-Δεν το έβλεπα;
-Πάλι τα ίδια σκατά έκανα; Μα πάλι τα ίδια;
Το dna, γελά μαζί μας. Επιλέγει τον ορίζοντα και εμείς καμαρώνουμε για τις μηχανικές μας κινήσεις. Σαν ένα ιστιοφόρο με δεμένο τιμόνι και κατάρτι. Έχουμε ένα σουγιά στην τσέπη. Θα πάρουμε τον έλεγχο ή θα χαζεύουμε την προσάραξη;
Εμείς ορίζουμε τις επιλογές μας ή οι επιλογές μας, ορίζουν εμάς; Ένας γρίφος που γυρνά μέσα μου, σαν μικρός ανεμοστρόβιλος. Δεν έχω καμία διάθεση να δώσω έναν απαισιόδοξο τόνο στο βράδυ μου. Παρατηρώ το λεωφορείο με τον αριθμό 732, να κατεβαίνει αργά την λεωφόρο.
-Εφτά και τρία, δέκα και δύο, δώδεκα. "Μ" σκέφτηκα και χαμογέλασα. Άλλες εννιά τζούρες και θα το σβήσω.
-Τι κάνεις εκεί έξω τόση ώρα; με ρώτησες.
-Πιστεύεις στην μοίρα; αποκρίθηκα.
-Εμείς την ορίζουμε..
- Έμοιαζες με την Μέριλ Μονρόε, γαμώτο μου. Σκέφτηκα.
-Η αγάπη; Μήπως είναι μια χημική εξίσωση που απαντάται από τον οργανισμό μέσα σε λίγα χίλιο-δευτερόλεπτα;
-Πέρασε το λεωφορείο; με ρώτησες χαμογελαστή.
-"Μ".. Απάντησα.
-Θα έρθεις μέσα;
-Nαι. Θα χρειαστώ άλλες εννιά τζούρες.
-Εντάξει μωρό μου.
-Ημερολόγιο νυκτός. Είπα και γύρισα σελίδα στα κείμενα μου σκεφτικός. Ακούμπησα το στυλό, δίπλα στο τασάκι. Ένα ελαφρύ αεράκι, είχε κάνει αισθητή την παρουσία του.
-Πλοίο ή στεριά; αστειεύτηκες.
-Τι σημασία έχει; Θα εκπέμψω και αύριο, σήματα Μορς με τις λέξεις μου. Ημερολόγιο καταστρώματος, κάποιας νύχτας του Αυγούστου. Κανένα ίχνος ζωής, μα διατηρούμε ακέραια την ελπίδα.
-Θα έρθεις μέσα;
-Nαι....
Γυμνός και βρεγμένος μέχρι το κόκαλο, μέσα στην άδεια μπανιέρα. Στεγνός, κάτω από μια βρύση που με λούζει με παγωμένο νερό. Μεθυσμένος χωρίς να έχω πιει αλκοόλ τα τέσσερα τελευταία εικοσιτετράωρα. Νηφάλιος, μετά από ένα άδειο μπουκάλι ουίσκι. Βρώμικο, λασπωμένο τζιν, που μόλις βγήκε από το πλυντήριο. Πατερίτσες, σε σώμα χορευτή. Με άδεια μάτια στο σκοτάδι και κλειστά. Τα ανοίγω, μόνο όταν η πόλη ανάβει τα φώτα της. Εκεί που πολλές ιστορίες ξεκινούν να παίζονται μέσα σε λίγα ή πολλά τετραγωνικά από μπετόν. Εκεί που σάλπιγγες και ρέκβιεμ, ηχούν πίσω από παντζούρια και χαραμάδες από κουρτίνες. Σεργιάνι στο καρναβάλι της σιωπής. Ήχοι από άρβυλα σε άδεια σοκάκια. Τακούνια σφηνωμένα σε πλακάκια. Ανεμιστήρες που γυρίζουν χωρίς ρεύμα. Τσιγάρα που ανάβουν από βλέμματα. Ιδρώτας. Βαλς. Ναι, νεράιδες τα βράδια, χορεύουν βαλς. Χωρίς παρτενέρ. Φοράνε μακριά λευκά κρεμ φορέματα και κόκκινες γόβες. Κίτρινα και καφέ καπέλα. Η πούδρα περισσεύει. Με μάτια σκοτεινά και έντονο κραγιόν. Σαν άγγελοι, που γεννήθηκαν από την μίξη ανθρώπων και νυχτερίδων. Χορεύουν σε μια μουσική, που ακούνε μόνο εκείνες. Φοβούνται τα απλωμένα σχοινιά με φρεσκοπλυμένα ρούχα που μυρίζουν μαλακτικό και τις κεραίες των ανοιχτών τηλεοράσεων. Όσοι ένοικοι, καταλαβαίνουν την παρουσία τους, κρατούν την ανάσα τους. Σπασμένα τηλεκοντρόλ. Πληκτρολόγια, που τους έχουν αφαιρέσει με εγχείρηση το enter. Βαλς. Σιωπή. Τήλε-φονικοί δέκτες. Βαλς. Like. Τηλεφωνικοί θάλαμοι με ακουστικά, χωρίς καλώδιο. Βαλς. Σιωπή. Αργεί να ξημερώσει απόψε.
- Θα μου τηλεφωνήσεις απόψε; ρώτησες γεμάτα δυσπιστία.
-Φυσικά όπως πάντα στις 10. Υποκρίθηκα.
-Θέλω να σε δω.
-Χμ... Έβηξα από απογοήτευση. Θες να σκοτώσεις το γοητευτικό μυστήριο;
-Δεν με νοιάζει. Θέλω την Αγάπη. Θέλω εσένα. Θέλω και τους δυο σας. Απόψε έχω ανάγκη να σε δω.. Είπες.
-Και οι δυο μαζί είναι αδύνατο. Αν θέλεις μπορούμε να έρθουμε ξεχωριστά και να δεις τον καθένα μόνο. Υποκρίθηκα.
-Δεν νιώθεις την Αγάπη;
-Η Αγάπη πάντα λείπει όταν την θέλω. Πάντα. Κάθε βράδυ ντύνεται φυγάς και τρέχει σαν τρελή στις ερημιές. Χάνεται μέσα σε πέλαγα και της φωτίζει την πορεία μια κατακίτρινη σελήνη. Σέρνεται σε δάση και κρύβεται σε σπηλιές. Την εντόπισα κάποιο βράδυ, καθισμένη στις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, να κοιτά δήθεν αδέξια έξω. Σκέφτηκα να της ρίξω.
-Ήταν μόνη;
-Δεν έχει σημασία.
-Η απάντηση είναι όχι.
-Η απάντηση είναι πως λείπει.
-Σε αποφεύγει;
-Ίσως.
-Θα σε δω σήμερα; Κράτησες την αναπνοή σου και άναψες ένα τσιγάρο. Φύσηξες αργά και ένιωσα τον καπνό, να μου ποτίζει την επιδερμίδα.
-Όχι. Ίσως. Θα δείξει, είναι η απάντηση.
-Είναι μία από τις νεράιδες;
-Ναι. Είναι όλες οι νεράιδες για την ακρίβεια. Κάθε αγάπη, χορεύει εκεί πάνω στις σκεπές και στις στέγες, εκείνο το Βαλς.
-Θα γίνω και εγώ μια τέτοια;
-Καληνύχτα..
-Καληνύχτα..
Μοναστηράκι. Κόσμος πολύς. Περασμένες δέκα. Κάπου μεταξύ χαρωπών τουριστών και φωταγωγημένων πινακίδων. Όρθιος. Άγνωστος, μεταξύ αγνώστων. Κενός, μεταξύ κενών. Υποθέτω κενών. Δεν το ελπίζω όμως. Μάλλον κενών καλύτερα. Κενό εστί μισό. Κενό εστί σιωπηρό. Κενό εστί σκοτεινό. Κενό εστί μπύρα χωρίς αλκοόλ. Κενό εστί μάτια που δεν δάκρυσαν από εγωισμό. Κενό εστί ρώσικη ρουλέτα, με καψούλια. Χάδι χωρίς αποτύπωμα. Κερί χωρίς φυτίλι. Αρκετά με την ανάλυση. Κοίταξα αριστερά και είδα μια νεράιδα να καπνίζει. Μόνη. Δεν κουνήθηκα. Απλά άναψα τσιγάρο και συνέχισα να την κοιτάω. Είδα την κοκκινωπή ροπή της αύρας της, που έκανε τα σωματίδια του αέρα να αναφλέγονται. Είδα τα φρύδια της να κρύβουν δύο μέσα παρατήρησης, που έμοιαζαν με δίδυμα φεγγάρια. Ήξερε πως ήμουν εκεί. Πήγε έντεκα. Δεν είχα κουνηθεί. Ούτε εκείνη. Ακούμπησα πίσω στον τοίχο, που αισθάνθηκα να καίει τον ώμο μου. Έρωτας; Χαμογέλασα. Αυτά τα πλάσματα δεν ερωτεύονται. Απλά στέκουν στον χρόνο και ομορφαίνουν, όσο ξαφνικά χάνονται. Όσο μεγαλώνω, καταλαβαίνω πότε δεν πρέπει να ακούσω τις φωνές μέσα στο κεφάλι μου. Όσο μεγαλώνω, τόσο τις αγνοώ. Ξέρω πως διαποτίζονται με λογική, μα με η λογική δεν με αφορά. Καλύτερα ένας εικονικός πνιγμός από βύθιση πλοίου, παρά αποφυγή των βράχων. Έρωτας; Δεν θα πάρω απόψε... Τσιγάρο. πήγε δώδεκα παρά είκοσι. Μοναστηράκι. Κάπου μεταξύ των ερωτευμένων και ένας κενός.
-Θα κάτσεις πολύ ώρα ακόμη εκεί; με ρώτησες.
-Περιμένω να φύγει το φεγγάρι και θα φύγω και εγώ.
-Ξέρεις πόση ώρα στέκεσαι απέναντι μου;
-16 τσιγάρα και 4 ποτά. Φύσηξα τον καπνό μου.
-4 προς 1. Καλή αναλογία.
Χαμογέλασες. Τώρα πια το φεγγάρι θα αργούσε να φύγει.
-Να κεράσω ένα; είπα και κοίταξα κάτω.
-Ξεκίνησε η παρτίδα;
-Φώτισες το σκοτάδι. Το δικαιούσαι. Δεν υπάρχει καμία παρτίδα. Δεν τζογάρεις τίποτα. Απλά κάποια στιγμή το πρωί, θα χαθείς μέσα στη θάλασσα.
-Δεν με έχουν ξανά φλερτάρει έτσι.
-Δεν σε έχω ξαναδεί και ας έχω κοιτάξει χιλιάδες φορές το φεγγάρι.
-Τι σχέση έχω με το φεγγάρι πια;
-Κοίτα τα μάτια σου. Μοιάζουν με δυο αμφίκυρτα φεγγάρια. Μια απόλυτη ένωση ενός σκοτεινού και ενός φωτεινού μισού. Μια πανσέληνος, πίσω από βλεφαρίδες.
-Σε 'όλες έτσι μιλάς;
-Ποιος σου είπε πως είμαι πραγματικός και το κάνω κάθε βράδυ;
Σηκώθηκα και περπάτησα. Άκουσα τα τακούνια σου να πατούν πίσω μου. Άναψα τσιγάρο. 23 προς 6. Μοναστηράκι. Ώρα τρεις και μισή. Έστριψα στο πρώτο στενό δεξιά και σε άκουσα να με προσπερνάς. Σε ακολούθησα. Ήξερες πως έρχομαι πίσω σου. Με άκουγες. Έστριψες στο δεύτερο στενό αριστερά και βρεθήκαμε ακριβώς εκεί από όπου ξεκινήσαμε.
-Δεν είναι μάταιο; είπες ψιθυριστά.
-Είναι.
Μου άναψες το τσιγάρο και χάθηκες στο στενό. Καληνύχτα.
Είμαι ξαπλωμένος. Κοιτάω το ταβάνι. Γκρι. Σαν ποτάμια από καπνό τσιγάρου, να έβαψαν ένα καπάκι, πάνω από τον μπορντό καναπέ μου. Προεξέχει μια λάμπα. Γύρω από το γύψινη της βάση, ένας σκοτεινός κύκλος. Μια σκιά. Σαν χωράφια με όπιο, κάτω από τον καυτό Αφγανικό ήλιο. Άραγε τα φίδια εκεί καταλαβαίνουν πως είναι μαστουρωμένα; Έχουν συναίσθηση πως έχουν ουρά; Πιστεύω πως όχι. Αισθάνονται το ρίγος της παπαρούνας να τα καταλύει σαν απανωτά ηλεκτροσόκ. Δεν ξέρουν τι είναι. Δεν ξέρουν πως παγιδεύτηκαν εκεί. Δεν ξέρουν τι υπάρχει πιο έξω. Απλά Υπακούουν στο στερητικό σύνδρομο και απλά περιφέρονται. Ακουμπούν στα ξερόχορτα και αγνοούν την έλλειψη της βροχής. Κλείνουν τα μάτια. Ο καυτός ήλιος, τα δένει σαν βεντούζα στο χώμα και ζουν με παραισθήσεις. Κάποιες φορές νομίζουν πως γίνονται τεράστιες πεταλούδες που χάνονται στον κόκκινο ορίζοντα και κάποια άλλες πως γίνονται τεράστια σκουλήκια που κατατρώγουν τις ρίζες από τις παπαρούνες. Λέγεται πως κάποια φίδια το προσπάθησαν και κάποια άλλα έχοντας την παραίσθηση πως είναι μαύροι γύπες, έπεσαν πάνω τους και τα κανιβάλλισαν. Νύχτωσε. Οι μεν κοιτούσαν τους δε. Δεν υπήρξαν θύματα. Άλλη μια ομαδική παραίσθηση, είχε τελειώσει. Έτρεξαν με μανία να εξαφανιστούν, μα όταν έφτασαν στην άκρη της οργωμένης γης, ηλεκτροφόρα καλώδια, σκότωσαν κάποια. Δεν υπήρχε καμία παραίσθηση. Τα είχαν βάλει εκεί οι άνθρωποι, για να φυλάξουν το όπιο από τους ανθρώπους. Κρίμα που δεν είχαν Facebook, για να κοινοποιηθεί η κατάσταση.
-
Φοβάσαι; με ρώτησες.
-Φυσικά. Αποκρίθηκα και φύσηξα στον καπνό μου προς το ταβάνι, σαν να προσπαθούσα να γκριζάρω κι άλλο το ταβάνι.
-Γι' αυτό δεν μου λες ποτέ καληνύχτα; Πάντα νόμιζα πως δεν σε ένοιαζε να ευχηθείς.
-Φοβάμαι πως είναι η τελευταία φορά, που νυχτώνει και θα μας βρει εδώ.
-Δεν είχα καταλάβει πως είχες ανασφάλειες.
-Δεν έχω. Φοβάμαι πως φοβάμαι πολύ. Φοβάμαι πως θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα έχουν αλλάξει όλα, προς το κακό.
-Δηλαδή; Με ακούμπησες στο στήθος. Με χάιδεψες σαν να ανακάλυπτες κάτι ζωντανό, παγιδευμένο σε μια παγοκολόνα.
-Φοβάμαι πως ένα πρωί, ένα τεράστιο μπουλούκι που θα αποτελείται από αδίστακτους ξυρισμένους νεαρούς και από κουκουλοφόρους νέους με χλώριο πισίνας στις μπότες τους, θα φορούν τις ίδιες στολές. Θα ξεχυθούν να αποτελειώσουν όποιον ονειρεύεται σε αυτή την πόλη. Ασθμαίνοντες χοντροί γραβατοφόροι με ιδρωμένα μέτωπα, θα ωρύονται μπροστά από οθόνες. Κολπίτιδες, αναπνοές με μηχανική υποστήριξη, κορναρίσματα, πονοκέφαλοι, αισθηματικές αδυναμίες, φακοί χωρίς μπαταρίες, σκυλόσπιτα με γεμάτα πιάτα από τροφή χωρίς σκυλιά όμως, βρεγμένα τσιγάρα, σφυρίχτρες, ηλιοβασιλέματα χωρίς ουρανό, τενοντίτιδες, νεκρά πουλιά μέσα σε κλουβιά,κοπριά χωρίς λουλούδια, ρέκβιεμ χωρίς πνευστά. Θα φοράμε πανοπλίες. Θα φοράμε μάσκες. Όχι αυτές που φοράμε κάθε πρωί.. Τις άλλες με το οξυγόνο.
-Θα μπορώ να σου πω σ'αγαπώ;
-Δεν θα επιτρέπεται.
-Και πως θα το ξέρεις;
-Θα το νιώθω. Όπως νιώθω τον καπνό.
-Εσύ θα μ'αγαπας;
-Nαι.. Κάθε φορά που θα το νιώθω θα ανάβω μια φωτιά και έτσι θα το καταλαβαίνεις και εσύ.
Μην διστάσεις. Μην χαριστείς. Μην κοιτάξεις πίσω. Περπάτα. Μην τρέξεις όμως. Δεν το αξίζει κανείς. Απλά περπάτα και άκου τα φλεγόμενα δέντρα. Άκου τους κορμούς τους, να μετατρέπονται σε στάχτη. Άκου τα κλαριά να καταπέφτουν με κρότο, σε απόκρημνες πλαγιές. Μύρισε την καπνιά. Άσε την να μπει όλη μέσα σου. Άσε την να σε καλύψει. Αυτό είμαστε έτσι και αλλιώς. Σκοτεινές σαύρες, με μακριές ουρές. Περιφερόμαστε μέσα σε χαλάσματα που τα αποκαλούμε σπίτια, επειδή τάχα έχουν παράθυρα και σκεπές. Σερνόμαστε κοντά στο έδαφος με την δικαιολογία της κάλυψης και του προνομίου της προσαρμογής. Περιφερόμαστε ανάμεσα σε όγκους ψεύδους. Σε γιγάντιους όγκους, που συνήθισαμε την παρουσία τους. Μεγάλες σαύρες, μεγάλα φίδια. Νυχτερίδες χωρίς φτερά καθισμένα πάνω σε αναπηρικά καροτσάκια, δένουν με κόκκινο ιστό, σιχαμερά μεταλλαγμένα όντα, που περηφανεύονται πως κατάφεραν να επιβιώσουν χωρίς καρδιά, την εποχή της μεγάλης φούσκας. Δεν θυμάμαι πως ξεκίνησαν όλα. Φυλλοβόλα πράσινα οροπέδια, γαλάζιες λίμνες, κίτρινες αυλές. Δεν θυμάμαι πως φτάσαμε εδώ. Μάλλον έτσι πρέπει να δημιουργήθηκαν. Ότι γεννιέται άρρωστο, ανθεί νεκρό και δεν πεθαίνει ποτέ. Ασθμαίνει μέσα σε λάσπες. Καρτερεί μέσα σε έλη και λούζεται στο σκοτάδι.
Λασπωθήκαμε μωρό μου. Περπατήσαμε μέσα σε βρώμικα νερά. Σε άγρια κοπάδια από ανθρώπους, με κακή πρόθεση και επιθετικές τάσεις. Η μοναξιά, διαδέχτηκε την απογοήτευση και έκανε παρέα με την δυσπιστία. θυματοποιήθηκες από άποψη, χωρίς καθαρή κρίση. Η μοναξιά, είναι η κατάρα της εποχής μας. Ένας καρκίνος, χωρίς δυνατότητες θεραπείας. Άμυνες μωρό μου. Κλειστήκαμε πίσω από άμυνες, που κρατούσαν την λάσπη κολλημένη πάνω μας. Βράδια. Πολλά βράδια. Όχι νύχτες. Βράδια. Με μια μοναξιά σαν δεύτερη φύση, να παρατηρούμε τους πάντες να περνούν. Σαν φύλακας σε ένα μοναχικό σταθμό, που παρατηρεί τα τραίνα να περνούν και αναρωτιέται πότε θα περάσει το δικό του. Να σταματήσει και αφού ανέβει, να χαθεί μακριά. Πέρα από τον λασπωμένο ορίζοντα, μακριά από την μνήμη. Χθες, αποφάσισα να μην συρθώ άλλο. Να έρθω να σε πάρω από το χέρι και να στήσω μια βροχή. Να ξεσπάσω έναν τυφώνα, με μια μανιακή δύναμη. Να σε ξεπλύνω και να πλυθώ. Ποτάμια ρομαντισμού, θρηνούν πρόωρο θάνατο. Είναι κακό βλέπεις να παίζεις χωρίς σκοινί ασφαλείας, χωρίς άμυνες. Ταξίδι χωρίς συνοδηγό. Καπνίζεις και κοιτάς δεξιά.
Η μοναξιά είναι ένα σύνολο από μήπως και από αν. Μια μετονομασία της μοναξιάς σε δύναμη και της πληγής σε πρόφαση για το εύκολο. Πολλά τα εύκολα, χωρίς καμία αξία. Στιγμές χαμένες εκ προοιμίου. Μοναδικής αισθητικής κάστρα πάνω στη θάλασσα. Μόλις τα σκεπάσει το κύμα, κανείς δεν θυμάται πως υπήρξαν ποτέ. Άμμος στην άμμο. Είναι πολλά μικρά πράγματα που απαρτίζουν μια εικονική λανθάνουσα πραγματικότητα. Πράγματα που έπαψες να παρατηρείς και ξέχασες πως υπάρχουν. Ένα ηλιοβασίλεμα, μια αγκαλιά, ένα χάδι, ένα δάκρυ, ένα ζεστό φλυτζάνι καφέ ένα κρύο πρωινό, ένα τσιγάρο στα δύο με θέα την θάλασσα, ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, δύο κεριά, μια πετσέτα για σεντόνι στην άμμο, δύο βλέμματα που κινούν τους ίδιους χτύπους. Ξέχασες την αλήθεια και η αλήθεια υπάρχει μόνο στην Αγάπη. Πελαγοδρομείς ανάμεσα σε ένα δίλλημα. Κανένα δίλλημα. Η θα ουρλιάξεις ή θα πνιγείς. Η θα επιλέξεις να παλέψεις και να χάσεις ή θα πνιγείς σαν συναισθηματικό βαρίδι. Σαν άγκυρα, χωρίς αλυσίδα και καράβι.
Άναψα ένα τσιγάρο και σου έκανα σήμα. "Σταμάτα σκέφτηκα". Σταμάτησες. Άνοιξες την πόρτα του συνοδηγού.
-Πας κάπου?
-Έχει καμία σημασία? Που πάμε?
-Η ανάλυση θα καθυστερήσει το ταξίδι μωρό μου.
-Θα ουρλιάξεις τελικά?
-Δεν σου μαρτυρήσω την ιστορία μου ακόμη. Πάμε?
-
Πριν πολλά χρόνια, υπήρχε το παλιά. Πριν από αυτό, η αρχαιότητα και ακόμη πριν από αυτό, η Αγάπη. Περιφερόταν μόνη μέσα στις ερημιές, πλένοντας τα μαλλιά της σε μικρές γαλάζιες μυστικές λίμνες και μάζευε λουλούδια από υπέροχα τεράστια λιβάδια με ροζ, κίτρινες, και κόκκινες τουλίπες. Κρυβόταν τα πρωινά κάτω από σμήνη με πεταλούδες και το βράδυ, πλάνευε πυγολαμπίδες, οι οποίες την κυνηγούσαν μέχρι να σηκωθεί ο ήλιος, πίσω από τα τρία μεγάλα πράσινα βουνά, που χώριζαν την γη από το πριγκιπάτο της Αγάπης. Έναν τόπο, ταγμένο στην αλήθεια και την γαλήνη. Εκεί ζούσε μόνο αυτή και οι τρείς υπηρέτες της. Ο μεσήλικας Σεβασμός, η χαρωπή Αλήθεια και ο μικρότερος από όλους, που λεγόταν Χαμόγελο. Περιφερόντουσαν την ημέρα σαν μελωδία και το βράδυ κούρνιαζαν σαν σιωπή. Ξημέρωνε γλυκά και νύχτωνε απότομα, σαν δυο βαμμένες βλεφαρίδες, που κλείνουν. Κύλισαν πολλά χρόνια. Πέρασαν ακόμη περισσότερα και η αρχαιότητα γέρασε. Το πριν εγκαταστάθηκε με την Αγάπη να πιστεύει πως θα νικήσει τον χρόνο, που ύφαινε παγίδες, σαν τις καλοκαιρινές αγκαλιές.
Κάποιοι άνθρωποι όμως, σκαρφάλωσαν στα βουνά μια μέρα και είδαν την Αγάπη να περιφέρεται σαν άλλη βασίλισσα, έχοντας ξοπίσω της, τους τρείς υπηρέτες και ένα μακρύ πέπλο από πολύχρωμες πεταλούδες, που τους ακολουθούσαν παντού. Την παρατήρησαν να ξαπλώνει ανάμεσα σε νυχτολούλουδα και να ξυπνάει, δίπλα σε μικρά ρυάκια. Την είδα να ομορφαίνει και να λάμπει από αγνότητα. Παραξενεύτηκαν. Στην αρχή τρόμαξαν και μετά θύμωσαν. Κάτι που δεν τους μοιάζει περιφερόταν σε μια περιοχή που φάνταζε, σαν τρύπα στον χρόνο. Έτρεξαν στο σπίτι και κοιτάχτηκαν γρήγορα στον καθρέφτη. Άγγιξαν το είδωλο τους και ένιωσαν φθόνο. Αφού δεν θα μπορούσαν να της μοιάζουν, θα έπρεπε να την εξαφανίσουν. Πέρασαν πολλές νύχτες, που μηχανεύονταν γύρω από το τζάκι, σαν δαιμονικό συμβούλιο, τρόπους για να την σβήσουν από τον χάρτη. Όσο ο καιρός περνούσε όμως, η φήμη εξαπλωνόταν σαν ελονοσία. Ο μοχθηρός Χρόνος, έφτασε πάνω σε μια άμαξα και σταμάτησε στην κεντρική πλατεία.
Το σκοτεινό παρουσιαστικό του, τρόμαξε αυτούς που τα βράδια ονειρεύονται και την ημέρα περπατούν. Κάποιοι ένιωσαν σαν βρήκαν εκείνον τον ηγέτη που περίμεναν. Ψηλός, αδύνατος. Μελαχρινός, με λευκή επιδερμίδα που δεν είχε φρύδια. Είχε στενές πλάτες και πολύ μακριά χέρια, με λεπτά δάχτυλα. Φαινόταν σαν δεξιοτέχνης πιανίστας που ξέπεσε να παίζει μουσικές, σε ανήθικα υπόγεια στέκια. Σαν μαέστρος, που έχασε ξαφνικά το ταλέντο του και αποφάσισε, πως έπρεπε να σκοτώσει τις νότες. Φορούσε ένα μαύρο κοστούμι με μοβ πουκάμισο και καφέ μυτερά, γυαλιστερά παπούτσια. Μια διπολική προσωπικότητα, που την μια στιγμή ήταν ο Χρόνος και την άλλη ο Εγωισμός. Σαν νυχτερίδα κλεισμένη σε ένα διάφανο μπουκάλι, που ξεχάστηκε σε ένα παράθυρο, που το χτυπά ό ζεστός ήλιος του μεσημεριού..
Η συνέχεια αύριο..............
Περπατώ πολύ. Περπατώ και σκέφτομαι. Περπατώ και αδειάζω το άδειο μου κεφάλι. Περπατώ και δεν σκέφτομαι. Περπατώ. Απλά περπατώ. Περιφέρομαι με τα χέρια στις τσέπες, σαν λύκος που βαρέθηκε να γυροφέρνει τα κοπάδια και αποφάσισε πως αν γίνει ένα χορτοφάγο κτήνος, θα σβήσει τα άγρια ένστικτα του. Αποφάσισε πως θα μετατραπεί σε θηλαστικό. Ένα διαφορετικό αιλουροειδές. Περπατώ και ξεχνάω. Περπατάω και ηρεμώ. Περπατώ. Απλά περπατώ με έναν αιώνιο χειμώνα, πίσω από τα μάτια μου. Πάντα ζήλευα αυτούς που ήξεραν να σφυρίζουν ρυθμικά και αυτούς που ήξεραν να παίζουν φυσαρμόνικα. Κάποτε έμαθα κάνα δυο τραγούδια σε μια μελόντικα, αλλά ακουγόμουν σαν παράφωνη καραμούζα. Περπατώ χωρίς ρυθμό. Πολλά χιλιόμετρα, σαν παράφωνο πικ απ, που κόλλησε η βελόνα και θα συνεχίζει να παίζει το ίδιο τραγούδι, μέχρι να γίνει διακοπή ρεύματος. Βλέπω στα παλιά γουέστερν, που παίζει φυσαρμόνικα ο πρωταγωνιστής γύρω από την φωτιά, σε κάποια μακρινή έρημο. Σιχαίνομαι τα όπλα, δεν υπάρχει κοντά έρημος, δεν αισθάνομαι πρωταγωνιστής και δεν ξέρω φυσαρμόνικα. Περπατώ και συλλογίζομαι. Σαν λύκος, σε νηστεία, που αρνείται την φύση του.
Ενεχυροδανειστήρια. Αγορά χρυσού και πολύτιμών ειδών. Παροχή δανείων. Με φωτογραφίες από αυτοκίνητα, ρολόγια ROLEX και ασημένιων σκευών. Εικόνες με Αγίους και χρυσές βέρες. Μεγάλες ταμπέλες για μεγάλες ευκαιρίες. Πωλείται η Ελπίδα σε τιμή ευκαιρίας. Εξαθλίωση, αποκτήνωση, συμβιβασμός, εκμετάλλευση, πόνος, ήχος από κέρματα που συγκρούονται μέσα σε ένα συρτάρι που κλείνει απότομα. Μέσα από τις πόρτες, υπάρχουν πάντα κάγκελα. Δεν ξέρω αν υπάρχουν για να προστατεύουν τους μέσα από τους έξω ή το αντίθετο. Έχουν ξεφυτρώσει παντού. Φυτρώνουν παντού, σαν παράσιτα. Σαν ζιζάνια έτοιμα να μολύνουν με πόνο, κάθε γειτονιά, κάθε στενό. Με καλοντυμένα αιμοσταγή γεράκια, που κάθονται σε ένα γραφείο. Σαν τσίρκο με λιοντάρια, που φοράνε γραβάτα και τακούνια. Πάντα παρατηρώ τα μάτια αυτών που βγαίνουν από μέσα. Σαν επιβιώσαντες από επέμβαση καρδιάς μοιάζουν. Με τα μάτια τους χαμηλά. Κενούς. Περπατούν. Απλά περπατούν μουσκεμένοι από μια βροχή λύπης, που τους έτυχε. Δεν κοιτούν πίσω. Ντρέπονται να κοιτάξουν τον βιαστή τους. Φοβούνται πως θα ξανασυμβεί. Περπατούν και εγώ τους κοιτώ. Περπατώ πίσω τους. Περπατώ και σταματώ να σκέφτομαι.
Δεν ξέρω αν λυπάμαι ή αν θυμώνω πιο πολύ. Νιώθω να ξυπνούν τα ένστικτα μου. Εκείνα που θέλω να ξεχάσω. Θέλω να τα περιλούσω με βενζίνη και αφού βάλω μια καρέκλα, ακριβώς μπροστά από την καγκελένια πόρτα, να τα δω να καίγονται. Με τα καθάρματα εγκλωβισμένα μέσα. Να τους κοιτώ. Να δω πόσο θα διαρκέσει εκείνο το κρυφό χαμόγελο, που έχουν σαν φύγει το προηγούμενο θύμα τους. Όχι δεν λυπάμαι. Όχι δεν θα περπατήσω. Θα κάτσω και θα δω όλο αυτό το αλλόκοτο θέαμα, μέχρι τέλους. Να δω να καίγεται και να σβήνει ο πόνος τόσων ανθρώπων, να δω να εξατμίζεται η αξιοπρέπεια και το δάκρυ τόσων άλλων. Από άκρη σε άκρη, ονειρεύομαι να δω κάποια νύχτα όλα τα ενεχυροδανειστήρια να καίγονται. Να γεμίσει η πόλη καπνό, κάποιο βράδυ, από την σπονδή στην εκδίκηση. Θα περπατώ και θα χαμογελάω. Θα περπατάω και θα αισθάνομαι την ανακούφιση, τόσων ανθρώπων. Άγρια ένστικτα. Άγριοι άνθρωποι. Κτήνη με γραβάτες. Περπατώ και περιμένω......
Τα μυστικά συνήθως, είναι μικρές φωτιές που σίγο-καίνε μέσα σε σελίδες από παλιά ημερολόγια, σε ξύλινα κουτάκια δώρων, σε λερωμένα από κραγιόν πουκάμισα. Μικρές κρύπτες, που συντηρούν μικρές αλήθειες, που δεν άντεξαν το φως. Είναι λέξεις, που προσπαθείς να κρύψεις και ανά μη τακτικά διαστήματα, μια έκφραση, ένα άρωμα, ένα τραγούδι, μια κοινή φυσιογνωμία, προδίδει μια πληγή που παραμένει ανοιχτή. Ας είμαστε ειλικρινείς. Τίποτα δεν κλείνει μόνο του. Είναι μια κρύπτη με πολλά μικρά μυστικά, που τρέμεις εξίσου να τα φανερώσεις, όπως και να τα θάψεις.
Σήμερα στάθηκα, σε ένα μικρό καφέ στην Καλλιθέα, που είχε διαδοχικά ροζ και θαλασσί καναπέδες. Γκρι τραπεζάκια που το καθένα τους, είχε πάνω του και από ένα μεγάλο γυάλινο ποτήρι, που περιείχε κόκκινο κερί. Συνήθως τα ανάβουν οι σερβιτόρες το βράδυ, για να δημιουργήσουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα για να ορκιστούν την κλασική αιώνια αγάπη που διαρκεί συνήθως 8 μήνες ή να επιτρέψουν στους αλαλάζοντες φιλάθλους που παρακολουθούν κάποιον αγώνα στην μεγάλη τηλεόραση, να αποδείξουν πόσο πόρνες είναι οι μανάδες των αντιπάλων και πόσο καλόγριες οι δικές τους. Ο ήλιος, έπεφτε δεξιά από την τέντα που σκέπαζε τα τραπέζια και έτσι τα κεριά έλιωναν. Πόσα μυστικά να έχουν ακούσει άραγε αυτά τα κεριά.
Τα μυστικά είναι σαν το φυτίλι των κεριών. Παραμένουν έτοιμα να εμφανιστούν κάθε στιγμή. Είναι σαν τα ξεθωριασμένα ημερολόγια που ποτέ δεν κρύβεις σε απρόσιτα σημεία. Τα αφήνεις κρυμμένα μεν, αλλά διαθέσιμα στην πρόθεση, του κάθε τυμβωρύχου του παρελθόντος σου. Τρέμεις την λύτρωση της αποκάλυψης. Σαν ευνούχος πορνοστάρ. Σαν μονόχειρας παλαιστής, σαν καπετάνιος που κρύβει πως δεν ξέρει να κολυμπά. Ζεστά απογεύματα, βρεγμένες νύχτες. Ξαπλώνεις σε ένα σατέν δροσερό σεντόνι. Κλείνεις τα μάτια και τότε κάποιος σου αδειάζει ένα ποτήρι νερό στο πρόσωπο. Θολώνεις. Πάγος, Θυμός, Έκπληξη, Εικόνες, Ζέστη, Σιωπή. Κλείνεις τα μάτια. Πλάθεις μυστικά, κάθε στιγμή που αναπνέεις. Δημιουργείς ένα παραμύθι χωρίς τέλος.
Κάποια μυστικά τα κρύβεις από όλους και κάποια και από σένα τον ίδιο. Φλερτάρεις με την αποκάλυψη, σαν να καπνίζεις πάνω από ένα κιβώτιο με δυναμίτιδα. Είναι η αίσθηση που έχεις το πρωί, πως μάλλον χθες το βράδυ παραμιλούσες, στον ύπνο σου. Απόκοσμα. Αργά. Σταθερά. Σαν προγραμματισμένη παράσταση κωφάλαλων, στο σκοτάδι. Σε είδε; Σε άκουσε; Πόσες φορές δεν περπάτησες στον σκοτεινό διάδρομο με γυμνά πόδια; Όχι, δεν ακούς φωνές. Είναι τα μυστικά σου, που έχασαν τον δρόμο από το υποσυνείδητο και ψελλίζεις "Φύγε....".
Το ένα τσιγάρο, διαδέχεται το άλλο. Γλίτωσες. Έφυγε. Ξημέρωσε. Τα μυστικά σου θα πνιγούν στον νυσταγμένο σου καφέ και μετά θα μαστουρώσουν, από τα μπερδεμένα αρώματα των καθώς πρέπει γυναικών, στο μετρό. Μέτρησες ποτέ τα μυστικά σου; Είναι μικρά και πολλά. Μέτρησε τα. Πιες άλλη μια τζούρα καφέ και τα μικρά σου μυστικά, θα έχουν χαθεί σε εκείνο το παραμύθι χωρίς τέλος. Πρόσεξε μονάχα, τι από τα δυο ζεις. Το παραμύθι ή την ζωή...
Ο κόσμος είναι μια δίνη. Μια τεράστια δίνη. Μια γαλαξιακή εξίσωση που σε όλα τα εργαστηριακά περιβάλλοντα, παράγει ένα μικρό μηδέν, σε μια οθόνη, που φωτίζει σκοτεινές αίθουσες. Κάθε απόγευμα, εύχομαι να μην νυχτώσει. Υποθέτω πάντα πως σήμερα, θα είναι διαφορετικά. Υποθέτω πως είμαι καλά. Υποθέτω πως σταμάτησαν ψυχές, να πνίγονται για μερικές χιλιάδες δολάρια, πολύ κοντά από εκεί που κάνω μπάνιο το καλοκαίρι. Πτώματα επιπλέοντα, σαν τη φαινομενική μας αναψυχή. Αλλά ξέχασα. Όσοι χαθούν στα παγωμένα νερά, με κραυγές τρόμου δεν μετρούν, στην δική μας αξιακή στατιστική. Είναι ψυχές, που δεν υπήρξαν ψυχές. Υποθέτω πως παιδιά, δεν ζητιανεύουν στα φανάρια, πεινασμένα και γεμάτα τρόμο, για το τι θα γίνει αν η είσπραξη δεν είναι καλή το βράδυ, από τους προστάτες γονείς. Δεν έχουν παπούτσια, δεν δικαιούνται αγκαλιάς. Δεν δακρύζουν, όταν τα χτυπούν. Δεν ουρλιάζουν πνιχτά "γιατί" στο σκοτάδι. Αλλά ξέχασα. Ανήκουν σε άλλες φυλές. Είναι παιδιά, που γεννήθηκαν υπηρετώντας σκληρά, όσους όλοι εμείς, στείλαμε στο περιθώριο. Μπορούν και κάνουν, όσα σιχαμερά, κάνουμε εμείς, σε οτιδήποτε διαφορετικό. Ναι όλα είναι μια δίνη. Κρυφτό, χωρίς καταφύγιο. Χωρίς μέτρημα. Μόνο κυνηγητό.
Λίγο, λίγο όλοι μοιάζουμε σε εκείνο το τέρας που φοβόμασταν από παιδιά και κρυβόμαστε, κάτω από το σεντόνι. Ιδρωμένοι, περιμέναμε να σταματήσει να στέκεται κάτω από το κρεββάτι ή πίσω από την πόρτα. Οι χτύποι από το ρολόι του τοίχου, μετρούσαν αργά, σε εκείνο το κρυφτό που παίζαμε με τα αποκυήματα της φαντασίας μας. Τίποτε δεν υπήρξε ποτέ. Μάλλον μια κατάθεση προκαταβολικών τύψεων για όσα θα κάναμε ήταν. Αν δεν φοβήθηκες ποτέ, πιστεύοντας πως κάτι υπήρχε στο σκοτάδι μέσα στο δωμάτιο ή δεν αισθάνεσαι συμμέτοχος, σε όλα όσα γίνονται γύρω μας και δεν μιλάμε, τότε μην συνεχίσεις το διάβασμα. Ξαναγύρνα στην τηλεόραση και συνέχισε να καταριέσαι, ότι βλέπεις να παρελαύνει μπροστά από το θέατρο της αποχαύνωσης. Υποθέτω πως όλοι, θα θελήσουν να φτάσουν ως το τέλος. Ξέρεις. Δεν μας βλέπει κανένας. Ξέρω. Δεν πιστεύεις, πως φταις και τόσο πολύ. Υποθέτω πως δεν έχεις ενοχές. Υποθέτω πως δεν έχεις ζωή. Υποθέτω πως δεν έχεις όνειρα που να σχετίζονται με πράγματα πέρα από τα ιδιοκτησιακά. Υποθέτεις πως ξέρεις. Πνίγεσαι και δεν το ξέρεις.
Φιμωμένοι ποιητές, πολιτικοποιημένοι ακαδημαϊκοί, νεόπλουτοι επαναστάτες, φασίζοντες κουλτουριάρηδες, φοβισμένοι οικογενειάρχες, μετανοούντες εργένηδες, καταπιεσμένοι εργαζόμενοι, άνετοι άνεργοι και όλο και η δίνη μεγαλώνει. Μας στροβιλίζει, σαν τοπικός τυφώνας, που παρουσιάζει επεκτατικές τάσεις. Μοιάζει με την ανθρώπινη φύση. Σκληρή, έτοιμη να καταπιεί τα πάντα στο διάβα της. Μόνο η αγάπη μπορεί. Μόνο εκείνη μπορεί να ανακόψει, αυτό τον χείμαρρο που κατακλύζει μέρα με τη μέρα, τις ψυχές μας. Υποθέτω πως το πρωί θα ξημερώσει, όπως και εχθές μα ελπίζω. Υποθέτω πως ίσως και κάτι να αλλάξει. Ονειρεύομαι και ελπίζω. Σαν πολλά μονόπρακτα, που θα στήσουν την παράσταση της ζωής μας. Αγάπη. Ξέρω. Ακόμη και εκείνη, υποθέτει πως την ξέχασαν και θα μας ξεχάσει και αυτή.
Δεξιά και αριστερά οι πράσινες ταΐστρες, είναι γεμάτες σπόρους. Από πάνω είναι τα τσόφλια και από κάτω οι φρέσκοι σπόροι. Σαν την κοινωνία κ τους θεσμούς της. Από πάνω ότι φαίνεται και τροφοδοτεί τα λαίμαργα γύρω μάτια και από κάτω, ότι έχεις ανάγκη, θαμμένα σε μια ιδιότυπη χωματερή, από προτεραιότητες. Ένας στέρεος, εσωτερικός βόθρος. Πάνω αριστερά, μια κόκκινη ποτίστρα. Το νερό φτάνει μέχρι την μέση. Κάτω από την επιφάνεια που μπορεί οποιοσδήποτε φιλόζωος να δει, υπάρχει πράσινη μούχλα. Μόνο όταν χτυπάει ο ήλιος στο κλουβί, μεταξύ ενάτης πρωινής και πέμπτης απογευματινής, μπορεί κάποιος να διακρίνει, ότι φυτρώνει σιγά σιγά, μέσα στο νερό, μέσα στην κόκκινη θήκη. Κάθε φορά που ο ήλιος είναι απέναντι μου και ανοίγω τα φτερά μου μέσα στο κλουβί μου, μοιάζουν με δυο τεράστιες σκιές. Σαν τον ίσκιο, ενός πελώριου γερακιού. Ένα χαιρέκακο καναρίνι, που θρέφει τα όνειρα του, να γίνει ένα άγριο γεράκι, που θα αρπάξει το κλουβί του με τα νύχια και θα το αφήσει να πέσει, πάνω από την πολύβουη λεωφόρο.
Ο ήχος της πρόσκρουσης, θα τρομάξει τους νοικοκυραίους, που θα σταματήσουν για μια στιγμή να ποτίζουν τα λουλούδια τους, σε βεράντες που βρέχουν τους περαστικούς. Ένας υδραυλικός με μπλε ολόσωμη φόρμα και αεροπορικά καθρεφτέ γυαλιά ηλίου, θα σηκώσει το κλουβάκι, για να δει τι απέγινε το χαριτωμένο φουντωτό κίτρινο καναρινάκι. Το νερό χύθηκε στην άσφαλτο, που γέμισε από σπόρους και κουτσουλιές, από το κόκκινο μικρό κλουβί με το πράσινο διάφανο "βρακί", για να μην πέφτουν τα τσόφλια στην βεράντα. Θα υποδυθώ τον τρόμο. Θα κερδίσω την συμπάθεια. Έχω εκπαιδευτεί καλά, από παιδί. Στο σχολείο, στο σπίτι, στον στρατό. Θα καμωθώ το τρομαγμένο θύμα, που ανοιγοκλείνει στεναχωρημένο τα σκοτεινά, μικρά μάτια του. Θα φουντώσω τα κίτρινα, άσπρα φτερά μου και όταν ο φορομπήχτης σωτήρας μου, με βγάλει από το κλουβί μου για να εισπράξει τα χειροκροτήματα νεαρών κοριτσιών, θα κλείσω τα νύχια μου στην σκληρή παλάμη του και θα τον τσιμπήσω με μανία.
Η απόδραση είναι γεγονός. Ήμουν ένα εκπαιδευμένο καναρίνι που γελούσε χαιρέκακα στο κλουβί του. Με αρρώστησε αρκετά το πράσινο νερό, για να ονειρεύομαι την άγρια ελευθερία. Σκοτεινές νύχτες, κάτω από καμπαναριά και ζεστές μέρες, πίσω από παγκάκια που συνταξιούχοι, τρώνε ανέμελα τους ηλιόσπορους τους. Μελέτησα αρκετά το μποζόνιο του Χιγκς. Ο σπόρος του θυμού, μεγάλωνε μέσα μου και ακόνιζα το ράμφος μου με μανία στα κόκκινα μικρά κάγκελα, τυλιγμένος μέσα σε μια πουπουλένια μπάλλα, που μετέτρεπα το σώμα μου. Άνοιξα τα μάτια μου και οι ένοικοι του διαμερίσματος, που φιλοξενούν το κλουβί μου θα διαπιστώσουν πως είναι άδειο. Ανάσα. Ανακούφιση. Ένα ακόμη ταξίδι ξεκινάει, μέσα σε ένα συννεφιασμένο απογευματινό ουρανό.
Το τηλέφωνο, χτύπησε τρεις φορές και σταμάτησε. Σαν τονική αστραπή, μέσα στην σιωπή της νύχτας. Χτύπησε άλλες τρεις και σταμάτησε και πάλι. Μπορεί και να πέθανε ο τόνος. Μπορεί και να σίγησε, για να μην τραβήξει το βλέμμα μου, από τις φέτες του καλοριφέρ. Όσοι ξενυχτούν τη νύχτα, είναι γητευτές της σιωπής. Θηριοδαμαστές των φόβων. Επιζώντες από ναυάγια, που το σωσίβιο, δάμασε την φωνή τους. Σαν άλλα χαριτωμένα δελφίνια, που εκτελούν άθλια κόλπα, μέσα σε δεξαμενές γεμάτες, αλμυρό νερό. Παίζουν με την μπάλα, περιφέρουν τον εκπαιδευτή τους και αφού περιστραφούν στον αέρα, πέφτουν με κρότο στο νερό, για να βρέξουν το εκστασιασμένο κοινό. Κοιμούνται άραγε τα βράδια τα δελφίνια, στις δεξαμενές; Είμαι σίγουρος πως βλέπουν περίεργα όνειρα. Σκίζουν την μπάλα με τα κοφτερά τους δόντια, πνίγουν τον εκπαιδευτή τους και πετούν νερό με χλώριο, στο τρομαγμένο κοινό τους. Το τηλέφωνο, χτύπησε άλλη μια φορά, σαν πλοίο, που εξέπεμψε το τελευταίο του σήμα, για εγκατάλειψη. Κουρτίνες, αλουμίνια, τζάμια χωρίς φως. Δεξαμενές χωρίς νερό. Ψυχές σαν ψάρια, έξω από το νερό. Θλιβερά θεάματα, σε μπλε ηλεκτρικό τόνο σε οθόνες, που εκπαιδεύουν ψάρια, να ονειρεύονται πως κάποια στιγμή θα γίνουν πουλιά. Πολλά παράθυρα. Πολλά όνειρα. Κανένα πουλί. Μόνο νεκρά, επιπλέοντα ψάρια.
Η μνήμη από την παραλία, υπερίσχυε. Ο χειμώνας τελείωνε. Η Άνοιξη, ετοιμαζόταν στα καμαρίνια. Οι μέρες ήταν περίεργες. πότε χειμωνιάτικες και πότε ηλιόλουστες. Σαν αποτυχημένο πρόγραμμα σε στριπτιζάδικο, της εθνικής. Άρρωστα γούστα, σε πάρκινγκ για όλα τα βαλάντια. Όλοι από λίγο, κανένας ευχαριστημένος όμως. Σαν υποσχετική, για το επόμενο, αποτυχημένο βράδυ. Ντύθηκα και μπήκα στο ασανσέρ. Αποφεύγω να κοιτάζω τον καθρέφτη. Με ενοχλούν, τα σημάδια στο λαιμό. Η κοραλλένια, ήταν αμφίβιο πλάσμα τελικά. Ένας περιφερόμενος χαμαιλέοντας. Κάποιο βράδυ ήταν γοργόνα και κάποιο άλλο ένας άγριος σκοτεινός δαίμονας που σε δαγκώνει κάθε φορά που βγαίνεις από το μπάνιο βρεγμένος, στο λαιμό. Δυο μικρές τρύπες. Που φαίνονται, μόνο στο σκοτάδι. Πάντα στο ίδιο σημείο. Το υγρό χάδι της γλυκιάς σειρήνας, είναι λες σου παράγει καινούργιο δέρμα. Έναν ψεύτικο υμένα. Σαν εκείνο που χαρίζουν κορίτσια στην εφηβεία, σε κάθε ανδροειδές, μηχανόβιο τύπο. Έβαλα μπροστά το αυτοκίνητο. Το τσιγάρο, άναψε αυτόματα. Λες και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του κατασκευαστή, είναι ο ήχος του αναπτήρα. Τα κοραλλένια μάτια της, λάμπουν στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Ελαφρύ πάτημα στο γκάζι και το αυτοκίνητο άρχισε να κινείται, στο παραλιακό μέτωπο. Η μια εικόνα διαδέχεται, την άλλη. Ανοιχτό παράθυρο. Παγωμένος αέρας. Φωτεινή κάφτρα. Σκοτεινά μάτια. Σκυλολαικές μπαλάντες. Σχεδόν καλλιτέχνιδες, να κουνιούνται μπροστά σε μισομεθυσμένες σκυλόφατσες, θαμμένες σε γαρύφαλλα, που αυτοκτόνησαν, για να μην πάρουν μέρος σε αυτή την βρώμικη συναγωγή. Η άμμος, σχεδόν σταμάτησε τους τροχούς. Έσβησα τον κινητήρα και άφησα τα φώτα ανοιχτά. Σαν να δείχνω, την πορεία προς τη θάλασσα. Η κοραλλένια άνοιξε την πίσω πόρτα και άρχισε να κινείται, προς την φωταγωγημένη άμμο. Η πίσω πόρτα, παρέμεινε ανοιχτή, επιτρέποντας στον παγωμένο αέρα να μπαίνει όλο και πιο πολύ, μέσα στην καμπίνα. Σαν βαθυσκάφος έμοιαζε πια. Σκοτεινός θάλαμος διακυβέρνησης, με δυνατά φώτα, σε αποστολή εξερεύνησης της αβύσσου. Χάθηκες κάτω από το νερό. Δεν λαμπύριζε πια το νερό. Σκοτείνιαζε νομίζω.
Έβαλα όπισθεν και απομακρύνθηκα με ταχύτητα, με την πίσω πόρτα, ακόμα ανοιχτή. Δεν ξέρω αν εκείνο το τσιγάρο τελείωσε ποτέ. Άνοιξα τα μάτια, στο κρεββάτι. Η κοραλλένια είχε πνιγεί. Περπάτησα στον σκοτεινό διάδρομο και άγγιξα τον λαιμό μου. Τα σημάδια. είχαν εξαφανιστεί. Τα βροχερά βράδια, πάντα με μελαγχολούν. Ίσως, να είναι η ματαιότητα, πως ξέρω, πως δεν θα βραχώ στον καναπέ. Ξημέρωσε. Λαμπερές ράγες, θα με πάνε στην δουλειά και θα με φέρουν πάλι πίσω το απόγευμα, έτοιμο να χαζέψω το τέλος της Κοραλλένιας. Σαν χάδι, από φωτογραφία.
Ένα ζευγάρι μελαγχολικά μάτια. Τηλεοπτικοί δέκτες, σε κοντινά πλάνα. Πιτσιλισμένοι με αίμα και αηδία. Μια ματιά που κλείνει πόνο, πίσω από δύο μαρμαρωμένα μάτια. Δύο μελαγχολικά μάτια που μοιάζουν μόλις να είδαν να πεθαίνει ένα αστέρι μέσα στην πιο σκοτεινή θάλασσα. Ένα πρόσωπο, που μας θυμίζει πως είμαστε όλοι θύτες. Ένα όμορφο, νεκρό νεαρό πρόσωπο. Με ένα σφιγμένο χαμόγελο, που κάθε μέρα γύρω μας, προσπαθούμε φανατικά να αγνοήσουμε. Φωτογραφίες που κερνούν πόνο, σε ένα ασύδοτο αλισβερίσι κριτικής. Μια αγωνία. Ένα σφίξιμο στο στομάχι. Τύψεις. Το αίμα από τις τηλεοράσεις, πέρασε στα χέρια μας. Τύψεις. Όσο και αν σκουπιστούμε, σαν άλλοι θύτες, παρακολουθούμε, το τέλος ενός δράματος. Περιτριγυριζόμαστε από δράματα όμως. Οτιδήποτε διαφορετικό πρέπει να σβηστεί. Αρνούμαι τα εισαγωγικά. Δεν υπάρχει περίπου σε ένα έγκλημα. Υπάρχουν μόνο πράξεις. Τύψεις. Αν δεν τις νιώθεις, τότε είσαι μια απλή εξέλιξη του ζωικού είδους. Το αποτέλεσμα μιας αποτυχημένης παρτούζας, μεταξύ ενός λύκου, μιας πεταλούδας, ενός ρινόκερου και ενός χιμπατζή.
Ότι μεγαλώνει στην μοναξιά, γίνεται άγριο. Κουβαλάει κόμπλεξ. Κρύβει θυμό. Σαν το άνθος του κακού, με το περιτύλιγμα μιας μαργαρίτας. Τύψεις. Δράματα γύρω μας. Σε μια πόλη, που μοιάζει με ένα πάρτι άγριων μεταλλαγμένων ζόμπι. Επαρχιώτες με όνειρο την αστική ανέλιξη. Αστοί με εργατικές ανησυχίες. Ανώτερες προσδοκίες. Ποδοπάτηση των πάντων. Ποια ιδανικά; Αυτά πνίγηκαν στο σιφόνι της τουαλέτας. Τα ξέρασα, πνιγμένος από αηδία. Μια αηδία, σύγχρονος οδηγός συμπεριφοράς. Ένα συμβάν, μας ξυπνά από τη λήθη. Τύψεις. Κάποιοι δακρύζουν. Κάποιοι οργίζονται. Όλοι μιλούν. Όλοι. Δεν αισθάνονται. Απλά μιλούν. Προσπαθούν να αποτάξουν την μάσκα από πάνω τους. Τότε θυμούνται την βία. Την βία που ανθεί παντού γύρω μας. Μιας νοσηρής κατάστασης, που άλλοι βουβοί υποκρύπτουν σιωπηρά από φόβο και άλλοι ξεσπούν με λύσσα, σε οτιδήποτε διαφορετικό. Διαφορετικοί είμαστε όλοι μας. Όλοι έναντι όλων. Φόβος και αδρεναλίνη μαζί. Τύψεις. Αν τις αισθανόμασταν κάτι θα άλλαζε.
Συμμαθητές νταβάδες, κομπλεξικοί καραβανάδες, νευρωτικοί δάσκαλοι, μετανιωμένοι μπάτσοι, ψωνισμένες πρώην, φασίστες πρώην αριστεροί. Σαν οδηγοί αγώνων με τροχόσπιτα. Ξεβράστηκε η ευαισθησία, σε μια παραλία βαναυσότητας, που κολυμπούμε όλοι εμείς. Σαν βουτιά μέσα σε πισίνα με σκατά. Όσο σκέρτσο και αν βάλεις στο άλμα, το αποτέλεσμα είναι ίδιο. Το λάθος, θα γεννήσει το λάθος. Ο βιασμός της ευαισθησίας, πάντα γίνεται σε κοινή θέα. Ένα σκοπό έχει αυτό. Να υπάρχουν μάρτυρες, που δεν θα σε αφήσουν να ξεχάσεις τι πέρασες. Θυμωμένος πια, θα ξεσπάσεις στο επόμενο θύμα, μετά από σένα. Τύψεις. Σιωπώ και συναισθάνομαι , όλες αυτές τις κραυγές των θυμάτων γύρω μου. Αυτά τα μελαγχολικά μάτια, πρέπει να μας κάνουν να σιωπήσουμε. Να αισθανθούμε τον πόνο και να ορκιστούμε πως θα αρνηθούμε την βία, σε όλες της μορφές της. Ακόμη και όταν εμείς έχουμε το απόλυτο πλεονέκτημα. Καλό ταξίδι να έχεις. Τύψεις.
Μίλησες. Κοίταξα. Μίλησα. Δεν υπήρχε κανείς. Ξαναμίλησα, κοίταξες. Κενό. Κάθε κουβέντα, διατρέχεται από δύο τόνους. από δύο ρυθμούς, από δύο κατευθύνσεις. Σαν δύο συρμοί του μετρό, που τρέχουν σε αντίθετη τροχιά, για το ποιος θα φτάσει πρώτος στο δικό του τέρμα. Κοινή αφετηρία, κοινή διαδρομή. Μα γιατί τα τραίνα τρέχουν πάντα ανάποδα; Θα μου πεις και ίσως θα έχεις δίκιο, πως δεν θα υπήρχε νόημα στο να κινούνται το ένα πίσω από το άλλο. Σαν μεταξοσκώληκες που μεταναστεύουν, θα έμοιαζαν. Μίλησα. Περπάτησες. Μίλησες. Έτρεξα. Δεν υπήρχε κανείς. Όταν δύο άνθρωποι διαχωρίζουν το μονοπάτι τους, πάντα αφήνουν κάποια σημάδια πίσω τους, στον χώρο. Δυο γόπες και ένα φιλί πεταμένο στα χαλίκια. Δύο γόπες. Μίλησες. Κάπνισα. Μίλησα. Κάπνισες. Το μόνο κοινό. Χωρίς κοινό. Δυο γόπες και ένα κενό.
Υπήρξατε δύο πυροτεχνήματα που εκτοξεύτηκαν από το ίδιο πιστόλι. Με μία βολή. Με μια πορεία. Σαν δύο, που φαίνονταν για ένα. Με μια τεράστια έκρηξη. Φωτιά, φως και μετά, σιωπή. Οι ανάσες του κοινού, πρόδιδαν την αναμονή της επανάληψης. Βλέμματα στον ουρανό. Κάθε φορά που ένα αστέρι καίγεται στον ουρανό και αφήνει την πορεία του για λίγο ορατή, ένα ζευγάρι πυροτεχνημάτων, έγινε μόλις παρελθόν. Δύο που έμοιαζαν σαν ένα και μετά κανένα. Έτσι είναι η ζωή και χαίρομαι για αυτό. Διαφορετικά θα έμοιαζε ο ουρανός, με πολεμικό περιβάλλον. Πολλές βολές, χωρίς κανένα χώρο για έκρηξη. Χωρίς κανένα χώρο για την αποτύπωση της έκρηξης. Χωρίς κανένα σημάδι στον ουρανό. Σαν να μην γέμισε ποτέ εκείνο το πιστόλι. Σαν να μην έσκασαν ποτέ, στον σκοτεινό ουρανό. Σαν να πετάς αναμμένο σπίρτο στον ήλιο. Σαν δύο, που δεν υπήρξαν ποτέ.
Αντίθετες πορείες. Μην φοβάσαι τις αντίθετες πορείες. Σαν ένα ζευγάρι αδέσποτες σφαίρες, που βρήκαν στόχο σε αντίθετες πλευρές. Σε φέρνουν αντιμέτωπο με εσένα. Δεν σε κάνουν σίγουρα πιο σοφό. Δεν σε σκοτώνουν όμως. Ίσως σε φέρουν πιο κοντά, σε αυτό που πραγματικά ζητάς. Ίσως βρεις αυτό που ζητάς και από πυροτέχνημα, γίνεις αστέρι. Κρατάς το φορτίο και απλά ψάξε για ένα καινούργιο πιστόλι. Ίσως οι μαύρες τρύπες σε καταπιούν και σε βγάλουν σε ένα σύμπαν, που οι εκρήξεις , ζουν για πάντα. Εκεί που ίσως τα δύο μείνουν για πάντα ένα και γεννήσουν έναν ήλιο. Σαν δύο συρμοί του μετρό που χάθηκαν στις σκοτεινές γαλαρίες και δεν κοιτάχτηκαν, ποτέ ξανά.
Δηλητηριώδεις πεταλούδες, κάνουν θόρυβο γύρω από τα αυτιά μας και εμείς δεν δίνουμε, καμία σημασία. Τοξικά λουλούδια, φυτρώνουν παντού γύρω μας και εμείς τα μυρίζουμε και μιλάμε για κοινό μέλλον. Δεν αναρωτιόμαστε πια. Γνωρίζουμε τα πάντα και σίγουροι μέσα στην βαθιά μας παντογνωσία, πατάμε γκάζι σε ένα μπορντό αμάξι που είναι κατασκευασμένο με χαλασμένα φρένα και σπινιάρει με μανία προς τον γκρεμό που χάσκει απέναντι μας. Που να πήγαν άραγε όλες αυτές οι αιώνιες αγάπες, που ζευγάρια ορκίστηκαν κάτω από κίτρινα φεγγάρια με καρδιοχτύπι; Που πήγαν τα λόγια που έλεγαν θυμωμένα χείλη, σε παλιούς έρωτες; Δύο πράγματα μπορεί να σημαίνουν.. Η δεν υπήρξαν ποτέ ή είχαν δομικές δυσκολίες και ήταν κατασκευασμένα να αποτύχουν. Σαν μποξέρ με σπασμένη κλείδα, σε πυγμαχικό αγώνα. Δεν υπάρχει αιώνια αγάπη. Φήμες λένε πως παλιά βέβαια, υπήρξε. Πως φύτρωσε σε τοξικά χώματα και νικήθηκε από κοπάδια άγριων μελισσών. Πως τον σπόρο της, κατά τα αρχαία χρόνια κάποιοι έκλεισαν σε σκοτεινές σπηλιές και άδεια πηγάδια.
Αυτός όμως φύτρωνε και αντιστεκόταν. Ρουφούσε σκοτάδι και το έκανε φως. Μεγάλωναν οι ρίζες του. Κέρδιζε χώρο. Θέριευε και η αγάπη, ήταν το δώρο της φύσης προς τον άνθρωπο. Γαλήνευε τις ψυχές και ταυτόχρονα τις έκανε να καίνε. Από πόθο, από μικρές εκρήξεις. Που έκανε απίστευτα πράγματα, να φαντάζουν δυνατά. Που έκανε υγρά μάτια στο σκοτάδι, να μοιάζουν με τεράστια ήρεμα ποτάμια. Κρυφά ποτάμια όμως. Κρυμμένα στη γη. Σαν εμφυτευμένα ολοζώντανα κύτταρα, μέσα σε κουφάρι νεκρού αλόγου. Παράταση ή άρνηση του τέλους, το λες; Μπορείς να πεις, ότι θέλεις φυσικά. Μπορείς και εσύ να κοιτάξεις τις δηλητηριώδεις μέλισσες, να έρχονται σε άγρια σμήνη. Να χτυπούν τα φτερά τους σε άγριο, θυμωμένο ρυθμό. Σαν κοράκια, απέναντι από τρυφερά κρέατα, μέσα σε ξύλινους κουβάδες, κλεισμένα με διάφανο σελοφάν. Οι μέλισσες, δεν ήρθαν όμως από μόνες τους. Κάποιοι άνθρωποι τις εξέθρεψαν και τις έστειλαν. Τις μεγάλωσαν με μίσος, στη σιωπή. Τις τάισαν τύψεις και τις γέμισαν με εφιάλτες.
"Ζεις εφιάλτες στον ύπνο σου;" με ρώτησες. |"Δεν κοιμάμαι." σου αποκρίθηκα και έκλεισα τα μάτια. Μια μέρα που κοίταγα τα γαλάζια σύννεφα, κάποια στιγμή ο ουρανός σκοτείνιασε. Τα σμήνη, πέταγαν προς το στόχο τους. Μανιασμένα, σκοτεινά και αποφασισμένα. Κατατρύπησαν τον φυτό της αιώνιας αγάπης, που εξείχε από τη γη. Μπέρδεψαν το νέκταρ με το δηλητήριο και το φυτό, έμεινε να κοιτά, με το ένα του μάτι θολό. Χλόμιασε και το δέρμα του. Ακουμπούσε πια ο κορμός του, το χώμα. Άγγιζε δηλαδή η εξέλιξη, νικημένη, τη βάση. Και οι άνθρωποι σιγά, σιγά, άρχισαν να ξεχνούν. Άρχιζαν να συνηθίζουν στην απουσία της αγάπης από την ζωή τους. Προτιμούσαν την κενότητα, γιατί είχε κάτι από απροσάρμοστη, ανεμελιά. Οι άνθρωποι, έκαψαν τα βιβλία που μιλούσαν για την αγάπη και έπαψαν να λένε ιστορίες από γενιά σε γενιά. Η αιώνια αγάπη έτσι λοιπόν, γέρασε και χάθηκε. Από την στιγμή που πια όλοι αγνοούσαν την ύπαρξη της, δεν υπήρξε ποτέ. Σαν αποτυχημένο χημικό, πείραμα που διαγράφηκε από τα πρακτικά.
Οι άνθρωποι συνέχισαν να ζουν έτσι. Κενοί και μόνοι. Σε παράλληλες πορείες. Σαν μικρά ταχύπλοα, σε έναν τεράστιο ωκεανό. Μπορεί όλα αυτά βέβαια να τα ονειρεύτηκα εγώ. Ένας άνθρωπος, όπως όλοι οι άλλοι που δεν κοιμάται..
Σίγουρα δεν τα θυμάσαι όλα την ημέρα. Σκέφτεσαι σαν ένα στυλό που είναι έτοιμο να του τελειώσει το μελάνι, μικρή μου.. Πιέζεις το χαρτί , μήπως και βγει το καθημερινό πρόγραμμα. Σφίγγεις την λαβή. Κουρασμένη, σαν ποδηλάτης στην ανηφόρα πριν το τερματισμό. Μια κορδέλα που δεν την αισθάνθηκες να κόβεται στο πρόσωπο σου. Ένας τερματισμός, που τον παρακολουθείς πάντα σε αργή κίνηση στην τηλεόραση, καθισμένη το βράδυ στο σαλόνι. Τον βλέπεις και τον ξανά βλέπεις, σαν πεινασμένο πούμα, απέναντι από τον γεμάτο πάγκο του κρεοπωλείου. Σαδισμός, ψιθυρίζεις.. Χαμογελάς και ξανά πλησιάζεις την οθόνη. Πληκτρολογείς και ψάχνεις εκείνον που θα χορτάσει την ακόρεστη πείνα σου για αγάπη. Ψάχνεις εκείνον που θα ακούσει τα σήματα, που ακούγονται από τα πλήκτρα που πιέζεις με τα νύχια σου. Σαδισμός, ψιθύρισες και ξανακοίταξες όλα εκείνα τα πρόσωπα που χαμογελούν σε εκείνο το ράφι με τα κρέατα, που λέγεται Facebook. Σαδισμός και μοναξιά. Η άρνηση, πάντα σώζει τα προσχήματα, όχι την ουσία. Σαδισμός, τελικά μικρή μου...
Κάθε πρωί ξυπνάς, σε ένα άδειο κρεββάτι. Ένα μήνυμα πως ο όμορφος νέος με την φοβερή κατανόηση και το γλυκό χαμόγελο που μίλαγες όλο το βράδυ, τάιζε απλά τις δικές του σαδιστικές τάσεις. Όσο και αν κοίταξες γύρω σου, μόνο ο παγωμένος πρωινός αγέρας υπήρχε. Έμοιαζε με όσα ακριβώς έψαχνες εκείνος. Σε έκανε να αισθανθείς γυναίκα. Όχι κορίτσι, όχι γκόμενα, όχι δεύτερη, όχι ένα κομμάτι κρέας. Σε έκανε να αισθάνεσαι πως ήσουν, όσα ακριβώς έψαχνε. Ήσουν; Ήταν; Υπήρξε ποτέ αυτή η συνομιλία πριν χαθεί στην κατάργηση συζήτησης; Του μίλησες για πολλά, του έδειξες και κάποια από αυτά που θα του έδειχνες από κοντά. Σέξι πόζες με δήθεν αθώες γκριμάτσες και λίγο στήθος. Κάτι σαν να κάνεις έρωτα, σε μια αφίσα δηλαδή. Σαδισμός, μοναξιά και μετά κενό. Πάντα το επόμενο βράδυ, λείπει και αναρωτιέσαι αν έκανες κάτι λάθος μικρή μου. Σαδισμός και ερωτηματικά, σε ένα χέρι που κρατά τσιγάρο και δεν ξημέρωσε καν. Σηκώνεσαι και φτιάχνεις καφέ. Σκληρή εικόνα. Ένα φλιτζάνι μόνο. Σαν ένα γεράκι πάνω από την πιο όμορφη παραλία. Δεν θα το μοιραστείς. Ούτε πόσο πέτυχες το καφέ, ούτε πόσο υπέροχα χρώματα έχει ο πρωινός ουρανός.
Βάφτηκες και ξεκίνησες. Πόσο επιτυχημένη μοιάζεις στο ασανσέρ. Σαδισμός και ματαιοδοξία μικρή μου. Σίγουρα αρέσεις. Το παιδί που σου φτιάχνει το φρέντο στο καφέ, ο νεαρός γείτονας που ξεπαρκάρετε μαζί, ο συνάδελφος στο διπλανό γραφείο. Όλοι σου χαμογελούν. Ίσως και να τους αρέσεις. Ίσως και να ήταν εκείνοι, που σε συντρόφευαν χθες στο ερωτοπάζαρο του διαδικτύου. Περνάς και δεν ακουμπάς. Χαμογελάς και μοιράζεις ελπίδες. Σαδισμός και μοναξιά μικρό μου. Χαμογέλα, να μην καταλάβει κανείς τίποτα. Κρύψου πίσω από τα μεγάλα γυαλιά ηλίου σου, ακόμη και από σένα. Η Κόλαση του Δάντη. Περιφερόμενη και κενή. Αρέσεις όμως. Αλλά δεν μπορείς να πεις αυτά που θέλεις σε κάποιον, αν δεν πληκτρολογήσεις. Κάτι συνέχεια σε σταματά. Ξέρω.. είναι πιο εύκολο, μέσα από τα πλήκτρα. Σαδισμός και συνήθεια. Σχόλασες και η θέση στο καναπέ του σαλονιού σε περιμένει. Ξεντύνεσαι. Μένεις με τα εσώρουχα, όπως θα ήθελε να σε δει, εκείνος που σχόλασε επίσης και ετοιμάζεται, στον δικό του καναπέ. Σαν να κολυμπάς γυμνή, σε μια πισίνα με καρχαρίες θα είναι. Δεν φοβάσαι. Συνήθισες. Μεγάλωσες. Σχεδόν ξέχασες. Σαν στυλό, που ετοιμάζεται να ξεμείνει από μελάνι. Άδειες σελίδες, με χαρακιές.
Τόσες νύχτες. Τόσες ατάκες. Τόσα χαμόγελα. Τόσες αναλύσεις. Τόσο κενό. Τόσο μεγάλες οι νύχτες. σβήνει το φως, της οθόνης του υπολογιστή. Λες να τον έπεισες; Ξέχασα.. Εσύ δεν συμπεριφέρεσαι όπως οι άλλες και η μοναξιά σου είναι συνειδητή. Είσαι κλεισμένη σε ένα διαμέρισμα, σαν να βρίσκεσαι σε μια κονσέρβα αεροστεγώς κλεισμένη. Περπατάς μέσα στο σκοτάδι με κατεύθυνση προς το κρεβάτι. Αδειανή αγκαλιά. Σαδισμός και προσποίηση. Μα δεν σε νοιάζει και πολύ, γιατί θα κοιμηθείς αγκαλιά με το σκυλί σου. Αν νομίζεις πως είσαι μόνη, κάνεις λάθος. Το πρωί μην βαφτείς. Μην φορέσεις τα μεγάλα γυαλιά ηλίου. Κοίτα γύρω σου και αν τον ακούσεις να καρδιοχτυπά κάπου εκεί έξω, αρνήσου την συνήθεια. Καλύτερα ένα λάθος συναγερμός, παρά μια παρατεταμένη εκεχειρία. Σαδισμός και αγάπη. Ξέρω πως δεν θυμάσαι να αγαπάς...
Παίξε μου στο πιάνο σου. Παίξε μου. Υπόσχομαι να σιγήσω. Ναι, θα σιγήσω. Σαν νότα, που χάθηκε, σαν καπνός, μέσα στην διπλωμένη μπορντό και κρεμ κουρτίνα, που είναι πιασμένη στο παράθυρο. Θα σταθώ πίσω της. Μόνο ένα ψηλό περίγραμμα θα ξεχωρίζει αχνά. Παίξε μου τις μελωδίες σου, μικρή μου πριγκίπισσα. Υπόσχομαι να κρύψω τον δράκο. Ναι, θα καταπιώ τις φλόγες και θα αναπνεύσω τις νότες σου. Δεν θα ντυθώ πρίγκηπας. Δεν θα μιλήσω. Μόνο παίξε μου τις νότες σου. Δεν θα χτυπήσω ρυθμικά το παπούτσι μου στο λευκό μάρμαρο. Δεν θα χτυπήσει η καρδιά μου. Δεν θα ανοίξω τα μάτια μου. Θα τα αφήσω κλειστά. Δεν θα δείξω τον φόβο μου. Δεν θα πω καλημέρα. Απλά δεν θα δείξω τον φόβο μου. Θα σπείρω μια γενοκτονία μέσα μου. Τόσες χαμένες μέρες, καβάλα στον φόβο. Ένας ήχος με διαπερνά. Χωρίς τόνο, χωρίς ρυθμό. Παίξε μου τις μουσικές σου, στο πιάνο σου. Παίξε μου τις νότες σου.
Κλείσε με σε ένα τεράστιο κλουβί. Σε ένα πελώριο κλουβί. Κοίτα με. Περιφέρομαι σαν άγριο ζώο. Γυμνός, με ένστικτα, βγαλμένα από την σκοτεινή χώρα του υποσυνείδητου. Με βλέμμα χαμηλωμένο. Σαν να υποκρίνομαι και να περιμένω την αδύναμη σου στιγμή. Υποσίτισε με και άφησε με να κατασπαράξω τον εκπαιδευτή μου. Εσένα.. Κοίτα με να ντύνομαι κλόουν, στο δικό μας μυστικό τσίρκο. Να στοιχηματίζω ποιος θα τραβήξει πρώτος το βλέμμα. Άραγε στα παραμύθια υπάρχουν μάρτυρες; Υπάρχουν αντιδικίες για το τέλος; Υπάρχουν σημειώσεις για σικέ τέλος; Όποιος παραχαράξει πρώτος, είναι και αυτός που θα νικήσει σε μια ιστορία αγάπης. Όποιος τσαλακώσει την παρτιτούρα και αρχίσει να φαλτσάρει πρώτος, θα νικήσει. Όποιος μείνει πίσω, θα ανάψει, ένα μικρό σπίρτο, σε μια τεράστια δεξαμενή δακρύων, εύφλεκτων όσο η κηροζίνη. Κλείσε με σε ένα τεράστιο κλουβί και δες την ελεγχόμενη έκρηξη, να παραδίδει στην φωτιά, το μικρό μας τσίρκο. Είναι τόσες πολλές οι φωτιές, όσες και οι άνθρωποι.
Παίξε μου στο πιάνο σου. Δεν θα ανάψω τα κεριά. Δεν θα τελειώσω το ποτό μου. Η μαϊμού, δεν θα κάτσει στον ώμο μου. Δεν θα περπατήσω ποτέ, με το ημίψηλο καπέλο μου. Πώς...;; Δεν τέλειωσε το τσίρκο μας; Πάντα ένας είναι ο επιζών..... Παίξε μου στο πιάνο σου και δεν θα με δεις ξανά..
Κάποιες νύχτες, αισθάνομαι πως μεγαλώνω απότομα. Κάποιες άλλες, πως απλά γερνάω. Κάποια πρωινά, αισθάνομαι πως άργησε να ξημερώσει και κάποιες άλλες, πως ξεχάστηκα μέσα στη νύχτα και δεν ξύπνησα ποτέ. Χθες το βράδυ, περπάτησα στο λιμάνι και ψιχάλιζε. Κοιτούσα στο σκοτεινό νερό και έβλεπα, μικρές φωτεινές δίνες, να σέρνουν ένα περίεργο χορό. Οι λάμπες του λιμανιού, φώτιζαν το νερό, με μια διάσπαρτη τάση, σαν χιλιάδες τρεμάμενες πυγολαμπίδες. Οι ψιχάλες της βροχής, έπεφταν, σαν υγρά νήματα από τον ουρανό. Μια περίεργη, λεπτή βροχή. Ποιος άραγε αλλάζει τα καρούλια με τα νήματα εκεί ψηλά στον ουρανό; Αναρωτήθηκα αν ανήκω κάπου. Όχι. Σίγουρα όχι.. Ίσως, ούτε καν στον εαυτό μου, πια. Κάτι σαν ενοικιαζόμενο δωμάτιο, που μπαινοβγαίνουν άνθρωποι. Ένα ξενοδοχείο ημί-παραμονής. Ίσως μεγαλώνω. Ίσως και να γερνάω. Ίσως και βαθιά μέσα μου, να καταλαβαίνω πως είμαι μια ρόδα που γυρίζει. Απλά γυρίζει.
Κάπνιζα πολύ. Πάντα ξεμένω από αναπτήρα. Ίσως για να δανείζομαι την φωτιά. Μια δανεική φωτιά, είναι πάντα μια ξένη φωτιά. Κάτι σαν τις σχέσεις δηλαδή. Δεν σου άνηκε ποτέ, παρά μοιράστηκες λίγα τετραγωνικά γης και ίσως λίγα σύννεφα ονείρου. Ψεύτικα και μη μετρήσιμα ήταν και τα δύο. Κουβαλώ μια καταστροφή μέσα μου. Ένα ρεβόλβερ και μια αγκαλιά. Σκοτεινές μουσικές από χρόνους που δεν υπήρξαν ποτέ. Περπατούσα και κάπνιζα, μέσα από το μεγάλο, μαύρο χοντρό μπουφάν μου. Πάντα λάτρευα το περπάτημα. Ίσως και να είναι μια ενδόμυχη πράξη απόδρασης. Όσο περπατούσα, ήμουν ασφαλής. Μόνος αλλά ασφαλής. Το ένα χέρι στην δεξιά τσέπη και το άλλο στον γιακά. Σαν μια περιφερόμενη ιερόδουλη. Στολισμένη και μόνη. Με βλέμματα πάνω της. Ναι αυτό είμαστε πια όλοι. Στολισμένοι και μόνοι. Σαν τα σκοτεινά κότερα, που ξέμειναν δεμένα στην προβλήτα. Με ένα βήχα βαθύ. Που πάντα μας προδίδει, όταν περιμένουμε μόνοι στο σκοτάδι. Δεν ξέρω πως είναι να φοβάσαι πια. Ξέχασα. Είναι κάποιος εθισμός στη μοναξιά. Σαν τον πρώην ναρκομανή που πάντα θα ψάχνει την δόση του, παρόλο που ξέρει πως καθάρισε πια.
Έφτασα σε μια άκρη του λιμανιού και κοίταγα από ψηλά κάτω. Το λιμάνι ήταν φωτισμένο και τεράστιο. Έβλεπα τα πάντα από ψηλά. Έκατσα στο κάγκελο της μεγάλης στροφής στο Πασαλιμάνι και έψαξα για αναπτήρα. Το μάτι μου πήγε στην τεράστια δάδα του πάρκου. Τι ειρωνεία. Να κοιτάς μια τεράστια δάδα και να ψάχνεις για αναπτήρα. "Πρόσεχε μην τυχόν και πέσεις", μου είπες. Γέλασα. Τι είμαι άραγε; Ένας Κλόουν, ένα Βαμπίρ ή μια Λερναία Ύδρα; Κοίταξα ξανά απέναντι, όπως ο Νέρωνας. Όλα καιγόντουσαν και κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα. Άνθρωποι πετούσαν από εδώ και από εκεί. Κενοί άντρες και εύκολα κορίτσια. Έρωτες με κούφια ντέρτια, μέσα από αυτοκίνητα με φιμέ τζάμια. Βιβλία με πολλές εύπεπτες φωτογραφίες και καθόλου λέξεις. Νύχτες.. Ναι, νύχτες που δεν ξημέρωσαν ποτέ. Νύχτες σαν αιώνες. Νύχτες που ξέχασες το όνομα σου. Νύχτες που σιγά κατεβαίνουν στην πόλη και κάνουν των ήχο των τακουνιών να μοιάζει σαν σφαίρες σε τσίγκινο τοίχο.
Και εγώ; Ποιος να είμαι άραγε; Αφού δεν ορίζω τις λέξεις και με βρίσκουν μόνες τους, εκείνες. Ξέχασα το όνομα μου. Ένα κορίτσι με κοιτά. Τι είναι ο χρόνος; Τι είναι η αγάπη; Ίσως τα δυο μεγαλύτερα παραμύθια που παρήγαγε ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Ίσως να είμαι μια χαραυγή που έχασε τον δρόμο μέσα στη νύχτα..