Τοπική ώρα 01:11. Βράδυ φθινοπώρου. Κάπου στην στεριά. Υπολειπόμενος Χρόνος: Μία ώρα και έντεκα λεπτά, μέχρι τις 02:22 που τελειώνει αυτός ο πολιτισμός, όπως τον ξέραμε μέχρι τώρα. Δεν υπάρχει ηλεκτρικός τόνος. Μόνο σκοτάδι και κάπου κάπου, ψιχάλες από μια βροχή που περισσότερο την μυρίζεις, παρά που σε βρέχει. Φοράω ιδρωμένα εσώρουχα, μια πράσινη στολή και από πάνω ένα αλεξίσφαιρο για την Αγάπη, που είναι τρύπιο από σφαίρες. Κάθομαι στο κρύο πεζοδρόμιο και ακουμπώ με την πλάτη, σε μια πινακίδα που γράφει STOP. Πίσω μου, υπάρχει ένας πρώην φωτεινός σηματοδότης, με ξηλωμένες λάμπες. Το όπλο μου έχει μόνο μία σφαίρα. Παντού σκοτάδι και κάποιες μπάλες από άχυρα. Πόσα χρόνια είχα να δω άραγε από κοντά άχυρα; Η μία αρβύλα μου έχει πιτσιλιές από αίμα και λάσπη. Ξεραμένα και τα δύο, να ενώνονται τα μόρια τους. Η άλλη αρβύλα, ήταν άθικτη σαν το πόδι ενός ακρωτηριασμένου δρομέα ταχύτητας. Μπετόν. Υγρό μπετόν. Σωριασμένο υγρό μπετόν. Πόλεις έρημες από ζωντανούς. Κάθομαι εκεί που κάποτε υπήρχε ένα πολυσύχναστο πάρκο γεμάτο από ζωντανούς ανθρώπους και σκιουράκια. Και τι δεν θα έδινα για ένα ποτό σε ένα ζεστό μπαρ. Το όπλο μου είναι λασπωμένο και αυτό. Κράτησα μια σφαίρα. Όχι στην θαλάμη. Μια στην γεμιστήρα μόνο. Σαν υπολανθάνων έρωτας. Σαν κρυφός πυρετός. Σαν υπόγειο εργοστάσιο καρδιακών χτύπων. Φαντάσου να απομείνεις ο τελευταίος επιζών σε έναν κόσμο που μετράει αντίστροφα. Κοιτάς δεξιά, αριστερά και αναρωτιέσαι αν αυτό είναι το τέλος. Σκοτάδι. Φαντάσου έναν ασύρματο με γεμάτες μπαταρίες και κανέναν στην συχνότητα. Ένα κενό και που και που παράσιτα, από τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας, που ένα, ένα βγαίνουν εκτός δικτύου. Δεν δοκίμασα απόψε. Δεν προσπάθησα να δω αν μου απαντήσεις κανείς.
Τοπική ώρα 01:30. Σαν ταινία με σενάριο που δεν υπάρχει κανείς να το υποδυθεί. Κουκούλια πιασμένα από τσιγκέλια έξω από κάθε μισό-χαλασμένο σπίτι. Σε κάθε κουκούλι αγκαλιασμένες ψυχές που έφυγαν για άλλες διαστάσεις μαζί. Ρομαντισμός μέσα στα σκατά. Μικρά φωτάκια από μικροσκοπικούς φακούς, που τους τελείωσαν οι μπαταρίες. Μαύρα κουκούλια. Σαν τον οργασμό της κάμπιας, που δεν έγινε ποτέ πεταλούδα και σάπισε μέσα στο κουκούλι της, με ένα όνειρο. Να πετάξει στον σκοτεινό ουρανό. Ένα όνειρο που το έμαθε μονάχα η αδερφή ψυχή της. Είτε ήταν αδερφός, σύντροφός, σύζυγός, γιός ή εραστής. Που δεν πρόλαβε να το φανερώσει. Αγκάλιασε σφιχτά το κουφάρι που κρατούσε αγκαλιά και έκλεισε τα μάτια. Άφησε τον χρόνο να παίξει τον δικό του ρόλο. Είχε σκοτάδι μέσα στο κουκούλι. Ζέστη και ένταση. Σαν την Αγάπη. Ο αποδεκατισμός όσων νιώθουν, είχε ξεκινήσει. Ορδές από σ'αγαπώ άρχισαν να μαντρώνονται μέσα στα κουκούλια και τα τσιγκέλια πλήθαιναν. Στην αρχή ένας παλμός και μετά σιγή. Σαν την αναπνοή που δεν σταματά, αν δεν ακούσει μια καρδιά να χτυπάει μέσα σε ένα στήθος. Σαν ένα καρδιοχτύπι από μια αμαξοστοιχία που έκαψε την μηχανή της, στο τέρμα της διαδρομής. Ένα, ένα τα ζευγάρια των ψυχών άρχισε να κλείνεται στο κουκούλι του. Στο μεταξένιο μαύρο κουκούλι του. Σηκώθηκα και κράτησα το όπλο μου, με το αριστερό μου χέρι. Στερέωσα την διόπτρα. Σκέφτηκα να οπλίσω. Όχι. Δεν υπήρχε λόγος. Άφησα την τελευταία σφαίρα στην θέση της. Σαν δράκος που βρυχάται πάνω από το κρεβάτι της κοιμισμένης του πριγκίπισσας. Σαν τσακάλι. Περπάτησα προς μια παιδική χαρά με χαλίκια.
Τοπική ώρα 01:55. Έσκαψα μια τρύπα, δίπλα από μια σπασμένη κόκκινη κούνια. Αισθανόμουν ήδη ένα ελαφρό τρέμουλο, στο αριστερό χέρι. Ξάπλωσα μπρούμητα. Πήρα θέση άμυνας. Η επίθεση δεν είχε πια καμία σημασία. Στερέωσα τα ξύλα μπροστά μου. Ακούμπησα το όπλο σε τέτοια θέση, ώστε να μην χρειάζεται να το κρατώ πια. Άναψα τσιγάρο. Φύσηξα ευθεία μπροστά τον καπνό. Η διόπτρα μου θόλωσε. Άνοιξα τους ιμάντες από το αλεξίσφαιρο μου. Ένιωσα τα πλευρά μου να βρίσκουν υγρό οξυγόνο. Άραγε τι κάνω; Έστησα ενέδρα σε έναν κόσμο που σε λίγο τελειώνει. Έβγαλα το αλεξίσφαιρο. Ακούμπησα δίπλα μου στα αριστερά το μαχαίρι. Αν και δεξιόχειρας, όλα προς τα αριστερά τα κάνω. Η καρδιά μου χτυπούσε αργά, σαν βαλσαμωμένο γεράκι που περιμένει το τέλος, σε ένα κουτί, στην κατάψυξη της ανθρώπινης ιστορίας. Άγγιξα το κουμπί του ασυρμάτου που είχα στερεωμένο δεξιά, στην χακί φυσιγγιοθήκη μου. Χάιδεψα το κουμπί. Το πίεσα τρείς φορές απαλά. Ο δείκτης μου το κράτησε πατημένο.
-Μήνυμα προς τυχόν επιζώντες. Θέση 22. Απομένουν 27 λεπτά. Αν ακούει κανείς, να οχυρωθεί. Ακολουθήστε τις γνωστές οδηγίες. Αν δεν μπορούν να σας δουν, δεν μπορούν και να σας ρίξουν. Το χρωστάμε στον νόμο της Αγάπης. Φροντίστε να κλείσετε τα μάτια με το που εμφανιστεί εκείνο το μεγάλο φωτεινό και άγριο μανιτάρι της καταστροφής. Οι θέσεις στα κουκούλια έχουν τελειώσει εδώ και καιρό. Αν ακούει κανείς, είστε οι τελευταίοι επιζώντες μιας εποχής που πεθαίνει. 25 τελευταία λεπτά. Πέρασαν μήνες και μέρες και γνωρίζω πως υπήρξατε εκεί έξω σαν μοναχικά τσακάλια. Υγροί, κουρασμένοι και νηστικοί. Μυρίζατε την Αγάπη στα κουκούλια και τα γυροφέρνατε πεινασμένοι. Είναι οι τελευταίες οδηγίες που θα σας δοθούν. Ξέρω πως μπορεί και να μιλάω μονάχα στον εαυτό μου. Μα ελπίζω. Ελπίζω στα τελευταία 21 λεπτά να μάθω πως υπάρχουν και άλλοι, που οχυρωμένοι, κοιτούν το ρολόι και αγγίζουν κρυμμένοι την σκανδάλη. Ελπίζω. Μεγάλη λέξη. 21 τελευταία λεπτά.
Τοπική ώρα 02:13. Εννιά λεπτά απομένουν. Φανταζόμουν την φωνή μου να ηχεί σε ξεχασμένους ασυρμάτους. Σαν ηχώ από μοναχικό λύκο, που ο αέρας δεν θα μεταφέρει ποτέ το μήνυμα. Σκοτάδι. Κοίταξα ψηλά στον ουρανό. Τρισεκατομμύρια αστέρια. Σαν ένας ωκεανός με κεριά. Σαν ένας πίνακας με ατελείωτα ζευγάρια μάτια. Σαν μια τούρτα σοκολάτα με 40 σβηστά κεράκια. Ξαφνικά ακούστηκε ένας παρατεταμένος ήχος από παράσιτα. Μακρόσυρτα σήματα σαν να εκπέμπει κάποιος, πέρα από τις δικές μας έξι αισθήσεις.
-Με ακούει κανείς; ακούστηκε μια φωνή αργά.
-Ναι. Ναι. Το αριστερό μου χέρι έτρεμε κανονικά. Άρπαξα τον ασύρματο και τον έφερα δεξιά, δίπλα στο μαύρο κοντάκι του βρεγμένου μου όπλου.
-Φοβήθηκα πως ήμουν μόνη. Μετά άκουσα την φωνή σου. Που είσαι;
-Κάπου στην στεριά. Εσύ;
-Και εγώ. Πόσο χρόνο έχουμε;
-Τέσσερα λεπτά.
-Ένα τσιγάρο και ενάμιση αιώνα Αγάπης δηλαδή.
-Ναι. Ναι.. έτσι ακριβώς. Πως είσαι εμφανισιακά;
-Τι σημασία έχει; Μένουν τέσσερα λεπτά και μας χωρίζουν χιλιάδες χιλιόμετρα και ένας ωκεανός. Τρία λεπτά.
-Πες μου. Κρατς...Κράου.. Τράβηξα το κλείστρο πίσω με δύναμη. Η τελευταία σφαίρα, πέρασε στην θαλάμη, ζεστή από την τριβή. Είχα ήδη οπλίσει και ο κρότος ακούστηκε μέσα στην νύχτα, σαν φλεγόμενο φορτηγό που συγκρούεται με μπάρες διοδίων. Έκλεισα το δεξί μάτι μου και ακούμπησα το αριστερό στην διόπτρα μου. Έψαξα τον σταυρό στόχευσης.
-Ένα λεπτό μωρό μου.
-02:21. Ένα λεπτό. Όπλισες;
-Ναι. Είμαι έτοιμη.
-Όταν τελειώσουν όλα θα συνεχίζεις να με αγαπάς;
-Ναι.
Τοπική ώρα 02:21 και 54 δευτερόλεπτα. Τικ..τακ..τικ..τακ.. τικ.. τακ.. Δεν ξέρω αν ήταν καρδιακοί παλμοί ή οι τελευταίες στιγμές μιας πυρηνικής έκρηξης. Κρότος. Αγέρας που τρέχει μανιασμένος και βροχή. Φως και βροχή. Επιτέλους βρέχει. Ένας τεράστιο κρότος προερχόμενος από την γη, με σήκωσε στον αγέρα, της φωτεινής νύχτας. Πετάω. Πετάω, όπως κάνω κάποια βράδια στον ύπνο μου. Εξαϋλώθηκα. Ρομαντισμός στα σκατά. Ρομαντισμός στο σκοτάδι. Η πεταλούδα, επιτέλους πέταξε ανάμεσα στα αστέρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου