Μοναστηράκι. Κόσμος πολύς. Περασμένες δέκα. Κάπου μεταξύ χαρωπών τουριστών και φωταγωγημένων πινακίδων. Όρθιος. Άγνωστος, μεταξύ αγνώστων. Κενός, μεταξύ κενών. Υποθέτω κενών. Δεν το ελπίζω όμως. Μάλλον κενών καλύτερα. Κενό εστί μισό. Κενό εστί σιωπηρό. Κενό εστί σκοτεινό. Κενό εστί μπύρα χωρίς αλκοόλ. Κενό εστί μάτια που δεν δάκρυσαν από εγωισμό. Κενό εστί ρώσικη ρουλέτα, με καψούλια. Χάδι χωρίς αποτύπωμα. Κερί χωρίς φυτίλι. Αρκετά με την ανάλυση. Κοίταξα αριστερά και είδα μια νεράιδα να καπνίζει. Μόνη. Δεν κουνήθηκα. Απλά άναψα τσιγάρο και συνέχισα να την κοιτάω. Είδα την κοκκινωπή ροπή της αύρας της, που έκανε τα σωματίδια του αέρα να αναφλέγονται. Είδα τα φρύδια της να κρύβουν δύο μέσα παρατήρησης, που έμοιαζαν με δίδυμα φεγγάρια. Ήξερε πως ήμουν εκεί. Πήγε έντεκα. Δεν είχα κουνηθεί. Ούτε εκείνη. Ακούμπησα πίσω στον τοίχο, που αισθάνθηκα να καίει τον ώμο μου. Έρωτας; Χαμογέλασα. Αυτά τα πλάσματα δεν ερωτεύονται. Απλά στέκουν στον χρόνο και ομορφαίνουν, όσο ξαφνικά χάνονται. Όσο μεγαλώνω, καταλαβαίνω πότε δεν πρέπει να ακούσω τις φωνές μέσα στο κεφάλι μου. Όσο μεγαλώνω, τόσο τις αγνοώ. Ξέρω πως διαποτίζονται με λογική, μα με η λογική δεν με αφορά. Καλύτερα ένας εικονικός πνιγμός από βύθιση πλοίου, παρά αποφυγή των βράχων. Έρωτας; Δεν θα πάρω απόψε... Τσιγάρο. πήγε δώδεκα παρά είκοσι. Μοναστηράκι. Κάπου μεταξύ των ερωτευμένων και ένας κενός.
-Θα κάτσεις πολύ ώρα ακόμη εκεί; με ρώτησες.
-Περιμένω να φύγει το φεγγάρι και θα φύγω και εγώ.
-Ξέρεις πόση ώρα στέκεσαι απέναντι μου;
-16 τσιγάρα και 4 ποτά. Φύσηξα τον καπνό μου.
-4 προς 1. Καλή αναλογία.
Χαμογέλασες. Τώρα πια το φεγγάρι θα αργούσε να φύγει.
-Να κεράσω ένα; είπα και κοίταξα κάτω.
-Ξεκίνησε η παρτίδα;
-Φώτισες το σκοτάδι. Το δικαιούσαι. Δεν υπάρχει καμία παρτίδα. Δεν τζογάρεις τίποτα. Απλά κάποια στιγμή το πρωί, θα χαθείς μέσα στη θάλασσα.
-Δεν με έχουν ξανά φλερτάρει έτσι.
-Δεν σε έχω ξαναδεί και ας έχω κοιτάξει χιλιάδες φορές το φεγγάρι.
-Τι σχέση έχω με το φεγγάρι πια;
-Κοίτα τα μάτια σου. Μοιάζουν με δυο αμφίκυρτα φεγγάρια. Μια απόλυτη ένωση ενός σκοτεινού και ενός φωτεινού μισού. Μια πανσέληνος, πίσω από βλεφαρίδες.
-Σε 'όλες έτσι μιλάς;
-Ποιος σου είπε πως είμαι πραγματικός και το κάνω κάθε βράδυ;
Σηκώθηκα και περπάτησα. Άκουσα τα τακούνια σου να πατούν πίσω μου. Άναψα τσιγάρο. 23 προς 6. Μοναστηράκι. Ώρα τρεις και μισή. Έστριψα στο πρώτο στενό δεξιά και σε άκουσα να με προσπερνάς. Σε ακολούθησα. Ήξερες πως έρχομαι πίσω σου. Με άκουγες. Έστριψες στο δεύτερο στενό αριστερά και βρεθήκαμε ακριβώς εκεί από όπου ξεκινήσαμε.
-Δεν είναι μάταιο; είπες ψιθυριστά.
-Είναι.
Μου άναψες το τσιγάρο και χάθηκες στο στενό. Καληνύχτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου