Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

Θα το νιώθω..




 
        Είμαι ξαπλωμένος. Κοιτάω το ταβάνι. Γκρι. Σαν ποτάμια από καπνό τσιγάρου, να έβαψαν ένα καπάκι, πάνω από τον μπορντό καναπέ μου. Προεξέχει μια λάμπα. Γύρω από το γύψινη της βάση, ένας σκοτεινός κύκλος. Μια σκιά. Σαν χωράφια με όπιο, κάτω από τον καυτό Αφγανικό ήλιο. Άραγε τα φίδια εκεί καταλαβαίνουν πως είναι μαστουρωμένα; Έχουν συναίσθηση πως έχουν ουρά; Πιστεύω πως όχι. Αισθάνονται το ρίγος της παπαρούνας να τα καταλύει σαν απανωτά ηλεκτροσόκ. Δεν ξέρουν τι είναι. Δεν ξέρουν πως παγιδεύτηκαν εκεί. Δεν ξέρουν τι υπάρχει πιο έξω. Απλά Υπακούουν στο στερητικό σύνδρομο και απλά περιφέρονται. Ακουμπούν στα ξερόχορτα και αγνοούν την έλλειψη της βροχής. Κλείνουν τα μάτια. Ο καυτός ήλιος, τα δένει σαν βεντούζα στο χώμα και ζουν με παραισθήσεις. Κάποιες φορές νομίζουν πως γίνονται τεράστιες πεταλούδες που χάνονται στον κόκκινο ορίζοντα και κάποια άλλες πως γίνονται τεράστια σκουλήκια που κατατρώγουν τις ρίζες από τις παπαρούνες. Λέγεται πως κάποια φίδια το προσπάθησαν και κάποια άλλα έχοντας την παραίσθηση πως είναι μαύροι γύπες, έπεσαν πάνω τους και τα κανιβάλλισαν. Νύχτωσε. Οι μεν κοιτούσαν τους δε. Δεν υπήρξαν θύματα. Άλλη μια ομαδική παραίσθηση, είχε τελειώσει.  Έτρεξαν με μανία να εξαφανιστούν, μα όταν έφτασαν στην άκρη της οργωμένης γης, ηλεκτροφόρα καλώδια, σκότωσαν κάποια. Δεν υπήρχε καμία παραίσθηση. Τα είχαν βάλει εκεί οι άνθρωποι, για να φυλάξουν το όπιο από τους ανθρώπους. Κρίμα που δεν είχαν Facebook, για να κοινοποιηθεί η κατάσταση. 
            -Φοβάσαι; με ρώτησες.
 -Φυσικά. Αποκρίθηκα και φύσηξα στον καπνό μου προς το ταβάνι, σαν να προσπαθούσα να γκριζάρω κι άλλο το ταβάνι.
-Γι' αυτό δεν μου λες ποτέ καληνύχτα; Πάντα νόμιζα πως δεν σε ένοιαζε να ευχηθείς.
-Φοβάμαι πως είναι η τελευταία φορά, που νυχτώνει και θα μας βρει εδώ.
-Δεν είχα καταλάβει πως είχες ανασφάλειες.
-Δεν έχω. Φοβάμαι πως φοβάμαι πολύ. Φοβάμαι πως θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα έχουν αλλάξει όλα, προς το κακό.
-Δηλαδή; Με ακούμπησες στο στήθος. Με χάιδεψες σαν να ανακάλυπτες κάτι ζωντανό, παγιδευμένο σε μια παγοκολόνα.
-Φοβάμαι πως ένα πρωί, ένα τεράστιο μπουλούκι που θα  αποτελείται από αδίστακτους ξυρισμένους νεαρούς και από κουκουλοφόρους νέους με χλώριο πισίνας στις μπότες τους,  θα φορούν τις ίδιες στολές. Θα ξεχυθούν να αποτελειώσουν όποιον ονειρεύεται σε αυτή την πόλη. Ασθμαίνοντες χοντροί γραβατοφόροι με ιδρωμένα μέτωπα, θα ωρύονται μπροστά από οθόνες. Κολπίτιδες, αναπνοές με μηχανική υποστήριξη, κορναρίσματα, πονοκέφαλοι, αισθηματικές αδυναμίες, φακοί χωρίς μπαταρίες, σκυλόσπιτα με γεμάτα πιάτα από τροφή χωρίς σκυλιά όμως, βρεγμένα τσιγάρα, σφυρίχτρες, ηλιοβασιλέματα χωρίς ουρανό, τενοντίτιδες, νεκρά πουλιά μέσα σε κλουβιά,κοπριά χωρίς λουλούδια, ρέκβιεμ χωρίς πνευστά. Θα φοράμε πανοπλίες. Θα φοράμε μάσκες. Όχι αυτές που φοράμε κάθε πρωί.. Τις άλλες με το οξυγόνο.
-Θα μπορώ να σου πω σ'αγαπώ;
-Δεν θα επιτρέπεται.
-Και πως θα το ξέρεις;
-Θα το νιώθω. Όπως νιώθω τον καπνό.
-Εσύ θα μ'αγαπας;
-Nαι.. Κάθε φορά που θα το νιώθω θα ανάβω μια φωτιά και έτσι θα το καταλαβαίνεις και εσύ.
     

             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου