Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Η Ελπίδα σε τιμή ευκαιρίας...

   

         Περπατώ πολύ. Περπατώ και σκέφτομαι. Περπατώ και αδειάζω το άδειο μου κεφάλι. Περπατώ και δεν σκέφτομαι. Περπατώ. Απλά περπατώ. Περιφέρομαι με τα χέρια στις τσέπες, σαν λύκος που βαρέθηκε να γυροφέρνει τα κοπάδια και αποφάσισε πως αν γίνει ένα χορτοφάγο κτήνος, θα σβήσει τα άγρια ένστικτα του. Αποφάσισε πως θα μετατραπεί σε θηλαστικό. Ένα διαφορετικό αιλουροειδές. Περπατώ και ξεχνάω. Περπατάω και ηρεμώ. Περπατώ. Απλά περπατώ με έναν αιώνιο χειμώνα, πίσω από τα μάτια μου. Πάντα ζήλευα αυτούς που ήξεραν να σφυρίζουν ρυθμικά και αυτούς που ήξεραν να παίζουν φυσαρμόνικα. Κάποτε έμαθα κάνα δυο τραγούδια σε μια μελόντικα, αλλά ακουγόμουν σαν παράφωνη καραμούζα. Περπατώ χωρίς ρυθμό. Πολλά χιλιόμετρα, σαν παράφωνο πικ απ, που κόλλησε η βελόνα και θα συνεχίζει να παίζει το ίδιο τραγούδι, μέχρι να γίνει διακοπή ρεύματος. Βλέπω στα παλιά γουέστερν, που παίζει φυσαρμόνικα ο πρωταγωνιστής γύρω από την φωτιά, σε κάποια μακρινή έρημο. Σιχαίνομαι τα όπλα, δεν υπάρχει κοντά έρημος, δεν αισθάνομαι πρωταγωνιστής και δεν ξέρω φυσαρμόνικα. Περπατώ και συλλογίζομαι. Σαν λύκος, σε νηστεία, που αρνείται την φύση του.
         Ενεχυροδανειστήρια. Αγορά χρυσού και πολύτιμών ειδών. Παροχή δανείων. Με φωτογραφίες από αυτοκίνητα, ρολόγια ROLEX και ασημένιων  σκευών. Εικόνες με Αγίους και χρυσές βέρες. Μεγάλες ταμπέλες για μεγάλες ευκαιρίες. Πωλείται η Ελπίδα σε τιμή ευκαιρίας. Εξαθλίωση, αποκτήνωση, συμβιβασμός, εκμετάλλευση, πόνος, ήχος από κέρματα που συγκρούονται μέσα σε ένα συρτάρι που κλείνει απότομα. Μέσα από τις πόρτες, υπάρχουν πάντα κάγκελα. Δεν ξέρω αν υπάρχουν για να προστατεύουν τους μέσα από τους έξω ή το αντίθετο. Έχουν ξεφυτρώσει παντού. Φυτρώνουν παντού, σαν παράσιτα. Σαν ζιζάνια έτοιμα να μολύνουν με πόνο, κάθε γειτονιά, κάθε στενό. Με καλοντυμένα αιμοσταγή γεράκια, που κάθονται σε ένα γραφείο. Σαν τσίρκο με λιοντάρια, που φοράνε γραβάτα και τακούνια. Πάντα παρατηρώ τα μάτια αυτών που βγαίνουν από μέσα. Σαν επιβιώσαντες από επέμβαση καρδιάς μοιάζουν. Με τα μάτια τους χαμηλά. Κενούς. Περπατούν. Απλά περπατούν μουσκεμένοι από μια βροχή λύπης, που τους έτυχε. Δεν κοιτούν πίσω. Ντρέπονται να κοιτάξουν τον βιαστή τους. Φοβούνται πως θα ξανασυμβεί. Περπατούν και εγώ τους κοιτώ. Περπατώ πίσω τους. Περπατώ και σταματώ να σκέφτομαι.
          Δεν ξέρω αν λυπάμαι ή αν θυμώνω πιο πολύ. Νιώθω να ξυπνούν τα ένστικτα μου. Εκείνα που θέλω να ξεχάσω. Θέλω να τα περιλούσω με βενζίνη και αφού βάλω μια καρέκλα, ακριβώς μπροστά από την καγκελένια πόρτα, να τα δω να καίγονται. Με τα καθάρματα εγκλωβισμένα μέσα. Να τους κοιτώ. Να δω πόσο θα διαρκέσει εκείνο το κρυφό χαμόγελο, που έχουν σαν φύγει το προηγούμενο θύμα τους. Όχι δεν λυπάμαι. Όχι δεν θα περπατήσω. Θα κάτσω και θα δω όλο αυτό το αλλόκοτο θέαμα, μέχρι τέλους. Να δω να καίγεται και να σβήνει ο πόνος τόσων ανθρώπων, να δω να εξατμίζεται η αξιοπρέπεια και το δάκρυ τόσων άλλων. Από άκρη σε άκρη, ονειρεύομαι να δω κάποια νύχτα όλα τα ενεχυροδανειστήρια να καίγονται. Να γεμίσει η πόλη καπνό, κάποιο βράδυ, από την σπονδή στην εκδίκηση. Θα περπατώ και θα χαμογελάω. Θα περπατάω και θα αισθάνομαι την ανακούφιση, τόσων ανθρώπων. Άγρια ένστικτα. Άγριοι άνθρωποι. Κτήνη με γραβάτες. Περπατώ και περιμένω......

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου