Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Ο Έρωτας ήταν ένας τυφλός και μέθυσος γεράκος.......





        Πριν πολλά χρόνια, υπήρχε το παλιά. Πριν από αυτό, η αρχαιότητα και ακόμη πριν από αυτό, η Αγάπη. Περιφερόταν μόνη μέσα στις ερημιές, πλένοντας τα μαλλιά της σε μικρές γαλάζιες μυστικές λίμνες και μάζευε λουλούδια από υπέροχα τεράστια λιβάδια με ροζ, κίτρινες, και κόκκινες τουλίπες. Κρυβόταν τα πρωινά κάτω από σμήνη με πεταλούδες και το βράδυ, πλάνευε πυγολαμπίδες, οι οποίες την κυνηγούσαν μέχρι να σηκωθεί ο ήλιος, πίσω από τα τρία μεγάλα πράσινα βουνά, που χώριζαν την γη από το πριγκιπάτο της Αγάπης. Έναν τόπο, ταγμένο στην αλήθεια και την γαλήνη. Εκεί ζούσε μόνο αυτή και οι τρείς υπηρέτες της. Ο μεσήλικας Σεβασμός, η χαρωπή Αλήθεια και ο μικρότερος από όλους, που λεγόταν Χαμόγελο. Περιφερόντουσαν την ημέρα σαν μελωδία και το βράδυ κούρνιαζαν σαν σιωπή. Ξημέρωνε γλυκά και νύχτωνε απότομα, σαν δυο βαμμένες βλεφαρίδες, που κλείνουν.  Κύλισαν πολλά χρόνια. Πέρασαν ακόμη περισσότερα και η αρχαιότητα γέρασε. Το πριν εγκαταστάθηκε με την Αγάπη να πιστεύει πως θα νικήσει τον χρόνο, που ύφαινε παγίδες, σαν τις καλοκαιρινές αγκαλιές.
       Κάποιοι άνθρωποι όμως, σκαρφάλωσαν στα βουνά μια μέρα και είδαν την Αγάπη να περιφέρεται σαν άλλη βασίλισσα, έχοντας ξοπίσω της, τους τρείς υπηρέτες και ένα μακρύ πέπλο από πολύχρωμες πεταλούδες, που τους ακολουθούσαν παντού.  Την παρατήρησαν να ξαπλώνει ανάμεσα σε νυχτολούλουδα και να ξυπνάει, δίπλα σε μικρά ρυάκια. Την είδα να ομορφαίνει και να λάμπει από αγνότητα. Παραξενεύτηκαν. Στην αρχή τρόμαξαν και μετά θύμωσαν. Κάτι που δεν τους μοιάζει περιφερόταν σε μια περιοχή που φάνταζε, σαν τρύπα στον χρόνο. Έτρεξαν στο σπίτι και κοιτάχτηκαν γρήγορα στον καθρέφτη. Άγγιξαν το είδωλο τους και ένιωσαν φθόνο. Αφού δεν θα μπορούσαν να της μοιάζουν, θα έπρεπε να την εξαφανίσουν. Πέρασαν πολλές νύχτες, που μηχανεύονταν γύρω από το τζάκι, σαν δαιμονικό συμβούλιο, τρόπους για να την σβήσουν από τον χάρτη. Όσο ο καιρός περνούσε όμως, η φήμη εξαπλωνόταν σαν ελονοσία. Ο μοχθηρός Χρόνος, έφτασε πάνω σε μια άμαξα και σταμάτησε στην κεντρική πλατεία.
       Το σκοτεινό παρουσιαστικό του, τρόμαξε αυτούς που τα βράδια ονειρεύονται και την ημέρα περπατούν. Κάποιοι ένιωσαν σαν βρήκαν εκείνον τον ηγέτη που περίμεναν. Ψηλός, αδύνατος. Μελαχρινός, με  λευκή επιδερμίδα που δεν είχε φρύδια. Είχε στενές πλάτες και πολύ μακριά χέρια, με λεπτά δάχτυλα. Φαινόταν σαν δεξιοτέχνης πιανίστας που ξέπεσε να παίζει μουσικές, σε ανήθικα υπόγεια στέκια. Σαν μαέστρος, που έχασε ξαφνικά το ταλέντο του και αποφάσισε, πως έπρεπε να σκοτώσει τις νότες. Φορούσε ένα μαύρο κοστούμι με μοβ πουκάμισο και καφέ μυτερά, γυαλιστερά παπούτσια. Μια διπολική προσωπικότητα, που την μια στιγμή ήταν ο Χρόνος και την άλλη ο Εγωισμός. Σαν νυχτερίδα κλεισμένη σε ένα διάφανο μπουκάλι, που ξεχάστηκε σε ένα παράθυρο, που το χτυπά ό ζεστός ήλιος του μεσημεριού..

Η συνέχεια αύριο..............

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου