Κάποιες νύχτες, αισθάνομαι πως μεγαλώνω απότομα. Κάποιες άλλες, πως απλά γερνάω. Κάποια πρωινά, αισθάνομαι πως άργησε να ξημερώσει και κάποιες άλλες, πως ξεχάστηκα μέσα στη νύχτα και δεν ξύπνησα ποτέ. Χθες το βράδυ, περπάτησα στο λιμάνι και ψιχάλιζε. Κοιτούσα στο σκοτεινό νερό και έβλεπα, μικρές φωτεινές δίνες, να σέρνουν ένα περίεργο χορό. Οι λάμπες του λιμανιού, φώτιζαν το νερό, με μια διάσπαρτη τάση, σαν χιλιάδες τρεμάμενες πυγολαμπίδες. Οι ψιχάλες της βροχής, έπεφταν, σαν υγρά νήματα από τον ουρανό. Μια περίεργη, λεπτή βροχή. Ποιος άραγε αλλάζει τα καρούλια με τα νήματα εκεί ψηλά στον ουρανό; Αναρωτήθηκα αν ανήκω κάπου. Όχι. Σίγουρα όχι.. Ίσως, ούτε καν στον εαυτό μου, πια. Κάτι σαν ενοικιαζόμενο δωμάτιο, που μπαινοβγαίνουν άνθρωποι. Ένα ξενοδοχείο ημί-παραμονής. Ίσως μεγαλώνω. Ίσως και να γερνάω. Ίσως και βαθιά μέσα μου, να καταλαβαίνω πως είμαι μια ρόδα που γυρίζει. Απλά γυρίζει.
Κάπνιζα πολύ. Πάντα ξεμένω από αναπτήρα. Ίσως για να δανείζομαι την φωτιά. Μια δανεική φωτιά, είναι πάντα μια ξένη φωτιά. Κάτι σαν τις σχέσεις δηλαδή. Δεν σου άνηκε ποτέ, παρά μοιράστηκες λίγα τετραγωνικά γης και ίσως λίγα σύννεφα ονείρου. Ψεύτικα και μη μετρήσιμα ήταν και τα δύο. Κουβαλώ μια καταστροφή μέσα μου. Ένα ρεβόλβερ και μια αγκαλιά. Σκοτεινές μουσικές από χρόνους που δεν υπήρξαν ποτέ. Περπατούσα και κάπνιζα, μέσα από το μεγάλο, μαύρο χοντρό μπουφάν μου. Πάντα λάτρευα το περπάτημα. Ίσως και να είναι μια ενδόμυχη πράξη απόδρασης. Όσο περπατούσα, ήμουν ασφαλής. Μόνος αλλά ασφαλής. Το ένα χέρι στην δεξιά τσέπη και το άλλο στον γιακά. Σαν μια περιφερόμενη ιερόδουλη. Στολισμένη και μόνη. Με βλέμματα πάνω της. Ναι αυτό είμαστε πια όλοι. Στολισμένοι και μόνοι. Σαν τα σκοτεινά κότερα, που ξέμειναν δεμένα στην προβλήτα. Με ένα βήχα βαθύ. Που πάντα μας προδίδει, όταν περιμένουμε μόνοι στο σκοτάδι. Δεν ξέρω πως είναι να φοβάσαι πια. Ξέχασα. Είναι κάποιος εθισμός στη μοναξιά. Σαν τον πρώην ναρκομανή που πάντα θα ψάχνει την δόση του, παρόλο που ξέρει πως καθάρισε πια.
Έφτασα σε μια άκρη του λιμανιού και κοίταγα από ψηλά κάτω. Το λιμάνι ήταν φωτισμένο και τεράστιο. Έβλεπα τα πάντα από ψηλά. Έκατσα στο κάγκελο της μεγάλης στροφής στο Πασαλιμάνι και έψαξα για αναπτήρα. Το μάτι μου πήγε στην τεράστια δάδα του πάρκου. Τι ειρωνεία. Να κοιτάς μια τεράστια δάδα και να ψάχνεις για αναπτήρα. "Πρόσεχε μην τυχόν και πέσεις", μου είπες. Γέλασα. Τι είμαι άραγε; Ένας Κλόουν, ένα Βαμπίρ ή μια Λερναία Ύδρα; Κοίταξα ξανά απέναντι, όπως ο Νέρωνας. Όλα καιγόντουσαν και κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα. Άνθρωποι πετούσαν από εδώ και από εκεί. Κενοί άντρες και εύκολα κορίτσια. Έρωτες με κούφια ντέρτια, μέσα από αυτοκίνητα με φιμέ τζάμια. Βιβλία με πολλές εύπεπτες φωτογραφίες και καθόλου λέξεις. Νύχτες.. Ναι, νύχτες που δεν ξημέρωσαν ποτέ. Νύχτες σαν αιώνες. Νύχτες που ξέχασες το όνομα σου. Νύχτες που σιγά κατεβαίνουν στην πόλη και κάνουν των ήχο των τακουνιών να μοιάζει σαν σφαίρες σε τσίγκινο τοίχο.
Και εγώ; Ποιος να είμαι άραγε; Αφού δεν ορίζω τις λέξεις και με βρίσκουν μόνες τους, εκείνες. Ξέχασα το όνομα μου. Ένα κορίτσι με κοιτά. Τι είναι ο χρόνος; Τι είναι η αγάπη; Ίσως τα δυο μεγαλύτερα παραμύθια που παρήγαγε ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Ίσως να είμαι μια χαραυγή που έχασε τον δρόμο μέσα στη νύχτα..
Πολύ ωραιο
ΑπάντησηΔιαγραφή