Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

Η αιώνια αγάπη, δεν υπήρξε ποτέ..

     

 
 

    Δηλητηριώδεις πεταλούδες, κάνουν θόρυβο γύρω από τα αυτιά μας και εμείς δεν δίνουμε, καμία σημασία. Τοξικά λουλούδια, φυτρώνουν παντού γύρω μας και εμείς τα μυρίζουμε και μιλάμε για κοινό μέλλον. Δεν αναρωτιόμαστε πια. Γνωρίζουμε τα πάντα και σίγουροι μέσα στην βαθιά μας παντογνωσία, πατάμε γκάζι σε ένα μπορντό αμάξι που είναι κατασκευασμένο με χαλασμένα φρένα και σπινιάρει με μανία προς τον γκρεμό που χάσκει απέναντι μας. Που να πήγαν άραγε όλες αυτές οι αιώνιες αγάπες, που ζευγάρια ορκίστηκαν κάτω από κίτρινα φεγγάρια με καρδιοχτύπι; Που πήγαν τα λόγια που έλεγαν θυμωμένα χείλη, σε παλιούς έρωτες; Δύο πράγματα μπορεί να σημαίνουν.. Η δεν υπήρξαν ποτέ ή είχαν δομικές δυσκολίες και ήταν κατασκευασμένα να αποτύχουν. Σαν μποξέρ με σπασμένη κλείδα, σε πυγμαχικό αγώνα. Δεν υπάρχει αιώνια αγάπη. Φήμες λένε πως παλιά βέβαια, υπήρξε. Πως φύτρωσε σε τοξικά χώματα και νικήθηκε από κοπάδια άγριων μελισσών. Πως τον σπόρο της, κατά τα αρχαία χρόνια κάποιοι έκλεισαν σε σκοτεινές σπηλιές και άδεια πηγάδια.
       Αυτός όμως φύτρωνε και αντιστεκόταν. Ρουφούσε σκοτάδι και το έκανε φως. Μεγάλωναν οι ρίζες του. Κέρδιζε χώρο. Θέριευε και η  αγάπη, ήταν το δώρο της φύσης προς τον άνθρωπο. Γαλήνευε τις ψυχές και ταυτόχρονα τις έκανε να καίνε. Από πόθο, από μικρές εκρήξεις. Που έκανε απίστευτα πράγματα, να φαντάζουν δυνατά. Που έκανε υγρά μάτια στο σκοτάδι, να μοιάζουν με τεράστια ήρεμα ποτάμια. Κρυφά ποτάμια όμως. Κρυμμένα στη γη. Σαν εμφυτευμένα ολοζώντανα κύτταρα, μέσα σε κουφάρι νεκρού αλόγου. Παράταση ή άρνηση του τέλους, το λες; Μπορείς να πεις, ότι θέλεις φυσικά. Μπορείς και εσύ να κοιτάξεις τις δηλητηριώδεις μέλισσες, να έρχονται σε άγρια σμήνη.  Να χτυπούν τα φτερά τους σε άγριο, θυμωμένο ρυθμό. Σαν κοράκια, απέναντι από τρυφερά κρέατα, μέσα σε ξύλινους κουβάδες, κλεισμένα με διάφανο σελοφάν. Οι μέλισσες, δεν ήρθαν όμως από μόνες τους. Κάποιοι άνθρωποι τις εξέθρεψαν  και τις έστειλαν. Τις μεγάλωσαν με μίσος, στη σιωπή. Τις τάισαν τύψεις και τις γέμισαν με εφιάλτες.
      "Ζεις εφιάλτες στον ύπνο σου;" με ρώτησες. |"Δεν κοιμάμαι." σου αποκρίθηκα και έκλεισα τα μάτια. Μια μέρα που κοίταγα τα γαλάζια σύννεφα, κάποια στιγμή ο ουρανός σκοτείνιασε. Τα σμήνη, πέταγαν προς το στόχο τους. Μανιασμένα, σκοτεινά και αποφασισμένα. Κατατρύπησαν τον φυτό της αιώνιας αγάπης, που εξείχε από τη γη. Μπέρδεψαν το νέκταρ με το δηλητήριο και το φυτό, έμεινε να κοιτά, με το ένα του μάτι θολό. Χλόμιασε και το δέρμα του. Ακουμπούσε πια ο κορμός του, το χώμα. Άγγιζε δηλαδή η εξέλιξη, νικημένη, τη βάση. Και οι άνθρωποι σιγά, σιγά, άρχισαν  να ξεχνούν. Άρχιζαν να συνηθίζουν στην απουσία της  αγάπης από την ζωή τους. Προτιμούσαν την κενότητα, γιατί είχε κάτι από απροσάρμοστη, ανεμελιά. Οι άνθρωποι, έκαψαν τα βιβλία που μιλούσαν για την αγάπη και έπαψαν να λένε ιστορίες από γενιά σε γενιά. Η αιώνια αγάπη έτσι λοιπόν, γέρασε και χάθηκε. Από την στιγμή που πια όλοι αγνοούσαν την ύπαρξη της, δεν υπήρξε ποτέ. Σαν αποτυχημένο χημικό, πείραμα που διαγράφηκε από τα πρακτικά.  
      Οι άνθρωποι συνέχισαν να ζουν έτσι. Κενοί και μόνοι. Σε παράλληλες πορείες. Σαν μικρά ταχύπλοα, σε έναν τεράστιο ωκεανό. Μπορεί όλα αυτά βέβαια να τα ονειρεύτηκα εγώ. Ένας άνθρωπος, όπως όλοι οι άλλοι που δεν κοιμάται..
     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου