Το τηλέφωνο, χτύπησε τρεις φορές και σταμάτησε. Σαν τονική αστραπή, μέσα στην σιωπή της νύχτας. Χτύπησε άλλες τρεις και σταμάτησε και πάλι. Μπορεί και να πέθανε ο τόνος. Μπορεί και να σίγησε, για να μην τραβήξει το βλέμμα μου, από τις φέτες του καλοριφέρ. Όσοι ξενυχτούν τη νύχτα, είναι γητευτές της σιωπής. Θηριοδαμαστές των φόβων. Επιζώντες από ναυάγια, που το σωσίβιο, δάμασε την φωνή τους. Σαν άλλα χαριτωμένα δελφίνια, που εκτελούν άθλια κόλπα, μέσα σε δεξαμενές γεμάτες, αλμυρό νερό. Παίζουν με την μπάλα, περιφέρουν τον εκπαιδευτή τους και αφού περιστραφούν στον αέρα, πέφτουν με κρότο στο νερό, για να βρέξουν το εκστασιασμένο κοινό. Κοιμούνται άραγε τα βράδια τα δελφίνια, στις δεξαμενές; Είμαι σίγουρος πως βλέπουν περίεργα όνειρα. Σκίζουν την μπάλα με τα κοφτερά τους δόντια, πνίγουν τον εκπαιδευτή τους και πετούν νερό με χλώριο, στο τρομαγμένο κοινό τους. Το τηλέφωνο, χτύπησε άλλη μια φορά, σαν πλοίο, που εξέπεμψε το τελευταίο του σήμα, για εγκατάλειψη. Κουρτίνες, αλουμίνια, τζάμια χωρίς φως. Δεξαμενές χωρίς νερό. Ψυχές σαν ψάρια, έξω από το νερό. Θλιβερά θεάματα, σε μπλε ηλεκτρικό τόνο σε οθόνες, που εκπαιδεύουν ψάρια, να ονειρεύονται πως κάποια στιγμή θα γίνουν πουλιά. Πολλά παράθυρα. Πολλά όνειρα. Κανένα πουλί. Μόνο νεκρά, επιπλέοντα ψάρια.
Η μνήμη από την παραλία, υπερίσχυε. Ο χειμώνας τελείωνε. Η Άνοιξη, ετοιμαζόταν στα καμαρίνια. Οι μέρες ήταν περίεργες. πότε χειμωνιάτικες και πότε ηλιόλουστες. Σαν αποτυχημένο πρόγραμμα σε στριπτιζάδικο, της εθνικής. Άρρωστα γούστα, σε πάρκινγκ για όλα τα βαλάντια. Όλοι από λίγο, κανένας ευχαριστημένος όμως. Σαν υποσχετική, για το επόμενο, αποτυχημένο βράδυ. Ντύθηκα και μπήκα στο ασανσέρ. Αποφεύγω να κοιτάζω τον καθρέφτη. Με ενοχλούν, τα σημάδια στο λαιμό. Η κοραλλένια, ήταν αμφίβιο πλάσμα τελικά. Ένας περιφερόμενος χαμαιλέοντας. Κάποιο βράδυ ήταν γοργόνα και κάποιο άλλο ένας άγριος σκοτεινός δαίμονας που σε δαγκώνει κάθε φορά που βγαίνεις από το μπάνιο βρεγμένος, στο λαιμό. Δυο μικρές τρύπες. Που φαίνονται, μόνο στο σκοτάδι. Πάντα στο ίδιο σημείο. Το υγρό χάδι της γλυκιάς σειρήνας, είναι λες σου παράγει καινούργιο δέρμα. Έναν ψεύτικο υμένα. Σαν εκείνο που χαρίζουν κορίτσια στην εφηβεία, σε κάθε ανδροειδές, μηχανόβιο τύπο. Έβαλα μπροστά το αυτοκίνητο. Το τσιγάρο, άναψε αυτόματα. Λες και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του κατασκευαστή, είναι ο ήχος του αναπτήρα. Τα κοραλλένια μάτια της, λάμπουν στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Ελαφρύ πάτημα στο γκάζι και το αυτοκίνητο άρχισε να κινείται, στο παραλιακό μέτωπο. Η μια εικόνα διαδέχεται, την άλλη. Ανοιχτό παράθυρο. Παγωμένος αέρας. Φωτεινή κάφτρα. Σκοτεινά μάτια. Σκυλολαικές μπαλάντες. Σχεδόν καλλιτέχνιδες, να κουνιούνται μπροστά σε μισομεθυσμένες σκυλόφατσες, θαμμένες σε γαρύφαλλα, που αυτοκτόνησαν, για να μην πάρουν μέρος σε αυτή την βρώμικη συναγωγή. Η άμμος, σχεδόν σταμάτησε τους τροχούς. Έσβησα τον κινητήρα και άφησα τα φώτα ανοιχτά. Σαν να δείχνω, την πορεία προς τη θάλασσα. Η κοραλλένια άνοιξε την πίσω πόρτα και άρχισε να κινείται, προς την φωταγωγημένη άμμο. Η πίσω πόρτα, παρέμεινε ανοιχτή, επιτρέποντας στον παγωμένο αέρα να μπαίνει όλο και πιο πολύ, μέσα στην καμπίνα. Σαν βαθυσκάφος έμοιαζε πια. Σκοτεινός θάλαμος διακυβέρνησης, με δυνατά φώτα, σε αποστολή εξερεύνησης της αβύσσου. Χάθηκες κάτω από το νερό. Δεν λαμπύριζε πια το νερό. Σκοτείνιαζε νομίζω.
Έβαλα όπισθεν και απομακρύνθηκα με ταχύτητα, με την πίσω πόρτα, ακόμα ανοιχτή. Δεν ξέρω αν εκείνο το τσιγάρο τελείωσε ποτέ. Άνοιξα τα μάτια, στο κρεββάτι. Η κοραλλένια είχε πνιγεί. Περπάτησα στον σκοτεινό διάδρομο και άγγιξα τον λαιμό μου. Τα σημάδια. είχαν εξαφανιστεί. Τα βροχερά βράδια, πάντα με μελαγχολούν. Ίσως, να είναι η ματαιότητα, πως ξέρω, πως δεν θα βραχώ στον καναπέ. Ξημέρωσε. Λαμπερές ράγες, θα με πάνε στην δουλειά και θα με φέρουν πάλι πίσω το απόγευμα, έτοιμο να χαζέψω το τέλος της Κοραλλένιας. Σαν χάδι, από φωτογραφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου