Έξω έχει ένα ήλιο που με καίει. Κουβαλάω τα μάτια μου δεξιά και αριστερά μα εκείνο το θαμπό πλάνο, απλά δεν απομακρύνεται ποτέ. Τα ανοιγοκλείνω, για να τους προσφέρω λίγη υγρασία. Κάτι πρέπει να έχει εισχωρήσει μέσα τους και με κάνει να αποφεύγω το φως.
Μαύρα γυαλιά. Ένα διαχωριστικό μεταξύ του κόσμου και όσων λαμβάνω σαν οπτική πληροφορία. Παρεμβαίνουν και με κρύβουν. Χωρίς αυτά, ο ήλιος εισχωρεί και φανερώνει τις σκοτεινές γωνιές που κρύβω μέσα μου. Γυμνός, παραδομένος σε αλλόκοτες σκέψεις που άλλοι τις βρίσκουν γοητευτικά σκοτεινές και άλλοι, βγαλμένες από παραμύθια χωρίς ήρωες.
Ώρες, ώρες αισθάνομαι σαν τον Προκρούστη σε ασκητικούς αγώνες. Όλο και πιο μακριά, όλο και πιο δυνατά, να δω μέχρι που μπορεί να αντέξει η ψυχή μου χωρίς το φως. Καρατόμηση των άκρων, με λέξεις που σε κονταίνουν συνεχώς. Σκέψεις που δυσκολεύεσαι να μοιραστείς. Σαν μια γιορτή της μοναξιάς, χωρίς καλεσμένους.
Ο ήλιος είναι πια ψηλά. Το σκιάχτρο στο χωράφι γελά στα κοράκια που περιφέρονται γύρω του. Όσο και αν του αφαιρέσουν τα κακοραμμένα του ρούχα, δεν τον απασχολεί. Τίποτε δεν είναι δικό του. Ούτε καν το αχυρένιο του σώμα. Ένα μόνο τον πονά. Που είναι καρφωμένο εκεί και δεν μπορεί να ακολουθήσει τις τάσεις της φυγής του.
Μα θα έρθει ένα μεσημέρι που τα βήματα θα τρομάξουν τα κοράκια. Δεν θα έχει μείνει τίποτε από το σκιάχτρο. Μόνο άχυρα, πάνω στο χώμα. Θα φορέσω τα μαύρα γυαλιά και θα χαθώ μέχρι την εσχατιά της σιωπής.
Κρίσεις πανικού, είναι εκείνες οι στιγμές που η βαρύτητα, φωνάζει πως θα σε νικήσει.. Είναι εκείνες οι στιγμές που ψάχνεις αέρα. Τα πνευμόνια σου αντιδρούν στο οξυγόνο. Θέλεις να τρέξεις. Να τρέξεις μακριά, μέχρι εκεί που δεν υπάρχει άλλο όριο γης. Σαν να παίζεις ηλεκτρική κιθάρα, χωρίς χορδές είναι. Με φωνές που κρύβεις μέσα σου.
Όπου και αν κοιτάξεις, όλα σε διώχνουν. Φυλάκισες πολλά πράγματα μέσα σου μάλλον και αυτά επαναστατούν. Ζητούν εκδίκηση με την απελευθέρωση τους. Σου ζητούν να τρέξεις. Να τρέξεις..
Ανασαίνεις βαριά. Ένα βάρος στο στήθος και πνίξιμο σαν να σε πιέζουν στην αναπνευστική οδό. Η καρδιά, δουλεύει σαν να τρέχει μέσα σε ποτάμια κηροζίνης. Να προσπαθήσεις να κρυφτείς.. Αυτή την εντολή πάντα σου δίνει ο εγκέφαλος μα εσύ προσπαθείς να αντιδράσεις. Στέκεσαι κ νιώθεις τον πανικό, να σε τυλίγει με μια ηλεκτρική κουβέρτα.
Ύστερα, τα πάντα ξανά γίνονται αργά κ εγώ στέκω να σε κοιτώ να επανέρχεσαι. Δεν σε ακουμπώ, μα σε αγγίζω με το μυαλό μου. Η παρουσία της απουσίας σου με καθηλώνει. Θα έδινα τα πάντα να είχα τη δύναμη, να διώξω αυτές τις κρίσεις με ένα νεύμα. Να πέσουν, σαν ξεραμένοι σοβάδες.
Θα φύγουν οι κρίσεις σαν μανιασμένος κομήτης και θα περιμένω να γεμίσει όλος μου ο κόσμος, με το χαμόγελο σου.
Πριν πολλά χρόνια, είχα διαβάσει μια θεωρία για την ύπαρξη μιας χρονομηχανής. Σκέψεις, δυσπιστία, φόβος. Φαντάσου να μπορούσες να μπεις σε μια καμπίνα και να αντιστρέψεις την κλεψύδρα του χρόνου σου. Να γυρίσεις πίσω, μέσω μιας δίνης, που θα σε βυθίζει όλο και πιο βίαια, στον ωκεανό του σύμπαντος.
Φαντάσου να είχες τη δυνατότητα να δεις να ξαναγεννιούνται όλα όσα έχεις ζήσει. Πόση δύναμη να χρειάζεται για να ξανακάνεις τα ίδια λάθη, γνωρίζοντας εκ των προτέρων το αποτέλεσμα; Ταξίδι μαγικό, σε άλλους χρόνους και τόπους. Γαλαξίες γεμάτοι από κάθε μουσικό αστερισμό, ντυμένοι με χρώματα από τα βάθη του Ωρίωνα. Αποχρώσεις του ξανθού, που φλερτάρουν με τον ήλιο.
Η δική μου χρονομηχανή, έχει χρώμα μελί. Βαθύ μελί όμως, σαν τις πλαγιές, στη ζούγκλα της Βολιβίας. Σε έναν παράδεισο που κανείς δεν τόλμησε να ψάξει. Ο χρόνος της μεταφοράς στο παρελθόν ή το μέλλον, διαρκεί όσο ένα κλείσιμο των βλεφάρων. Μια αιωνιότητα κλεισμένη μέσα σε δύο βλέφαρα. Σφραγίζουν και χάνεσαι, ανοίγουν και ξανανιώθεις.
Ναι, δεν θα άλλαζα τίποτε από το παρελθόν.. Ναι, σίγουρα δεν θα άλλαζα τίποτα.. Απλά θα ζητούσα να μην σταματήσουν να με κοιτούν, για να καταφέρω να ορίσω εγώ τη συχνότητα. Το σύμπαν αναπνέει. Συστέλλεται και διαστέλλεται, σύμφωνα με εκείνη την αναπνοή της χρονομηχανής, που νίκησε κάθε μαθηματικό αλγόριθμο.
Ταξίδεψα πολύ μέσα στα δύο αυτά μάτια, για να καταλήξω πως ξέρω από τι συντελείται το σύμπαν. Η δική μου χρονομηχανή, με άφησε να νιώσω στο δέρμα μου , ποια είναι η ύλη από την οποία κατασκευάστηκαν όλα. Η θεωρία του μεγάλου Bang, κατέρρευσε σαν τράπουλα. Χαμογέλασες και έτσι όλα, δημιουργήθηκαν, για να μπορέσω να μπω σε εκείνη την καμπίνα.
Από αυτό άρχισαν όλα.. Όλα γεννήθηκαν, από ένα χαμόγελο.
Ένα πρωινό δέχτηκα ένα email από κάποιον φίλο, χαμένο στο πουθενά που έπαιζε πόκερ με τα θέλω του κ έτσι παραθέτω αυτούσιο το κείμενο.. Ο Κώστας τόλμησε να κοιτάξει κατάματα τις πληγές του.
Ξυπνάω να πάω για δουλειά κ δεν ξέρω μέσα μου τι γίνεται. Τι να είναι αυτό άραγε; Έρωτας ή μίσος; Αυτό το βάρος που μου δημιούργησες εσύ.. Σε βλέπω να περνάς από μπροστά μου και με προσπερνάς σαν να μην είμαι εκεί. Σαν να μην έζησες τίποτε μαζί μου, σαν ένα μεγάλο τίποτα.
Ανάβω τσιγάρο και σκέφτομαι. Ναι, σκέφτομαι εσένα. Αυτό το χαμόγελο που έχει καρφιτσωθεί μέσα στο μυαλό μου. Είναι πολλές οι ώρες που αναρωτιέμαι. Ανάβω και άλλο τσιγάρο. Το καπνίζω με μίσος. Με τόσο μίσος που δεν θα καταλάβει κανείς. Το πόκερ των εσωτερικών ερωτήσεων ξεκινά πάλι. Δεν σε άγγιξα καθόλου; Κάνω βόλτες μέσα στο σπίτι κ σκέφτομαι. Αναρωτιέμαι αν αυτά που σου έμαθα, έπιασαν τόπο. Αναρωτιέμαι αν όλα αυτά σε έκαναν καλύτερο άνθρωπο.
Σιωπή. Ξαφνικά οι σκέψεις ξανάρχονται. Όλες οι σκέψεις που κάναμε μαζί. Ζήσαμε σε ένα σώμα μαζί. Δεν αντέχω άλλο. Βγαίνω . Πάω στο πουθενά να πάρω λίγο αέρα. Χρειάζομαι μια ανάσα για να σκεφτώ. Σε βλέπω ανάμεσα σε σκυλιά, έτοιμα να σε φάνε. Τελικά δεν έμαθες και πολλά από μένα, μετά από τόσες ατελείωτες κουβέντες που κάναμε.
Δεν μπορώ. Δεν μπορώ να σε βλέπω με αυτό το κοπάδι με τα σκυλιά. Μήπως είναι ώρα να δράσω; Να κάνω μια προσπάθεια να σε βγάλω από εκεί που είσαι; Με κοιτάς και παγώνω. Παγώνουν όλα γύρω μου. Παίρνω θάρρος αρκετό. Ετοιμάζομαι και ορμάω. Ορμάω σε μια μάχη, σε ένα πόλεμο για να σε βγάλω από εκεί. Φορούσα την πανοπλία και κρατούσα το σπαθί μου. Ήμουν έτοιμος να μπω στην μάχη. Είμαι σίγουρος πως θα βγω νικητής, χάρις σε σένα.. Ξυπνάω και πέφτω στην πραγματικότητα. Είσαι εκεί και γελάς, περικυκλωμένη από το κοπάδι.
Κάθομαι σε μια γωνιά. Περνάει κόσμος γύρω μου, μα δεν δίνω σημασία. Κάνω ένα τελευταίο δηλητηριασμένο τσιγάρο και σκέφτομαι. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Στέκομαι πια εκεί. Είμαστε όλοι εκεί. Εσύ, εγώ και το κοπάδι. Φεύγω. Εξαφανίζομαι. Σου αξίζει να σε φάνε.
Μέσα σε μια άνυδρη μέρα γεμάτη ήλιο, περιπλανιόμουν στην έρημο. Βήματα το ένα μετά το άλλο, σε μεγάλο αμμόλοφο. Είδα παραισθήσεις, πάλεψα με ανεμοθύελλες.. Τα έβαλα με την νύχτα και βάλθηκα να ξεριζώσω τα φωτεινά αστέρια, στον κρύο ουρανό της.
Κουράστηκα να ψάχνω για μια όαση. Είδα πολλές φορές να κοντοφτάνω.. Άγγιξα τις πηγές κ τους φοίνικες. Είδα τις σκηνές κ τα πηγάδια τους. Όλα κατασκευασμένα στη φαντασία μου. Δροσίστηκα με καυτή άμμο κ λούστηκα με τις ακτίνες του ήλιου.
Ένας σκορπιός με βρήκε από το πουθενά, Σύρθηκε αργά, ενώ είχε αντιληφθεί πως ο ένας φοβόταν τον άλλο. Τον κοίταξα να με απειλεί με το κεντρί του. Ένας γοητευτικός χορός. Αέναες κινήσεις. Λες κ μόνο αυτός κατείχε το μυστικό της ερήμου. Ο αφέντης των στιγμών, ο δωρητής της σωτηρίας..
Πως επιβιώνει άραγε σε αυτό το αφιλόξενο περιβάλλον; Τι τρώει; Τι πίνει; Που κοιμάται; Έχει φωλιά ή συνεχώς περιφέρεται σαν να του ανήκουν όλα δικαιωματικά; Αφού δάμασε τους φόβους μου, με κατέκτησε ολοκληρωτικά. Τον προκάλεσα να με τσιμπήσει για να δω, αν τολμούσε. Με κοίταξε κατάματα κ έτσι παγιδεύτηκα.
Ρούφηξε τον χρόνο μου κ τις στιγμές μου. Κάθε ανάμνηση, έγινε ένας κόκκος άμμου. Μεγάλωσε η έρημος ξαφνικά.. Τον ήλιο κάλυψε μια ομίχλη από κεριά που είχαν την απόχρωση του δέρματος της. Λευκά. Την θυμάμαι να με χαιρετά στο λιμάνι και εγώ σκεφτόμουν πότε θα φτάσω στις Βόρειες ακτές. Το αίμα μου άλλαξε από το τσίμπημα και πήρε το χρώμα των ματιών της.
Αποφάσισα λίγο μετά, πως θα γίνουμε ένα δίδυμο σκορπιών που θα αφήσει πίσω του κάθε ζεστό κομμάτι της ερήμου και θα ψάξουμε εκείνα τα μονοπάτια που θα μας βγάλουν στις Βόρειες ακτές. Περίμενα το άγγιγμα σου Σκορπιέ. Μέσα μου η αδιαφορία για οποιαδήποτε όαση φούντωσε. Οι ακτές σίγουρα πλησιάζουν..
Γράμμα σε μια Ξένη
Ξέρεις.. Ήσουν τα πάντα. Για την ακρίβεια είσαι ακόμη, απλά επειδή δίνω ακόμη τη μάχη μέσα μου, προσπαθώ να μην το σκέφτομαι. Προσπαθώ να το θάβω όσο πιο βαθιά γίνεται. Τόσο που όταν ακόμη κ εγώ θελήσω να το ανασύρω, κοπιάζω πολύ. Από την στιγμή που έφυγες κ έσπασα σε χίλια κομμάτια, αισθάνομαι ακόμη τον εαυτό μου εύθραυστο. Σαν να συγκρατείται από μια αόρατη κόλα για να μην γεμίσει η θάλασσα συντρίμμια. Χωρίς σημαδούρα, χωρίς επιζώντες. Μόνο ασπρόμαυρα κύματα με πολύχρωμα συντρίμμια. Κατάφερα εδώ και πολύ καιρό να μην σε βλέπω παντού. Να σε αισθάνομαι κοντά, μόνο όταν μένω μόνος. Ότι θέλω να σου πω, στο λέω πάντα νύχτα. Καπνίζοντας κ κοιτώντας τον ορίζοντα. Αισθάνομαι ακόμη εκείνο το κρύο αγέρι στο δέρμα μου. Αφού δεν είσαι εδώ για να τα ακούσεις, θα σου γράψω ένα γράμμα. Έτσι κ αλλιώς θα τα ακούσεις σαν να περιφέρεσαι γύρω μου. Λείπεις όμως κ χάθηκες στο πλήθος. Έγινες από κομμάτι του εαυτού μου, μια Ξένη. Όταν σε αναγνωρίζω στο πλήθος, χάνω εμένα κ όταν δεν σε βλέπω, χάνω κ τους δυο μας. Αρα δικαιούσαι εκείνο το γράμμα σε μια Ξένη. Την δικιά μου Ξένη. Το έγραψα πολλές φορές κ άλλες τόσες το έσβησα. Έγραψα σε κάποιες γραμμές όλα όσα θα ήθελες να ακούσεις. Όσα ίσως θα σε έκαναν να είσαι εδώ. Συνέχισα γράφοντας όλα όσα θα ήθελα εγώ να πω. Όλα όσα μας χωρίζουν κ θα σε έστελναν μακριά. Τελείωνα την γραφή μου με ευχές κ υποσχέσεις. Το έκλεινα με μια μανία πόνου κ το έσκιζα με την ευχή να μην το τελειώσω ποτέ. Μολύβι σε νοητικές ακροβασίες του τίποτα. Γέφυρες παγιδευμένες με εκρηκτικά. Η απώλεια, ο χρόνος, η σιωπή. Μια τριπλέτα αξιών που σου αφιέρωσα την στιγμή που σε είδα να ξεμακραίνεις. Σαν να ξεσπάει μια εσωτερική καταιγίδα, σαν να φέγγει σιγά σιγά εκείνος ο κεραυνός που θα σκίσει την νύχτα στα δυο. Στο απόλυτο κενό. Λέξεις, πράξεις κ σιωπές δεν θα άλλαζαν κάτι κ έτσι λάτρεψα την τελευταίες. Κλειδώθηκα σε μια φυλακή που είχε τη μορφή σου. Χωρίς δεσμοφύλακες, χωρίς κλειστές πόρτες. Μόνο ό ύπνος, μου έδινε εξιτήριο. Ένας ύπνος που με κοίμιζε βαθιά. Ένα ταξίδι λίγων δευτερολέπτων που διαρκούσε αρκετές ώρες. Τα υποκατάστατα κρατούν πάντα λίγο κ σε βυθίζουν στη λήθη. Το ξέρω κ παλεύω μαζί τους κάθε βράδυ. Όταν κουράζομαι ξαναρχίζω εκείνο το γράμμα. Μια παράλογη παράθεση επιχειρημάτων ξεσπά. Λύσσα να σε ξαναδώ, έστω κ σαν σκιά. Το γράμμα αυτό, κάθε βράδυ φτάνει σε εσένα. Σφαίρα σε τροχιοδεικτική βολή. Με έναν στόχο που συνεχώς ξεμακραίνει. Μια πελώρια θάλασσα που τα πάντα επιπλέουν.
Κάθε απόγευμα που γυρίζω από τη δουλειά, ξεντύνομαι εσωτερικά. Στην επιστροφή αφαιρώ τη μάσκα, μαζί με την στολή μου. Ανασαίνω βαθιά, άλλες φορές από ανακούφιση και άλλες με πανικό, επειδή διαπιστώνω ότι πάσχω από ιδρυματισμό. Έχω εθιστεί στην διαφαινόμενη επαγγελματική καταξίωση και δίνω για 10 ώρες, το 100% της όποιας πνευματικής διαύγειας που μου έχει απομείνει. Είναι κάπως αλλόκοτο, μα προσπαθώ να με διακρίνω στο τζάμι του λεωφορείου, στο δρόμο της επιστροφής. Πότε βλέπω έναν κουρασμένο στρατιώτη καθισμένο στα χαρακώματα και πότε ένα αιμοδιψή βομβιστή σε μια πολυσύχναστη στάση των μέσων μεταφοράς. Μπερδεύομαι για το πότε φοράω την μάσκα.
Η σκέψη σου είναι ότι πιο ανθρώπινο μου έχει απομείνει.Μοιάζω με ένα ανθρωποειδές με καρδιά. Δυνατό κορμί με αδύναμη ψυχή. Ναι, αισθάνομαι κουρασμένος. Μια στολή με βαριά θωράκιση με καταβάλλει. Οι μαύροι κύκλοι στα μάτια μου, μαρτυρούν πως φυσώ σαν καπνό τσιγάρου ότι τρυφερό μου έχει απομείνει. Παλιά ήθελα να τρέξω να σε βρω στο σπίτι κ να μην ξημερώσει ποτέ. Τώρα ανυπομονώ να μην νυχτώσει ποτέ, να μην γυρίσω και λείπεις. Έβαλα μια πολυθρόνα στη μέση του σαλονιού για να βλέπω σε όλα τα παράθυρα. Ήμουν σίγουρος πως θα γυρίσεις. Σαν άλλο πουλί, θα μετανάστευες μακριά και όταν καταλάβαινες τι άφησες, θα έβρισκες το δρόμο για την επιστροφή. Χιλιάδες πουλιά πετούν ψηλά μα ήμουν σίγουρος πως θα σε αναγνώριζα καθισμένος στην πολυθρόνα. Θα σε εντόπιζα και αφού θα άνοιγα το παράθυρο θα χανόμασταν μακριά πίσω από τα σύννεφα, πέρα από τον ήλιο. Μα δεν γύρισες ποτέ. Ίσως και να προσπάθησες να γυρίσεις και έχασες το δρόμο. Ίσως και να μην υπήρξες ποτέ.
Πριν πολλά χρόνια, κάνοντας μια βραδινή βόλτα με το αυτοκίνητο σε μια κοντινή παραλία, με μάγεψε ένα παράξενο φως ανάμεσα σε δύο βράχους. Κατέβηκα και πλησίασα το νερό. Κάτι φώτιζε όχι πολύ μακριά. Προσπάθησα να διακρίνω τι μπορεί να ήταν αυτό. Έδειχνε να κινείται σε μια θάλασσα λάδι, αφήνοντας πίσω του μικρές λευκές γραμμές. Το φεγγάρι φωταγωγούσε το σκοτεινό αυτό μέρος. Ο ήχος των διερχόμενων αυτοκινήτων από τον δρόμο πίσω μου, κατάφερνε να αποσπάσει κάπου - κάπου την προσοχή μου. Έσκυψα, με τα γόνατα μου να ακουμπούν στην άμμο. Νομίζω πως έρχεται προς το μέρος μου.
Μια φιγούρα αρχίζει να ξεπροβάλλει από το νερό. Μια νεράιδα, με λευκή επιδερμίδα έδιωχνε από πάνω της κάθε στάλα νερού, με έναν μαγεμένο μαγνητισμό. Χαμογελούσες. Τώρα πια ξέρω πως χαμογελούσαν οι Άγγελοι. Ένα γυναικείο κορμί, μνημείο λατρείας έλαμπε κάτω από το φεγγάρι. Στα μάτια σου είχες εκείνο το κοραλλένιο φως των βυθών. Μια μίξη λευκού και γαλάζιου. Φωτεινός θόλος σε σκοτεινό ωκεανό. Μυθική θεότητα του νερού ήσουν μάλλον.
Είμαι κουρασμένος.Τουλάχιστον έτσι αισθάνομαι. Ναι αισθάνομαι κουρασμένος. Πλησιάζω τα σαράντα και αυτά που θέλω να προλάβω να κάνω, εξαρτώνται από όσα δεν έχω κάνει.. Όπως φυσικά έχεις καταλάβει, τίποτε δεν έχω κάνει τελικά. Πάντα σκέφτομαι τα επόμενα και χάνω τα τωρινά. Τρομερά άλλοθι συγκροτούνται όσο μεγαλώνω. Προφάσεις με απίθανες δικαιολογίες. Ίσως είναι κ το γεγονός πως δεν έχω πολλά like, στις κατακτήσεις μου.Μήπως να κάνω ένα retweet στο παρελθόν; Όλα αλλάζουν, χωρίς να καταφέρνω να ορίσω τίποτε. Όλα τρέχουν εκτός από μένα. Όλο αλλάζει και το δέρμα μου. Σαν φίδι καλεσμένο σε χορό καρναβαλιού..
Ίσως κ να λείπεις εσύ η "κάποια". Ίσως τελικά, να λείπεις μόνο εσύ. Όπως μεγαλώνω, αρχίζω να συνηθίζω την απουσία σου. Βόλτες με ουσίες, σύρσιμο σε φρεσκοβαμμένο πάτωμα. Όσο κ να κρυφτώ, τα βήματα στο σαλόνι, θα με προδόσουν. Ίχνη από γυμνά πόδια, στο παρκέ. Θα οδηγούνται δίπλα στο τασάκι που άφησες. Μόνο αυτό κράτησα. Κάπου είχα διαβάσει, πως οι Ινδιάνοι έλεγαν πως αγάπη, κρατάει όσο κ η στάχτη. Το παράθυρο του σαλονιού από τότε δεν άνοιξε πότε.
Προχθές το βράδυ είδα έναν εφιάλτη. Ένα εφιάλτη που ακόμη δεν έχει βγει από το μυαλό μου. Αυτό τον εφιάλτη θα μοιραστούμε αυτή τη φορά. Εσύ θα κρατάς τις εικόνες κ εγώ τις στιγμές. Έτσι σχεδόν πατσίζουμε. Η ιστορία της Κοραλλένιας, εκείνης της γυναίκας με τη μορφή γοργόνας, ίσως κράτησε μέσα στο όνειρο μου κάποια δευτερόλεπτα, μα είχα την αίσθηση πως χρειαζόμουν 7 ζωές για να την περιγράψω. Εσύ με περίμενες και εγώ σε έκανα να φύγεις. Βραδιές γεμάτες φιλιά και όνειρα, πως θα απαρνιόσουν την φύση σου, για να περπατήσουμε μια μέρα στην άμμο. Ο τόπος είναι σίγουρα εκείνη η θάλασσα που έκρυβες μέσα στα μάτια σου.
Η γνωριμία, η εξέλιξη κ ο χαμός. Αυτή την ακολουθία θα ζήσουμε μαζί και θα την πάμε μέχρι τέλους. Εκεί κάτω στα σκοτεινά νερά του έρωτα και του πόθου. Χωρίς δίχτυ ασφαλείας, όπως ακριβώς ζεις την αγάπη.
Σήμερα αποφάσισα να αναμετρηθώ με τον καθρέφτη. Τα είδωλα δημιουργούνται για να καταρρίπτονται, πόσο μάλλον αυτά που έχουν την τάση να τσαλακώνονται από μόνα τους. Σήμερα θα τα βάλω μ' αυτόν που κοιτώ συνεχώς στον καθρέφτη. Θα δούμε ποιος θα βγει νικητής, πίσω από σκληρά βλέμματα. Ο νικητής θα κρατήσει την σκιερή μεριά κ ο χαμένος θα καταδικαστεί στην αιώνια φωταγώγηση. Σαν σκηνή του εγκλήματος ακούγεται, χωρίς αστυνομική κορδέλα κ θεατές.
Τους κανόνες θα σε αφήσω να τους βάλεις εσύ με μια συμφωνία όμως. Θα τους σπάσω όποτε θέλω εγώ. Όποτε θελήσω, όποτε λυγίσω. Χωρίς δεδομένα λοιπόν, χωρίς δικαιοσύνη, μια κατάσταση γεμάτη ταχύτητα κ χωρίς σκοπό. Χωρίς επαφή, μόνο γυαλί. Σαν εκείνο που καμαρώνουμε σαν τα παγόνια. Περιφερόμενα τίποτα σε συσκευασία δώρου. Κάτι σαν την κοινωνία μας.
Το φως αναγκαστικά θα χαμηλώσει. Η φορά της λάμπας, θα αλλάξει μέχρι να λουστώ στις σκιές. Σαν το άρπαγμα της αναπνοής. Ακαριαίο και όμορφο. Σαν αυτό που νιώθουμε όταν ερωτευόμαστε με την πρώτη ματιά. Ο καθρέφτης λούζεται σε σκοτεινές γωνιές, ενός βλοσυρού προσώπου. Ένας κλόουν με τη χαρά ενός ευνούχου. Πάντα με τρόμαζαν οι κλόουν. Είχαν κάτι πικραμένα χαρούμενο. Βλέμμα με έντονο μακιγιάζ. Χρωματιστό κουτί, αδειανό από περιεχόμενο. Δεν μπορώ να περιεργαστώ τις εκφράσεις. Η ταχύτητα της ζωής , μας ξεπερνά. Λέω μας, γιατί αφού μπορώ κ σε βλέπω να με διαβάζεις, οι καθρέφτες πολλαπλασιάζονται. Μέγαρο γεμάτο από παραμορφωμένα είδωλα οι πόλεις και τα σπίτια, κύτταρα από πομπούς.
Έχεις ποτέ κοιτάξει βαθιά μέσα στις κόρες των ματιών σου; Μια απόκοσμη σκληράδα θα σε τυλίξει κ μια άγνωστη σκιά. Δοκίμασε κ θα αλλάξει για πάντα η εικόνα που έχεις για σένα. Αφέσου στην εικόνα. Μην αποτραβήξεις το βλέμμα. Ο νικητής σε κοιτά. Σαν τυφλός απέναντι σε δυνατό φως. Σβήσε το φως κ ξαναφόρεσε την μάσκα σου. Κανένας καθρέφτης δεν θα σε αφήνει, να σε δεις.