Το τηλέφωνο, χτύπησε τρεις φορές και σταμάτησε. Σαν τονική αστραπή, μέσα στην σιωπή της νύχτας. Χτύπησε άλλες τρεις και σταμάτησε και πάλι. Μπορεί και να πέθανε ο τόνος. Μπορεί και να σίγησε, για να μην τραβήξει το βλέμμα μου, από τις φέτες του καλοριφέρ. Όσοι ξενυχτούν τη νύχτα, είναι γητευτές της σιωπής. Θηριοδαμαστές των φόβων. Επιζώντες από ναυάγια, που το σωσίβιο, δάμασε την φωνή τους. Σαν άλλα χαριτωμένα δελφίνια, που εκτελούν άθλια κόλπα, μέσα σε δεξαμενές γεμάτες, αλμυρό νερό. Παίζουν με την μπάλα, περιφέρουν τον εκπαιδευτή τους και αφού περιστραφούν στον αέρα, πέφτουν με κρότο στο νερό, για να βρέξουν το εκστασιασμένο κοινό. Κοιμούνται άραγε τα βράδια τα δελφίνια, στις δεξαμενές; Είμαι σίγουρος πως βλέπουν περίεργα όνειρα. Σκίζουν την μπάλα με τα κοφτερά τους δόντια, πνίγουν τον εκπαιδευτή τους και πετούν νερό με χλώριο, στο τρομαγμένο κοινό τους. Το τηλέφωνο, χτύπησε άλλη μια φορά, σαν πλοίο, που εξέπεμψε το τελευταίο του σήμα, για εγκατάλειψη. Κουρτίνες, αλουμίνια, τζάμια χωρίς φως. Δεξαμενές χωρίς νερό. Ψυχές σαν ψάρια, έξω από το νερό. Θλιβερά θεάματα, σε μπλε ηλεκτρικό τόνο σε οθόνες, που εκπαιδεύουν ψάρια, να ονειρεύονται πως κάποια στιγμή θα γίνουν πουλιά. Πολλά παράθυρα. Πολλά όνειρα. Κανένα πουλί. Μόνο νεκρά, επιπλέοντα ψάρια.
Η μνήμη από την παραλία, υπερίσχυε. Ο χειμώνας τελείωνε. Η Άνοιξη, ετοιμαζόταν στα καμαρίνια. Οι μέρες ήταν περίεργες. πότε χειμωνιάτικες και πότε ηλιόλουστες. Σαν αποτυχημένο πρόγραμμα σε στριπτιζάδικο, της εθνικής. Άρρωστα γούστα, σε πάρκινγκ για όλα τα βαλάντια. Όλοι από λίγο, κανένας ευχαριστημένος όμως. Σαν υποσχετική, για το επόμενο, αποτυχημένο βράδυ. Ντύθηκα και μπήκα στο ασανσέρ. Αποφεύγω να κοιτάζω τον καθρέφτη. Με ενοχλούν, τα σημάδια στο λαιμό. Η κοραλλένια, ήταν αμφίβιο πλάσμα τελικά. Ένας περιφερόμενος χαμαιλέοντας. Κάποιο βράδυ ήταν γοργόνα και κάποιο άλλο ένας άγριος σκοτεινός δαίμονας που σε δαγκώνει κάθε φορά που βγαίνεις από το μπάνιο βρεγμένος, στο λαιμό. Δυο μικρές τρύπες. Που φαίνονται, μόνο στο σκοτάδι. Πάντα στο ίδιο σημείο. Το υγρό χάδι της γλυκιάς σειρήνας, είναι λες σου παράγει καινούργιο δέρμα. Έναν ψεύτικο υμένα. Σαν εκείνο που χαρίζουν κορίτσια στην εφηβεία, σε κάθε ανδροειδές, μηχανόβιο τύπο. Έβαλα μπροστά το αυτοκίνητο. Το τσιγάρο, άναψε αυτόματα. Λες και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του κατασκευαστή, είναι ο ήχος του αναπτήρα. Τα κοραλλένια μάτια της, λάμπουν στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Ελαφρύ πάτημα στο γκάζι και το αυτοκίνητο άρχισε να κινείται, στο παραλιακό μέτωπο. Η μια εικόνα διαδέχεται, την άλλη. Ανοιχτό παράθυρο. Παγωμένος αέρας. Φωτεινή κάφτρα. Σκοτεινά μάτια. Σκυλολαικές μπαλάντες. Σχεδόν καλλιτέχνιδες, να κουνιούνται μπροστά σε μισομεθυσμένες σκυλόφατσες, θαμμένες σε γαρύφαλλα, που αυτοκτόνησαν, για να μην πάρουν μέρος σε αυτή την βρώμικη συναγωγή. Η άμμος, σχεδόν σταμάτησε τους τροχούς. Έσβησα τον κινητήρα και άφησα τα φώτα ανοιχτά. Σαν να δείχνω, την πορεία προς τη θάλασσα. Η κοραλλένια άνοιξε την πίσω πόρτα και άρχισε να κινείται, προς την φωταγωγημένη άμμο. Η πίσω πόρτα, παρέμεινε ανοιχτή, επιτρέποντας στον παγωμένο αέρα να μπαίνει όλο και πιο πολύ, μέσα στην καμπίνα. Σαν βαθυσκάφος έμοιαζε πια. Σκοτεινός θάλαμος διακυβέρνησης, με δυνατά φώτα, σε αποστολή εξερεύνησης της αβύσσου. Χάθηκες κάτω από το νερό. Δεν λαμπύριζε πια το νερό. Σκοτείνιαζε νομίζω.
Έβαλα όπισθεν και απομακρύνθηκα με ταχύτητα, με την πίσω πόρτα, ακόμα ανοιχτή. Δεν ξέρω αν εκείνο το τσιγάρο τελείωσε ποτέ. Άνοιξα τα μάτια, στο κρεββάτι. Η κοραλλένια είχε πνιγεί. Περπάτησα στον σκοτεινό διάδρομο και άγγιξα τον λαιμό μου. Τα σημάδια. είχαν εξαφανιστεί. Τα βροχερά βράδια, πάντα με μελαγχολούν. Ίσως, να είναι η ματαιότητα, πως ξέρω, πως δεν θα βραχώ στον καναπέ. Ξημέρωσε. Λαμπερές ράγες, θα με πάνε στην δουλειά και θα με φέρουν πάλι πίσω το απόγευμα, έτοιμο να χαζέψω το τέλος της Κοραλλένιας. Σαν χάδι, από φωτογραφία.
Ένα ζευγάρι μελαγχολικά μάτια. Τηλεοπτικοί δέκτες, σε κοντινά πλάνα. Πιτσιλισμένοι με αίμα και αηδία. Μια ματιά που κλείνει πόνο, πίσω από δύο μαρμαρωμένα μάτια. Δύο μελαγχολικά μάτια που μοιάζουν μόλις να είδαν να πεθαίνει ένα αστέρι μέσα στην πιο σκοτεινή θάλασσα. Ένα πρόσωπο, που μας θυμίζει πως είμαστε όλοι θύτες. Ένα όμορφο, νεκρό νεαρό πρόσωπο. Με ένα σφιγμένο χαμόγελο, που κάθε μέρα γύρω μας, προσπαθούμε φανατικά να αγνοήσουμε. Φωτογραφίες που κερνούν πόνο, σε ένα ασύδοτο αλισβερίσι κριτικής. Μια αγωνία. Ένα σφίξιμο στο στομάχι. Τύψεις. Το αίμα από τις τηλεοράσεις, πέρασε στα χέρια μας. Τύψεις. Όσο και αν σκουπιστούμε, σαν άλλοι θύτες, παρακολουθούμε, το τέλος ενός δράματος. Περιτριγυριζόμαστε από δράματα όμως. Οτιδήποτε διαφορετικό πρέπει να σβηστεί. Αρνούμαι τα εισαγωγικά. Δεν υπάρχει περίπου σε ένα έγκλημα. Υπάρχουν μόνο πράξεις. Τύψεις. Αν δεν τις νιώθεις, τότε είσαι μια απλή εξέλιξη του ζωικού είδους. Το αποτέλεσμα μιας αποτυχημένης παρτούζας, μεταξύ ενός λύκου, μιας πεταλούδας, ενός ρινόκερου και ενός χιμπατζή.
Ότι μεγαλώνει στην μοναξιά, γίνεται άγριο. Κουβαλάει κόμπλεξ. Κρύβει θυμό. Σαν το άνθος του κακού, με το περιτύλιγμα μιας μαργαρίτας. Τύψεις. Δράματα γύρω μας. Σε μια πόλη, που μοιάζει με ένα πάρτι άγριων μεταλλαγμένων ζόμπι. Επαρχιώτες με όνειρο την αστική ανέλιξη. Αστοί με εργατικές ανησυχίες. Ανώτερες προσδοκίες. Ποδοπάτηση των πάντων. Ποια ιδανικά; Αυτά πνίγηκαν στο σιφόνι της τουαλέτας. Τα ξέρασα, πνιγμένος από αηδία. Μια αηδία, σύγχρονος οδηγός συμπεριφοράς. Ένα συμβάν, μας ξυπνά από τη λήθη. Τύψεις. Κάποιοι δακρύζουν. Κάποιοι οργίζονται. Όλοι μιλούν. Όλοι. Δεν αισθάνονται. Απλά μιλούν. Προσπαθούν να αποτάξουν την μάσκα από πάνω τους. Τότε θυμούνται την βία. Την βία που ανθεί παντού γύρω μας. Μιας νοσηρής κατάστασης, που άλλοι βουβοί υποκρύπτουν σιωπηρά από φόβο και άλλοι ξεσπούν με λύσσα, σε οτιδήποτε διαφορετικό. Διαφορετικοί είμαστε όλοι μας. Όλοι έναντι όλων. Φόβος και αδρεναλίνη μαζί. Τύψεις. Αν τις αισθανόμασταν κάτι θα άλλαζε.
Συμμαθητές νταβάδες, κομπλεξικοί καραβανάδες, νευρωτικοί δάσκαλοι, μετανιωμένοι μπάτσοι, ψωνισμένες πρώην, φασίστες πρώην αριστεροί. Σαν οδηγοί αγώνων με τροχόσπιτα. Ξεβράστηκε η ευαισθησία, σε μια παραλία βαναυσότητας, που κολυμπούμε όλοι εμείς. Σαν βουτιά μέσα σε πισίνα με σκατά. Όσο σκέρτσο και αν βάλεις στο άλμα, το αποτέλεσμα είναι ίδιο. Το λάθος, θα γεννήσει το λάθος. Ο βιασμός της ευαισθησίας, πάντα γίνεται σε κοινή θέα. Ένα σκοπό έχει αυτό. Να υπάρχουν μάρτυρες, που δεν θα σε αφήσουν να ξεχάσεις τι πέρασες. Θυμωμένος πια, θα ξεσπάσεις στο επόμενο θύμα, μετά από σένα. Τύψεις. Σιωπώ και συναισθάνομαι , όλες αυτές τις κραυγές των θυμάτων γύρω μου. Αυτά τα μελαγχολικά μάτια, πρέπει να μας κάνουν να σιωπήσουμε. Να αισθανθούμε τον πόνο και να ορκιστούμε πως θα αρνηθούμε την βία, σε όλες της μορφές της. Ακόμη και όταν εμείς έχουμε το απόλυτο πλεονέκτημα. Καλό ταξίδι να έχεις. Τύψεις.
Μίλησες. Κοίταξα. Μίλησα. Δεν υπήρχε κανείς. Ξαναμίλησα, κοίταξες. Κενό. Κάθε κουβέντα, διατρέχεται από δύο τόνους. από δύο ρυθμούς, από δύο κατευθύνσεις. Σαν δύο συρμοί του μετρό, που τρέχουν σε αντίθετη τροχιά, για το ποιος θα φτάσει πρώτος στο δικό του τέρμα. Κοινή αφετηρία, κοινή διαδρομή. Μα γιατί τα τραίνα τρέχουν πάντα ανάποδα; Θα μου πεις και ίσως θα έχεις δίκιο, πως δεν θα υπήρχε νόημα στο να κινούνται το ένα πίσω από το άλλο. Σαν μεταξοσκώληκες που μεταναστεύουν, θα έμοιαζαν. Μίλησα. Περπάτησες. Μίλησες. Έτρεξα. Δεν υπήρχε κανείς. Όταν δύο άνθρωποι διαχωρίζουν το μονοπάτι τους, πάντα αφήνουν κάποια σημάδια πίσω τους, στον χώρο. Δυο γόπες και ένα φιλί πεταμένο στα χαλίκια. Δύο γόπες. Μίλησες. Κάπνισα. Μίλησα. Κάπνισες. Το μόνο κοινό. Χωρίς κοινό. Δυο γόπες και ένα κενό.
Υπήρξατε δύο πυροτεχνήματα που εκτοξεύτηκαν από το ίδιο πιστόλι. Με μία βολή. Με μια πορεία. Σαν δύο, που φαίνονταν για ένα. Με μια τεράστια έκρηξη. Φωτιά, φως και μετά, σιωπή. Οι ανάσες του κοινού, πρόδιδαν την αναμονή της επανάληψης. Βλέμματα στον ουρανό. Κάθε φορά που ένα αστέρι καίγεται στον ουρανό και αφήνει την πορεία του για λίγο ορατή, ένα ζευγάρι πυροτεχνημάτων, έγινε μόλις παρελθόν. Δύο που έμοιαζαν σαν ένα και μετά κανένα. Έτσι είναι η ζωή και χαίρομαι για αυτό. Διαφορετικά θα έμοιαζε ο ουρανός, με πολεμικό περιβάλλον. Πολλές βολές, χωρίς κανένα χώρο για έκρηξη. Χωρίς κανένα χώρο για την αποτύπωση της έκρηξης. Χωρίς κανένα σημάδι στον ουρανό. Σαν να μην γέμισε ποτέ εκείνο το πιστόλι. Σαν να μην έσκασαν ποτέ, στον σκοτεινό ουρανό. Σαν να πετάς αναμμένο σπίρτο στον ήλιο. Σαν δύο, που δεν υπήρξαν ποτέ.
Αντίθετες πορείες. Μην φοβάσαι τις αντίθετες πορείες. Σαν ένα ζευγάρι αδέσποτες σφαίρες, που βρήκαν στόχο σε αντίθετες πλευρές. Σε φέρνουν αντιμέτωπο με εσένα. Δεν σε κάνουν σίγουρα πιο σοφό. Δεν σε σκοτώνουν όμως. Ίσως σε φέρουν πιο κοντά, σε αυτό που πραγματικά ζητάς. Ίσως βρεις αυτό που ζητάς και από πυροτέχνημα, γίνεις αστέρι. Κρατάς το φορτίο και απλά ψάξε για ένα καινούργιο πιστόλι. Ίσως οι μαύρες τρύπες σε καταπιούν και σε βγάλουν σε ένα σύμπαν, που οι εκρήξεις , ζουν για πάντα. Εκεί που ίσως τα δύο μείνουν για πάντα ένα και γεννήσουν έναν ήλιο. Σαν δύο συρμοί του μετρό που χάθηκαν στις σκοτεινές γαλαρίες και δεν κοιτάχτηκαν, ποτέ ξανά.
Δηλητηριώδεις πεταλούδες, κάνουν θόρυβο γύρω από τα αυτιά μας και εμείς δεν δίνουμε, καμία σημασία. Τοξικά λουλούδια, φυτρώνουν παντού γύρω μας και εμείς τα μυρίζουμε και μιλάμε για κοινό μέλλον. Δεν αναρωτιόμαστε πια. Γνωρίζουμε τα πάντα και σίγουροι μέσα στην βαθιά μας παντογνωσία, πατάμε γκάζι σε ένα μπορντό αμάξι που είναι κατασκευασμένο με χαλασμένα φρένα και σπινιάρει με μανία προς τον γκρεμό που χάσκει απέναντι μας. Που να πήγαν άραγε όλες αυτές οι αιώνιες αγάπες, που ζευγάρια ορκίστηκαν κάτω από κίτρινα φεγγάρια με καρδιοχτύπι; Που πήγαν τα λόγια που έλεγαν θυμωμένα χείλη, σε παλιούς έρωτες; Δύο πράγματα μπορεί να σημαίνουν.. Η δεν υπήρξαν ποτέ ή είχαν δομικές δυσκολίες και ήταν κατασκευασμένα να αποτύχουν. Σαν μποξέρ με σπασμένη κλείδα, σε πυγμαχικό αγώνα. Δεν υπάρχει αιώνια αγάπη. Φήμες λένε πως παλιά βέβαια, υπήρξε. Πως φύτρωσε σε τοξικά χώματα και νικήθηκε από κοπάδια άγριων μελισσών. Πως τον σπόρο της, κατά τα αρχαία χρόνια κάποιοι έκλεισαν σε σκοτεινές σπηλιές και άδεια πηγάδια.
Αυτός όμως φύτρωνε και αντιστεκόταν. Ρουφούσε σκοτάδι και το έκανε φως. Μεγάλωναν οι ρίζες του. Κέρδιζε χώρο. Θέριευε και η αγάπη, ήταν το δώρο της φύσης προς τον άνθρωπο. Γαλήνευε τις ψυχές και ταυτόχρονα τις έκανε να καίνε. Από πόθο, από μικρές εκρήξεις. Που έκανε απίστευτα πράγματα, να φαντάζουν δυνατά. Που έκανε υγρά μάτια στο σκοτάδι, να μοιάζουν με τεράστια ήρεμα ποτάμια. Κρυφά ποτάμια όμως. Κρυμμένα στη γη. Σαν εμφυτευμένα ολοζώντανα κύτταρα, μέσα σε κουφάρι νεκρού αλόγου. Παράταση ή άρνηση του τέλους, το λες; Μπορείς να πεις, ότι θέλεις φυσικά. Μπορείς και εσύ να κοιτάξεις τις δηλητηριώδεις μέλισσες, να έρχονται σε άγρια σμήνη. Να χτυπούν τα φτερά τους σε άγριο, θυμωμένο ρυθμό. Σαν κοράκια, απέναντι από τρυφερά κρέατα, μέσα σε ξύλινους κουβάδες, κλεισμένα με διάφανο σελοφάν. Οι μέλισσες, δεν ήρθαν όμως από μόνες τους. Κάποιοι άνθρωποι τις εξέθρεψαν και τις έστειλαν. Τις μεγάλωσαν με μίσος, στη σιωπή. Τις τάισαν τύψεις και τις γέμισαν με εφιάλτες.
"Ζεις εφιάλτες στον ύπνο σου;" με ρώτησες. |"Δεν κοιμάμαι." σου αποκρίθηκα και έκλεισα τα μάτια. Μια μέρα που κοίταγα τα γαλάζια σύννεφα, κάποια στιγμή ο ουρανός σκοτείνιασε. Τα σμήνη, πέταγαν προς το στόχο τους. Μανιασμένα, σκοτεινά και αποφασισμένα. Κατατρύπησαν τον φυτό της αιώνιας αγάπης, που εξείχε από τη γη. Μπέρδεψαν το νέκταρ με το δηλητήριο και το φυτό, έμεινε να κοιτά, με το ένα του μάτι θολό. Χλόμιασε και το δέρμα του. Ακουμπούσε πια ο κορμός του, το χώμα. Άγγιζε δηλαδή η εξέλιξη, νικημένη, τη βάση. Και οι άνθρωποι σιγά, σιγά, άρχισαν να ξεχνούν. Άρχιζαν να συνηθίζουν στην απουσία της αγάπης από την ζωή τους. Προτιμούσαν την κενότητα, γιατί είχε κάτι από απροσάρμοστη, ανεμελιά. Οι άνθρωποι, έκαψαν τα βιβλία που μιλούσαν για την αγάπη και έπαψαν να λένε ιστορίες από γενιά σε γενιά. Η αιώνια αγάπη έτσι λοιπόν, γέρασε και χάθηκε. Από την στιγμή που πια όλοι αγνοούσαν την ύπαρξη της, δεν υπήρξε ποτέ. Σαν αποτυχημένο χημικό, πείραμα που διαγράφηκε από τα πρακτικά.
Οι άνθρωποι συνέχισαν να ζουν έτσι. Κενοί και μόνοι. Σε παράλληλες πορείες. Σαν μικρά ταχύπλοα, σε έναν τεράστιο ωκεανό. Μπορεί όλα αυτά βέβαια να τα ονειρεύτηκα εγώ. Ένας άνθρωπος, όπως όλοι οι άλλοι που δεν κοιμάται..
Σίγουρα δεν τα θυμάσαι όλα την ημέρα. Σκέφτεσαι σαν ένα στυλό που είναι έτοιμο να του τελειώσει το μελάνι, μικρή μου.. Πιέζεις το χαρτί , μήπως και βγει το καθημερινό πρόγραμμα. Σφίγγεις την λαβή. Κουρασμένη, σαν ποδηλάτης στην ανηφόρα πριν το τερματισμό. Μια κορδέλα που δεν την αισθάνθηκες να κόβεται στο πρόσωπο σου. Ένας τερματισμός, που τον παρακολουθείς πάντα σε αργή κίνηση στην τηλεόραση, καθισμένη το βράδυ στο σαλόνι. Τον βλέπεις και τον ξανά βλέπεις, σαν πεινασμένο πούμα, απέναντι από τον γεμάτο πάγκο του κρεοπωλείου. Σαδισμός, ψιθυρίζεις.. Χαμογελάς και ξανά πλησιάζεις την οθόνη. Πληκτρολογείς και ψάχνεις εκείνον που θα χορτάσει την ακόρεστη πείνα σου για αγάπη. Ψάχνεις εκείνον που θα ακούσει τα σήματα, που ακούγονται από τα πλήκτρα που πιέζεις με τα νύχια σου. Σαδισμός, ψιθύρισες και ξανακοίταξες όλα εκείνα τα πρόσωπα που χαμογελούν σε εκείνο το ράφι με τα κρέατα, που λέγεται Facebook. Σαδισμός και μοναξιά. Η άρνηση, πάντα σώζει τα προσχήματα, όχι την ουσία. Σαδισμός, τελικά μικρή μου...
Κάθε πρωί ξυπνάς, σε ένα άδειο κρεββάτι. Ένα μήνυμα πως ο όμορφος νέος με την φοβερή κατανόηση και το γλυκό χαμόγελο που μίλαγες όλο το βράδυ, τάιζε απλά τις δικές του σαδιστικές τάσεις. Όσο και αν κοίταξες γύρω σου, μόνο ο παγωμένος πρωινός αγέρας υπήρχε. Έμοιαζε με όσα ακριβώς έψαχνες εκείνος. Σε έκανε να αισθανθείς γυναίκα. Όχι κορίτσι, όχι γκόμενα, όχι δεύτερη, όχι ένα κομμάτι κρέας. Σε έκανε να αισθάνεσαι πως ήσουν, όσα ακριβώς έψαχνε. Ήσουν; Ήταν; Υπήρξε ποτέ αυτή η συνομιλία πριν χαθεί στην κατάργηση συζήτησης; Του μίλησες για πολλά, του έδειξες και κάποια από αυτά που θα του έδειχνες από κοντά. Σέξι πόζες με δήθεν αθώες γκριμάτσες και λίγο στήθος. Κάτι σαν να κάνεις έρωτα, σε μια αφίσα δηλαδή. Σαδισμός, μοναξιά και μετά κενό. Πάντα το επόμενο βράδυ, λείπει και αναρωτιέσαι αν έκανες κάτι λάθος μικρή μου. Σαδισμός και ερωτηματικά, σε ένα χέρι που κρατά τσιγάρο και δεν ξημέρωσε καν. Σηκώνεσαι και φτιάχνεις καφέ. Σκληρή εικόνα. Ένα φλιτζάνι μόνο. Σαν ένα γεράκι πάνω από την πιο όμορφη παραλία. Δεν θα το μοιραστείς. Ούτε πόσο πέτυχες το καφέ, ούτε πόσο υπέροχα χρώματα έχει ο πρωινός ουρανός.
Βάφτηκες και ξεκίνησες. Πόσο επιτυχημένη μοιάζεις στο ασανσέρ. Σαδισμός και ματαιοδοξία μικρή μου. Σίγουρα αρέσεις. Το παιδί που σου φτιάχνει το φρέντο στο καφέ, ο νεαρός γείτονας που ξεπαρκάρετε μαζί, ο συνάδελφος στο διπλανό γραφείο. Όλοι σου χαμογελούν. Ίσως και να τους αρέσεις. Ίσως και να ήταν εκείνοι, που σε συντρόφευαν χθες στο ερωτοπάζαρο του διαδικτύου. Περνάς και δεν ακουμπάς. Χαμογελάς και μοιράζεις ελπίδες. Σαδισμός και μοναξιά μικρό μου. Χαμογέλα, να μην καταλάβει κανείς τίποτα. Κρύψου πίσω από τα μεγάλα γυαλιά ηλίου σου, ακόμη και από σένα. Η Κόλαση του Δάντη. Περιφερόμενη και κενή. Αρέσεις όμως. Αλλά δεν μπορείς να πεις αυτά που θέλεις σε κάποιον, αν δεν πληκτρολογήσεις. Κάτι συνέχεια σε σταματά. Ξέρω.. είναι πιο εύκολο, μέσα από τα πλήκτρα. Σαδισμός και συνήθεια. Σχόλασες και η θέση στο καναπέ του σαλονιού σε περιμένει. Ξεντύνεσαι. Μένεις με τα εσώρουχα, όπως θα ήθελε να σε δει, εκείνος που σχόλασε επίσης και ετοιμάζεται, στον δικό του καναπέ. Σαν να κολυμπάς γυμνή, σε μια πισίνα με καρχαρίες θα είναι. Δεν φοβάσαι. Συνήθισες. Μεγάλωσες. Σχεδόν ξέχασες. Σαν στυλό, που ετοιμάζεται να ξεμείνει από μελάνι. Άδειες σελίδες, με χαρακιές.
Τόσες νύχτες. Τόσες ατάκες. Τόσα χαμόγελα. Τόσες αναλύσεις. Τόσο κενό. Τόσο μεγάλες οι νύχτες. σβήνει το φως, της οθόνης του υπολογιστή. Λες να τον έπεισες; Ξέχασα.. Εσύ δεν συμπεριφέρεσαι όπως οι άλλες και η μοναξιά σου είναι συνειδητή. Είσαι κλεισμένη σε ένα διαμέρισμα, σαν να βρίσκεσαι σε μια κονσέρβα αεροστεγώς κλεισμένη. Περπατάς μέσα στο σκοτάδι με κατεύθυνση προς το κρεβάτι. Αδειανή αγκαλιά. Σαδισμός και προσποίηση. Μα δεν σε νοιάζει και πολύ, γιατί θα κοιμηθείς αγκαλιά με το σκυλί σου. Αν νομίζεις πως είσαι μόνη, κάνεις λάθος. Το πρωί μην βαφτείς. Μην φορέσεις τα μεγάλα γυαλιά ηλίου. Κοίτα γύρω σου και αν τον ακούσεις να καρδιοχτυπά κάπου εκεί έξω, αρνήσου την συνήθεια. Καλύτερα ένα λάθος συναγερμός, παρά μια παρατεταμένη εκεχειρία. Σαδισμός και αγάπη. Ξέρω πως δεν θυμάσαι να αγαπάς...
Παίξε μου στο πιάνο σου. Παίξε μου. Υπόσχομαι να σιγήσω. Ναι, θα σιγήσω. Σαν νότα, που χάθηκε, σαν καπνός, μέσα στην διπλωμένη μπορντό και κρεμ κουρτίνα, που είναι πιασμένη στο παράθυρο. Θα σταθώ πίσω της. Μόνο ένα ψηλό περίγραμμα θα ξεχωρίζει αχνά. Παίξε μου τις μελωδίες σου, μικρή μου πριγκίπισσα. Υπόσχομαι να κρύψω τον δράκο. Ναι, θα καταπιώ τις φλόγες και θα αναπνεύσω τις νότες σου. Δεν θα ντυθώ πρίγκηπας. Δεν θα μιλήσω. Μόνο παίξε μου τις νότες σου. Δεν θα χτυπήσω ρυθμικά το παπούτσι μου στο λευκό μάρμαρο. Δεν θα χτυπήσει η καρδιά μου. Δεν θα ανοίξω τα μάτια μου. Θα τα αφήσω κλειστά. Δεν θα δείξω τον φόβο μου. Δεν θα πω καλημέρα. Απλά δεν θα δείξω τον φόβο μου. Θα σπείρω μια γενοκτονία μέσα μου. Τόσες χαμένες μέρες, καβάλα στον φόβο. Ένας ήχος με διαπερνά. Χωρίς τόνο, χωρίς ρυθμό. Παίξε μου τις μουσικές σου, στο πιάνο σου. Παίξε μου τις νότες σου.
Κλείσε με σε ένα τεράστιο κλουβί. Σε ένα πελώριο κλουβί. Κοίτα με. Περιφέρομαι σαν άγριο ζώο. Γυμνός, με ένστικτα, βγαλμένα από την σκοτεινή χώρα του υποσυνείδητου. Με βλέμμα χαμηλωμένο. Σαν να υποκρίνομαι και να περιμένω την αδύναμη σου στιγμή. Υποσίτισε με και άφησε με να κατασπαράξω τον εκπαιδευτή μου. Εσένα.. Κοίτα με να ντύνομαι κλόουν, στο δικό μας μυστικό τσίρκο. Να στοιχηματίζω ποιος θα τραβήξει πρώτος το βλέμμα. Άραγε στα παραμύθια υπάρχουν μάρτυρες; Υπάρχουν αντιδικίες για το τέλος; Υπάρχουν σημειώσεις για σικέ τέλος; Όποιος παραχαράξει πρώτος, είναι και αυτός που θα νικήσει σε μια ιστορία αγάπης. Όποιος τσαλακώσει την παρτιτούρα και αρχίσει να φαλτσάρει πρώτος, θα νικήσει. Όποιος μείνει πίσω, θα ανάψει, ένα μικρό σπίρτο, σε μια τεράστια δεξαμενή δακρύων, εύφλεκτων όσο η κηροζίνη. Κλείσε με σε ένα τεράστιο κλουβί και δες την ελεγχόμενη έκρηξη, να παραδίδει στην φωτιά, το μικρό μας τσίρκο. Είναι τόσες πολλές οι φωτιές, όσες και οι άνθρωποι.
Παίξε μου στο πιάνο σου. Δεν θα ανάψω τα κεριά. Δεν θα τελειώσω το ποτό μου. Η μαϊμού, δεν θα κάτσει στον ώμο μου. Δεν θα περπατήσω ποτέ, με το ημίψηλο καπέλο μου. Πώς...;; Δεν τέλειωσε το τσίρκο μας; Πάντα ένας είναι ο επιζών..... Παίξε μου στο πιάνο σου και δεν θα με δεις ξανά..
Κάποιες νύχτες, αισθάνομαι πως μεγαλώνω απότομα. Κάποιες άλλες, πως απλά γερνάω. Κάποια πρωινά, αισθάνομαι πως άργησε να ξημερώσει και κάποιες άλλες, πως ξεχάστηκα μέσα στη νύχτα και δεν ξύπνησα ποτέ. Χθες το βράδυ, περπάτησα στο λιμάνι και ψιχάλιζε. Κοιτούσα στο σκοτεινό νερό και έβλεπα, μικρές φωτεινές δίνες, να σέρνουν ένα περίεργο χορό. Οι λάμπες του λιμανιού, φώτιζαν το νερό, με μια διάσπαρτη τάση, σαν χιλιάδες τρεμάμενες πυγολαμπίδες. Οι ψιχάλες της βροχής, έπεφταν, σαν υγρά νήματα από τον ουρανό. Μια περίεργη, λεπτή βροχή. Ποιος άραγε αλλάζει τα καρούλια με τα νήματα εκεί ψηλά στον ουρανό; Αναρωτήθηκα αν ανήκω κάπου. Όχι. Σίγουρα όχι.. Ίσως, ούτε καν στον εαυτό μου, πια. Κάτι σαν ενοικιαζόμενο δωμάτιο, που μπαινοβγαίνουν άνθρωποι. Ένα ξενοδοχείο ημί-παραμονής. Ίσως μεγαλώνω. Ίσως και να γερνάω. Ίσως και βαθιά μέσα μου, να καταλαβαίνω πως είμαι μια ρόδα που γυρίζει. Απλά γυρίζει.
Κάπνιζα πολύ. Πάντα ξεμένω από αναπτήρα. Ίσως για να δανείζομαι την φωτιά. Μια δανεική φωτιά, είναι πάντα μια ξένη φωτιά. Κάτι σαν τις σχέσεις δηλαδή. Δεν σου άνηκε ποτέ, παρά μοιράστηκες λίγα τετραγωνικά γης και ίσως λίγα σύννεφα ονείρου. Ψεύτικα και μη μετρήσιμα ήταν και τα δύο. Κουβαλώ μια καταστροφή μέσα μου. Ένα ρεβόλβερ και μια αγκαλιά. Σκοτεινές μουσικές από χρόνους που δεν υπήρξαν ποτέ. Περπατούσα και κάπνιζα, μέσα από το μεγάλο, μαύρο χοντρό μπουφάν μου. Πάντα λάτρευα το περπάτημα. Ίσως και να είναι μια ενδόμυχη πράξη απόδρασης. Όσο περπατούσα, ήμουν ασφαλής. Μόνος αλλά ασφαλής. Το ένα χέρι στην δεξιά τσέπη και το άλλο στον γιακά. Σαν μια περιφερόμενη ιερόδουλη. Στολισμένη και μόνη. Με βλέμματα πάνω της. Ναι αυτό είμαστε πια όλοι. Στολισμένοι και μόνοι. Σαν τα σκοτεινά κότερα, που ξέμειναν δεμένα στην προβλήτα. Με ένα βήχα βαθύ. Που πάντα μας προδίδει, όταν περιμένουμε μόνοι στο σκοτάδι. Δεν ξέρω πως είναι να φοβάσαι πια. Ξέχασα. Είναι κάποιος εθισμός στη μοναξιά. Σαν τον πρώην ναρκομανή που πάντα θα ψάχνει την δόση του, παρόλο που ξέρει πως καθάρισε πια.
Έφτασα σε μια άκρη του λιμανιού και κοίταγα από ψηλά κάτω. Το λιμάνι ήταν φωτισμένο και τεράστιο. Έβλεπα τα πάντα από ψηλά. Έκατσα στο κάγκελο της μεγάλης στροφής στο Πασαλιμάνι και έψαξα για αναπτήρα. Το μάτι μου πήγε στην τεράστια δάδα του πάρκου. Τι ειρωνεία. Να κοιτάς μια τεράστια δάδα και να ψάχνεις για αναπτήρα. "Πρόσεχε μην τυχόν και πέσεις", μου είπες. Γέλασα. Τι είμαι άραγε; Ένας Κλόουν, ένα Βαμπίρ ή μια Λερναία Ύδρα; Κοίταξα ξανά απέναντι, όπως ο Νέρωνας. Όλα καιγόντουσαν και κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα. Άνθρωποι πετούσαν από εδώ και από εκεί. Κενοί άντρες και εύκολα κορίτσια. Έρωτες με κούφια ντέρτια, μέσα από αυτοκίνητα με φιμέ τζάμια. Βιβλία με πολλές εύπεπτες φωτογραφίες και καθόλου λέξεις. Νύχτες.. Ναι, νύχτες που δεν ξημέρωσαν ποτέ. Νύχτες σαν αιώνες. Νύχτες που ξέχασες το όνομα σου. Νύχτες που σιγά κατεβαίνουν στην πόλη και κάνουν των ήχο των τακουνιών να μοιάζει σαν σφαίρες σε τσίγκινο τοίχο.
Και εγώ; Ποιος να είμαι άραγε; Αφού δεν ορίζω τις λέξεις και με βρίσκουν μόνες τους, εκείνες. Ξέχασα το όνομα μου. Ένα κορίτσι με κοιτά. Τι είναι ο χρόνος; Τι είναι η αγάπη; Ίσως τα δυο μεγαλύτερα παραμύθια που παρήγαγε ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Ίσως να είμαι μια χαραυγή που έχασε τον δρόμο μέσα στη νύχτα..