Κάποιες φορές πρέπει να διαλέξω πότε είναι πιο δύσκολα. Πριν κοιμηθώ ή αφού ξυπνήσω. Το πρώτο είναι οι στιγμές πριν την απόδραση σε άλλα μήκη κύματος και το δεύτερο η επιστροφή από αρχέγονες και έντονες στιγμές. Σαν ένα ταξίδι σε μια σήραγγα με αρχή κ τέλος. Σαν μια βουτιά, σε ένα μπουκάλι με σφραγισμένο πώμα.
Τα φώτα τρεμοσβήνουν σε έναν πράσινο παλ τόνο. Σαν κοπάδια από πράσινες πυγολαμπίδες, εγκλωβισμένες σε ένα βλέμμα. Όλα κινούνται πότε υπερβολικά αργά και πότε με καταιγιστικό ρυθμό. Συνήθως όποια ταχύτητα προσπαθήσω να επιλέξω, γίνεται το αντίθετο και έτσι απλά, μοναχά κοιτάζω. Η πορεία είναι πάντα με φορά προς τα εμπρός και όταν τελειώσει η διαδρομή, απλά βρίσκομαι ξανά στην αφετηρία.
Πριν κοιμηθώ, αισθάνομαι σαν να εξαϋλώνομαι, σαν να μεταφέρομαι κάπου αλλού και αφού ξυπνήσω, σαν να αποκτώ ύλη και πάλι. Κάπου - κάπου ακούω ένα ψιθύρισμα από μακριά. Ανοίγω τα μάτια κ ο ήλιος μπαίνει από τις κουρτίνες.
Στέκομαι πάνω στην άμμο με γυμνά πόδια. Ο ουρανός είναι γεμάτος αστέρια, μα το φεγγάρι έχει ξεχαστεί κάπου αλλού. Η άμμος είναι σκοτεινή και δέχεται τα ελαφρά κύματα της θάλασσας. Εσύ, στέκεσαι εκεί απέναντι μου. Με μικρά βήματα, ξεκινάς να με πλησιάζεις. Δεν έχει ακουστεί η παραμικρή λέξη, μα οι χτύποι της καρδιάς μοιράζουν μυστικά. Οι σκέψεις μου, είναι λες και έχουν ακινητοποιηθεί σαν ένα λευκό καράβι με μοβ πανιά, που έχει εξοκείλει στα ανοιχτά.
Βήμα, βήμα παραβιάζεις όλο και πιο πολύ τον ζωτικό μου χώρο. Κάθε εκατοστό που καλύπτεις, η ανάσα μου βγαίνει όλο και πιο βαριά. Τα μάτια δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από αυτή την μυστηριώδη ένωση. Σε κοιτώ... Πράσινα ποτάμια με πλημμυρίζουν. Από πότε οι νεράιδες έχουν πράσινα μάτια; Δεν έχω ξαναδεί από κοντά. Άρα υπάρχουν..Είσαι η απόδειξη πως υπάρχουν. Εκατοστά, χωρίζουν δύο χείλια που δεν συναντήθηκαν ποτέ. Που σίγουρα δημιουργήθηκαν, για να ταιριάξουν μαζί. Ένιωθα την ανάσα σου, να με κερνά δροσιά και γλυκό μεθύσι.
Το φόρεμα σου στο χρώμα του πάγου, ήταν βρεγμένο. Μακρύ.. Έκρυβε όλο σου το κορμί. Η σιλουέτα σου διαγραφόταν από μέσα, σαν ποίημα το ξημέρωμα. Οι ώμοι σου γυμνοί, εκτεθειμένοι, εξέπεμπαν αυτό το χλωμό λευκό χρώμα της επιδερμίδας σου. Κόκκινα μαλλιά άγγιζαν το πίσω μέρος της πλάτης σου. Με κοιτάς μέσα στα μάτια και όλα ξύπνησαν ξαφνικά, σαν να έσκασαν εκατομμύρια πυρηνικές βόμβες μέσα μου. Ένα σου βήμα προς τα πίσω, έκανε όλα μου τα συναισθήματα να αντιδράσουν. Μα τα μάτια σου συνέχισαν να με κοιτούν. Σε αντίστροφη πορεία, άρχισες να απομακρύνεσαι. Με αργά βήματα, το νερό άρχισε να σε καλύπτει.
Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε αργά. Η μοβ πολυθρόνα στον τόνο της λεβάντας, με τα ξύλινα μπράτσα έστεκε στη μέση του σαλονιού και με περίμενε, φθαρμένη από τον χρόνο κ τις στιγμές, που πέρασαν από πάνω της. Λιγοστά έπιπλα. Ο μπεζ τοίχος, αντανακλούσε το εξωτερικό φως. Πέντε στραβές κορνίζες έστεκαν πάνω σε μικρά καρφιά. Ένα μεγάλο ανοιχτό ξύλινο παράθυρο με περβάζι, έφερνε μέσα φθινοπωρινό αγέρα και φύλλα σε βαθύ κίτρινο χρώμα. Αριστερά ένα παλιό έπιπλο γραφείου. Σκονισμένο, αφημένο στη γωνία, μόνο του και αυτό,χωρίς τη συντροφιά της καρέκλας.
Όλα όσα με ταλαιπώρησαν όλο αυτό το δύσκολο φθινόπωρο, δεν υπάρχουν πουθενά εδώ μέσα. Πουθενά. Το τασάκι άδειασε κ από γυάλινος συλλέκτης των τελευταίων σου στιγμών εδώ, μετατράπηκε σε ένα απλό διακοσμητικό αντικείμενο. Όλα γειώθηκαν με ένα φρενήρη ρυθμό. Το φθινόπωρο είχε τελειώσει μέσα μου. Το μόνο που με απασχολούσε πια είναι να τρέξω σε εκείνη την παραλία. Να σε ακολουθήσω στην αιωνιότητα και να ξαναζήσω τις στιγμές που τα μάτια σου όριζαν τα πάντα. Να απαρνηθώ όλα όσα με κρατούν σε αυτή την ανθρώπινη υπόσταση κ να χαθώ μαζί σου στο νερό. Πρέπει να τρέξω. Πρέπει να σε βρω..
Η ηχώ της θάλασσας, νομίζω πως έχει παγιδευτεί για πάντα μέσα μου. Δεν την ακούει κανείς άλλος, παρά μόνο εγώ. Όσες φορές και αν ρώτησα τους άλλους αν την ακούν, αν τους καλεί, όλοι μου απαντούν μονολεκτικά αρνητικά. Δεν μπορεί.. Ίσως και να είναι αποτέλεσμα εκείνου του εφιάλτη. Κάποιες φορές, όσα ζούμε δεν τα ζήσαμε ποτέ και άλλα που δεν συνέβησαν ποτέ γυρνούν συνεχώς μέσα στο μυαλό μας. Εικόνες ενός φίλμ, που δεν τραβήχτηκε ποτέ.
Οι φορές που πρέπει να επιλέξουμε μια από τις δύο καταστάσεις εγώ την λέω ρώσικη ρουλέτα με 2 σφαίρες. Τι επιλέγεις; Την ουσία ή την αλήθεια; Και τα δύο θα σε βρουν με σφοδρότητα αφού το όπλο που επέλεξες πάντα ρίχνει δύο βολές. Πόσες θαλάμες μπορείς να αντέξεις άραγε; Μια στιγμή, δύο κενά. Κανένα κενό, δύο οι στιγμές. Ξέρω.. Θα μου πεις πως παίζω με το μυαλό σου, μα δεν είναι έτσι. Σου δίνω εικόνα μέσα από τα μάτια μου, για να μου επιστρέψεις την απάντηση.
Την ώρα που ξεπρόβαλλες απο το νερό και σε αντίκρισα για πρώτη φορά κατάλαβα τη διαφορετικότητα σου. Ένα πλάσμα για να δέχεται την αγάπη και τον Πόθο. Αφού τα εισπράξεις, τα κρύβεις στο σκοτεινό σου βυθό. Τόσο χαμηλά και βαθιά, που κανείς δεν τόλμησε να ψάξει ποτέ. Με παγίδευσαν τα μάτια σου και με έχρισαν στην στιγμή, εξερευνητή των μυστικών και κλειδοκράτορα των ενοχών σου. Φύλακας της λάμψης, απο το κοραλλένιο φως, που κρύβεις μέσα στα μάτια σου..
χθες πήρα φωτιά,
χωρίς αναπτήρα, χωρίς καρδιά.
άναψα και κάηκα,
σαν πυρσός, σαν φοβισμένη χαρά.
και έρχονται ώρες,
ναι έρχονται ώρες,
που παίρνω φωτιά.
σαν πρόστυχος δούλος,
που καιροφυλακτεί την κίνηση σου.
ναι σε κοιτώ,
κάθε στιγμή λυσσώ
και περιμένω,
την στιγμή να καταπιώ το σπίρτο
και να πάρω φωτιά.
ναι να πάρω φωτιά.
περπατώ σαν φοβισμένο κοράκι,
πάνω από την γιορτή των γερακιών.
ξαναπερνώ,
ξαναπερνώ και βουτώ.
σαν μπάλα από φωτιά,
με ένα μεγάλο κενό,
στην καρδιά, στο μυαλό.
με κοιτάς να αρπάζω φωτιά,
και δεν με κρατάς,
μόνο φυσάς και εγώ αρπάζω φωτιά.
λυσσώ και ξαναζώ,
την οργή.
οι φόβοι μας τυλίγουν,
σαν πυρετός.
και εγώ αρπάζω φωτιά.
Ένα άδειο ποτήρι νερό. Σφυρίζω σαν ένα σπιράλ, σαν ένα λάστιχο το οποίο εκτοξεύτηκε από ένα παιδικό χέρι που σημάδευε τον ουρανό. Κυρτώνω το σώμα μου και μετά τεντώνω τον κορμό, τόσο ώστε να νιώσω την υγρασία που μου προσφέρουν τα σύννεφα.
Στάλες υγροποιούνται πάνω μου, σαν ένα ποτήρι νερό που στέκει αδειανό, δίπλα σε μια βρύση. Χαζεύω το φως να περνάει μέσα του, να διαθλάται και να εγκλωβίζεται πίσω από το χοντρό γυαλί. Χρώματα, ευθείες γραμμές, ένα μπλεγμένο κουβάρι σαν ουράνιο τόξο σε βεστιάριο με μεταχειρισμένα χοντρά κασκόλ.
Κρεμάστρες κόκκινες και γκρι, χωρίζουν τα ρούχα μέσα στη ντουλάπα με την μισάνοιχτη πόρτα. Σακάκια σουέτ, πουκάμισα μονόχρωμα και ριγέ, δίπλα σε μπλέιζερ παντελόνια μιας άλλης εποχής. Άδεια κουτιά από παπούτσια που δημιουργούν ένα καφέ τείχος.
Ένας μαύρος σκονισμένος φορτιστής χωρίς ακροφύσια, παρατημένος στην άκρη του κομοδίνου. Χάνομαι δίπλα στους αγωγούς που διαπερνούν το σώμα μου, σαν ένα καλώδιο γεμάτο συναισθήματα.
Το άδειο ποτήρι πάνω σε μια μικρή λίμνη νερού, σημάδι πως η ηλεκτροπληξία είναι θέμα χρόνου πια...
Είσαι εκεί.
Δράκοι στα πάρκα, ξεπηδούν από τα χαλίκια.
Χαμένες ψυχές,
που με θάβουν στις σιωπές.
Τρέχω στους δρόμους σαν άλλος έκπτωτος άγγελος.
Και εσύ είσαι εκεί.
Πάντα είσαι εκεί,
με κρύο, με βροχή.
στον πόνο, στην αγάπη,
η ίδια φυλακή.
Είσαι εκεί.
Ναι και πάλι είσαι εκεί.
Περιστέρια με αίμα στα νύχια,
σημαδεύουν κάθε σπόρο πάνω από την πόλη.
Σαν έρωτας με πόρνη,
αίμα στο σεντόνι,
η υγρή σου φυλακή.
Είσαι εκεί.
Η βροχή που θα πιάσει,
θα σε διώξει.
Σαν δάκρυ πνιχτό,
την αυγή.
Κλείνω τα μάτια
και είσαι πάλι εκεί.