Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017

Οι κυνηγοί της Αγάπης




         Δύο κάστρα. Δύο πρόσωπα. Δύο στολές. Τέσσερα όπλα. Δύο ανιχνευτές και δύο ελεύθεροι σκοπευτές. Οι τελευταίοι είναι τυφλοί και οι δύο πρώτοι, έχουν μειωμένη ακοή. Δεν ακούνε καλά, μα βλέπουν στο σκοτάδι. Μυρίζουν την επερχόμενη αυγή και κρύβουν από μια λεπίδα, πίσω από την ζώνη τους. Περπατούν σκυφτοί και κάποιοι τους έχουν δει να πετούν χαμηλά, σαν μικρές πεταλούδες. Κάποιοι τους μίλησαν. Δεν έχουν φωνή όμως πια. Οι λεπίδες, στέρησαν τις μαρτυρίες. Σχεδόν επιζώντες από επιλογή όμως. Η τύχη δεν έπαιξε κανέναν απολύτως ρόλο. Ήξεραν πως πλησιάζουν και όμως έμειναν εκεί να τους κοιτάζουν στα μάτια. Τολμηροί απελπισμένοι. Το πριν και το μετά, αποτέλεσμα αφοσίωσης και τόλμης. Οι λεπίδες στέρησαν από την Αγάπη την εξατομίκευση του αποτελέσματος . Μάρτυρες χωρίς φωνή. Με χοντρές φωνητικές χορδές, μα χωρίς φωνή. Οι ανιχνευτές είναι και αυτοί θύματα. Παλιά θύματα, με περίσσια διάθεση για εκδίκηση. Με μάτια σαν παγιδευμένες μέλισσες. Μοιάζουν με χαρούμενα, μα είναι θανατηφόρα. Κάποιοι λένε πως τους έχουν δει και τους δυο (θύμα και ανιχνευτή), να χορεύουν στο σκοτάδι και να λαμπυρίζουν μια πληγή και τέσσερα χρυσοκίτρινα μάτια. Αυτοί έγιναν δέντρα. Ξύλιασε η καρδιά τους από το απόκοσμο θέαμα και γέννησαν ξαφνικά κλαριά. Αυτοί ήταν αρκετοί και έτσι το έδαφος, γέμιζε με δέντρα.Έτσι η Γη στην πρώιμη μορφή της , έντυσε την πέτρα με τα δέντρα.
      Οι ελεύθεροι σκοπευτές, ήταν τυφλοί. Με ένα όπλο, που είχε στρεβλωμένη κάννη και μια διόπτρα που σκόπευε μακριά. Δεν είχαν μεγάλη ταχυβολία, μα μπορούσαν να φέρουν καίρια πλήγματα στους ανυποψίαστους κυνηγούς των ανιχνευτών. Τυφλοί σκοπευτές. Σαν να ψάχνεις την Αγάπη, μέσα από την οθόνη. Σημαδεύεις τα ζεστά βράδια και η βολή σου κρύβεται πίσω από τους ήχους της πόλης. Εκτοξεύεις λέξεις και επιθυμίες και περιμένεις πίσω από την κάθε επόμενη λέξη, την αποδοχή ή το μπλοκάρισμα από την πληκτρολογημένη συνέχεια. Κατάθλιψη πίσω από μια σειρά από νούμερα. Ποιος είναι ο δυαδικός κώδικας που θα επεξεργαστεί στην μνήμη του υπολογιστή και θα αναφέρει την λέξη Αγάπη. Αγγίζετε νούμερα και τα μηδενικά συναισθηματικά φορτία, πολλαπλασιάζουν το μηδέν, Σκεφτείτε το λίγο. Μπαμ. Μια βολή, ψηλά από τις πολεμίστρες. Μία, ποτέ δύο. Οι κυνηγοί των ανιχνευτών, είναι κάποιοι που θύμωσαν πολύ με τον ακρωτηριασμό του ρομαντισμού. Που αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Να επιβάλουν τον ρομαντισμό, δελεάζοντας το φεγγάρι να διαρκέσει πιο πολύ. Σαν να τιμωρούν τις οθόνες και τα γράμματα με κρεμασμένες αγκαλιές, πίσω από κίτρινες λάμπες. Μια διακοπή ρεύματος. Που πάει η Αγάπη όταν ξαφνικά κλείνει ο υπολογιστής; Ρουφιέται από τα τηλεφωνικά καλώδια, διαχέεται στον αέρα, σαν κοπάδι πυγολαμπίδων. 
      Δύο κάστρα. Απέχουν μεταξύ τους μα φαίνονται το ένα από το άλλο με γυμνό μάτι. Ξεχωρίζουν οι δύο φιγούρες των τυφλών σκοπευτών. Αν ακούσεις την βολή τους, μην ανησυχήσεις. Αν είσαι εσύ ο στόχος, δεν θα προλάβεις να ακούσεις την βολή πριν σε βρει. Μαίνεται η μάχη των πραγματιστών με τους ρομαντικούς λοιπόν. Μείνε μακριά από τις λεπίδες και τα κοπάδια των μελισσών, που κρύβονται πίσω από όμορφα άνθη. Μην απεμπολήσεις ποτέ το δικαίωμα της μνήμης. Αυτό είναι το όπλο σου. Να μην ξεχάσεις πως οφείλεις να φροντίσεις εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου. Να τον ετοιμάσεις σωστά για την επερχόμενη μάχη. Να μην δειλιάσει μπροστά στην σιωπή. Τρέξε μικρή μου στα βότσαλα και κρύψε την λεπίδα. Είμαι κρυμμένος ανάμεσα στα δέντρα, κουβαλώντας μαρτυρίες. Μόλις κλείσεις τα μάτια σου για να μην ορατός από τις μέλισσες, θα σου ορμίσω με μια αγκαλιά, που ξεκρέμασα πάνω από την κίτρινη λάμπα που κάνει το ασανσέρ να μοιάζει με καμπίνα τελεφερίκ. Χαμογέλα. Είναι σαν τυφώνας πάνω από πηγάδι. Κλέβει το νερό με έναν στροβιλισμό από φιλιά. 
- Που είσαι; Δεν σε βλέπω..
- Πίσω από την κάννη σου. Δεν σε ακούω καλά. 
- Δεν μπορώ να σε δω με την διόπτρα μου. Είμαι τυφλός.  
- Δεν σε ακούω καλά.
Μπαμ. Η βολή μου χάραξε την νύχτα. 
Σιωπή. Άργησε να ξημερώσει. Το φεγγάρι, καρφώθηκε στο ταβάνι του ουρανού και φύσηξε αστέρια.
Μπαμ. Η δεύτερη βολή μου τρύπησε τον θόλο του έναστρου ουρανού. Γέμισε παντού νερό. Έτσι η γη γέμισε με νερό κατά την πρώιμη Εποχή.
- Δεν σε βλέπω.
- Δεν σε ακούω.
      Και έτσι η μάχη της Αγάπης ξεκινά, κάθε φορά που πέφτει το σκοτάδι. Κάποιοι μόνο βλέπουν, κάποιοι μόνο ακούνε. Οι λέξεις είναι βολές. Αισθανθείτε και ας πληγωθείτε. Το πολύ πολύ να λαμπυρίσουν τα μάτια σας. Οι κυνηγοί γυρνούν εκεί έξω με την λεπίδα.
- Ποιος είσαι άραγε, όταν είσαι μόνος;
- Δεν σε ακούω.
Βολή. Μπαμ. Σιωπή.  
Σε λίγο ξημερώνει. 











Σάββατο 15 Ιουλίου 2017

Ένα λευκό πουκάμισο

         

        - Με κάνεις να νιώθω πραγματικά ξεχωριστή.
- Είσαι.
- Γιατί το βλέπω μόνο στα δικά σου μάτια;
- Ανοιγόκλεισε τα μάτια σου μια φορά και κοίτα μέσα στα δικά μου. Τι βλέπεις; Κοίτα με βαθιά μέσα στις κόρες.
- Με τρομάζεις. 
- Γιατί;
- Βλέπω κεραυνούς. Βλέπω θύελλες. Βλέπω σιωπή και καταιγίδες μαζί. 
- Που κοίταξες μωρό μου;
- Μέσα σου. Πίσω μακριά μέσα στα μάτια σου. 
- Μέχρι που κοίταξες;
- Δεν ξέρω. Τρόμαξα και χάθηκα μέσα μια βροχή. Ξαφνικά βράχηκα και περιφερόμουν μέσα σε μια άδεια παραλία που είχε παντού νεκρά λευκά ψάρια σαν να είχε περάσει μόλις τυφώνας. Είδα δυο γυμνές μπαλαρίνες, που τρέφονταν από την βροχή. Είχαν δυο τεράστια μάτια και το νερό έμπαινε μέσα στις βλεφαρίδες τους. Έπιναν το νερό με τα μάτια. 
- Πως κατάλαβες πως είναι μπαλαρίνες;
- Ήταν  γυμνές στο σώμα. Φορούσαν ροζ και λευκά παπούτσια μπαλέτου. Είχαν κόκκινες κορδέλες στα μελαχρινά μαλλιά τους.  Η μία έπαιζε μια άρπα χωρίς χορδές και η άλλη, κρατούσε ένα κίτρινο μαξιλάρι. Η άρπα έβγαζε ήχους. Όταν το τραγούδι τελείωσε, έβρεχε ακόμη. Η πιο μικρόσωμη τύλιξε το κίτρινο μαξιλάρι, γύρω από το πρόσωπο της άλλης. Δεν βρήκε την παραμικρή αντίσταση. Η αναπνοή σταμάτησε και χάθηκε στην αγκαλιά της άλλης μπαλαρίνας. Την έσυρε στο νερό και την άφησε στην επιφάνεια της θάλασσας. Νομίζω πως έζησες πολλά μωρό μου.
       Ανοιγόκλεισα δυο φορές τα μάτια μου και κοίταξα πίσω από τον ώμο της. 
- Έχω ζήσει πολλές ιστορίες.
- Ζηλεύω στον ήχο της λέξης πολλές.
- Γιατί;
- Δεν ξέρω. Ίσως κρατάς κάτι από όλες.
- Δεν κρατάω τίποτε. Μονάχα υγρασία, σαν ένα λευκό πουκάμισο που βράχηκε πολλές φορές και δεν πλύθηκε ποτέ. Λέκιασε και γέμισε γραμμές, σαν τις χορδές ενός πιάνου. Πολλές. Άλλες λεπτές και άλλες πιο φαρδιές. Η κάθε ιστορία είχε το δικό της εκτόπισμα. Χαμόγελα, κάμποσο πόνο, μια ροδιά στην άσφαλτο και από ένα τουλάχιστον μπουκάλι αλκοόλ. Κάθε χορδή βγάζει άλλον ήχο και όλες μαζί τον φάλτσο ήχο των αναμνήσεων μας. 
- Τι ψάχνεις αλήθεια;
- Δεν ξέρω. Μάλλον εκείνη που θα ηρεμήσει μέσα μου τις καταιγίδες. Τις νιώθω τα καλοκαιρινά βράδια. Τις ακούω να χτυπούν μέσα μου. Κοιτάζω τα αστέρια και προσπαθώ να φανταστώ πως είσαι κάπου εκεί έξω. 
- Και αν δεν έρθω ποτέ; Και αν μπερδευτώ κάπου εκεί έξω στα αστέρια και χάσω την σωστή στροφή; Θα συνεχίζεις να φαλτσάρεις παλεύοντας με τις καταιγίδες μέσα σου;
- Κοίτα με ξανά στα μάτια. 
- Με φοβίζουν τα μάτια σου. Βλέπω πάλι καταιγίδες.
      Πιάνο. Μια φωτιά. Ένα ζευγάρι πέδιλα. Άμμος. Ένα ντροπαλό μισό φεγγάρι. Μια παλιά οθόνη από ένα θερινό κινηματογράφο που έκλεισε. Ένα χάδι. Γυαλιά ηλίου που τους λείπει ο ένας φακός. Έξι κίτρινες γόπες από τσιγάρο και δύο λευκές. Ένα μισό μπουκάλι με κόκκινο γλυκό κρασί. Ήχοι από ταινία του Χόλιγουντ από την δεκαετία του  60. Μια μικρή κόρνα και ένα παιδί που περνά μέσα από την οθόνη με ένα κόκκινο ποδήλατο. Ένα αστέρι έπεσε στον Αττικό ουρανό. 
- Μυρίζει βροχή.
- Δεν θα κρυφτείς;
- Όχι. Φοράω ακόμη εκείνο το λευκό πουκάμισο. 
- Να μείνω μαζί σου;
- Μπορείς;
- Θέλω. Δεν ξέρω αν μπορώ. 
- Θα μου ανάψεις ένα τσιγάρο πριν φύγεις;
- Ποιος είπε πως θα φύγω;
- Θα μείνεις δηλαδή να βραχούμε μαζί;
Θέλω. Δεν ξέρω αν μπορώ. Θα με πάρεις μια αγκαλιά; Το θέλω πολύ.
Θέλω. Δεν ξέρω αν μπορώ.
- Επαναλαμβάνεις τα λόγια μου; Άγγιξε τις δικές μου χορδές. 
       Έκλεισα τα μάτια μου και άκουσα πολλές ακόμη ιστορίες. Κάποιες σύντομες και κάποιες πιο μεγάλες και παραστατικές.
- Με θέλεις; Aν ναι, απλά πες το μου.
- Μπορώ. Δεν ξέρω αν θέλεις. 
  

Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Ρινγκ




         Όλα ξεκίνησαν σε ένα ρινγκ. Μεταξύ ιδρώτα και ενός λυσσασμένου πλήθους. Φωνές. Σπασμένα γόνατα, πειραγμένα γάντια, φανατισμός. Το κυνήγι της ματαιοδοξίας και η ψυχολογία του μισθοφόρου. Ένα σκυλί με τηλεκοντρόλ. Ματωμένες πετσέτες και ένας κουτσός προπονητής. Χέρια υψωμένα προς τα εμπρός και λυγισμένα ελαφρώς, ίσα να κρύβουν το μάτι που αιμορραγεί. Προδιαγεγραμμένο νοκ άουτ.  Αποκλεισμός και θολή όραση. Βήμα αργό. Σαδισμός και φιληδονία. Απαλλοτρίωση του νου. Αναβολικά όνειρα. Ψυχές με επιδέσμους. Αιμοστατικά συναισθήματα. Μια λευκή πετσέτα. Δεν είναι η απουσία που σε πονάει. Είναι η μοναξιά. Εκείνος ο προβολέας που καίει τους ώμους σου καθώς τρεκλίζεις μέσα στο ρινγκ. Κοιτάς τα κορδόνια σου. Έτοιμα να λυθούν. Έχουν πάνω σκόνη και αίμα. Καθώς σηκώνεις το βλέμμα, δέχεσαι το πρώτο συντριπτικό χτύπημα στην μύτη. Το θολό, μετατρέπεται σε σκοτάδι και σε μια γνώριμη ζάλη. Είναι μια παράλληλη γωνιά στο υποσυνείδητο. Εκεί που λουφάζεις, κάθε φορά που φοβάσαι το πλήθος. Βάζεις ένα χαμηλό σκαμπό και κουρνιάζεις στη σιωπή. Είναι κάπως κρύα αλλά έχει ηρεμία. Σταμάτησαν οι θεατές να κραυγάζουν στην αρένα της αγάπης. Δυο επόμενα θύματα θα παλέψουν μέχρι τελικής πτώσεως. Θα σηκώσουν τα γάντια και θα συνθλίψουν κάθε μικρό όνειρο. Ο προπονητής είναι επίτηδες κουτσός. Για να μην βλέπει και να κρατάει μονάχα έναν κίτρινο κουβά. Εκεί που θα αιμορραγήσουν οι στιγμές των μαχητών.  

Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017

Μια παρτίδα Σκάκι από δυο ψυχές

         


      Άνοιξα την συρμάτινη πόρτα της άδειας παιδικής χαράς. Βρεγμένες κούνιες. Χαλίκια. Παγκάκια χαραγμένα με αρχικά έφηβων εραστών που γέρασαν. Μια ψηλή κόκκινη μόνη τσουλήθρα. Αποτσίγαρα. Μια σκασμένη κίτρινη μπάλα, αργοπεθαίνει μέσα σε μια συστάδα χαμηλών θάμνων. Σέρνω τα πόδια μου στα χαλίκια. Διάλεξα την πιο  βρεγμένη κούνια και έκατσα. Έβγαλα ένα τσιγάρο από το παλτό μου. Το έβαλα στο χείλη μου και δεν έψαξα για τον μικρό μαύρο αναπτήρα, που έκρυβα στην δεξιά τσέπη. Κοίταξα ψηλά στον μπορντό-κόκκινο συννεφιασμένο απογευματινό ουρανό. Έπαιζα με το τσιγάρο και συνέχισα να κοιτώ ψηλά. Περίμενα έναν κεραυνό. Βροντερό και καυτερό. Να σκάσει μανιασμένος, προερχόμενος από τα έγκατα του ουρανού. Που θα έρχεται από μακριά, γεμάτος μοναξιά και δύναμη. Κόκκινος και άηχος. Που θα ταξιδεύει με την ταχύτητα που δημιουργείται το δάκρυ, μέσα στα μάτια.  Με ήρεμες κινήσεις θα διασχίσει πλανήτες και σύμπαντα. Ένας άλλος κεραυνός. Ένας απόκοσμος και σκοτεινός. Χαλάλι την υπομονή. Μεγάλο το ταξίδι με έναν υπόκωφο πόνο. Ένας κεραυνός που θα ανάψει το τσιγάρο μου. Ένας κεραυνός που δεν ήρθε ποτέ. Κοίταξα τις δυο κούνιες και έβγαλα τον μικρό λευκό αναπτήρα που είχα στην αριστερή τσέπη. Μια μικρή φλόγα. Ένας μικρός ήχος τριβής. Έκλεισα τα μάτια μου. Κάθε φορά που πίνω, νιώθω τα μάτια μου πιο αδύνατα. Σαν έρωτας με προφυλακτικό. Σαν ανάπηρο αρπακτικό. Σαν ημερολόγιο που έσβησα τα σ'αγαπώ με μπλάνκο και καφέ περιστέρια έσκισαν τις σελίδες και τις παράχωσαν σε βρώμικες οικοδομές. Σαν τυφλός ματάκιας. Σαν παιδί που περιεργάζεται ένα σουτιέν και το μουντζουρώνει με κόκκινο μαρκαδόρο. 
        Δεν έβρεξε σήμερα. Έχει μια ζέστη, που μου καθηλώνει την φωνή. Σιωπώ και ταράζω τα χαλίκια με τα πόδια μου. Οι ουσίες μου προκαλούν μοναξιά και αγαπώ τις υποτροπές μου. Βουτώ στην ανισορροπία και το πιθανό. Έχω τρίτο πόδι. Είμαι κέρινος. Γίνομαι μονόκερος. Μέσα από τα μάτια μου, ξεπροβάλλει ένα κίτρινο φεγγάρι. Οι άνθρωποι αγαπούν. Ο σεβασμός δεν είναι μια χρησιμοποιημένη καπότα. Ένα τσιγάρο που δεν σβήνει ποτέ. Δυο σώματα βρεγμένα μέσα σε μια καυτή νύχτα. Δυο σώματα γυμνά. Χωρίς εσώρουχα, να στέκουν αντικριστά, χωρίς ίχνος ντροπής. Μόνο ιδρώτας και σιωπή. Με δυο καρδιές σαν δυο υπερταχείες, που συγκρούστηκαν και προκάλεσαν πτώση δρομολογίων. Ένας έρωτας πάνω στο παγκάκι, που μοιάζει με αγώνας θανάτου. Ένας νικητής, καμιά πιθανότητα σωτηρίας. Αλκοόλ χωρίς πάγο. Βρεγμένα στήθη σε ένα ζωώδη ρυθμό. Κενό. Σαν ζωγράφος, που γέμισε το σώμα του με μπογιές, και βούτηξε σε ένα πηγάδι από χαλίκια. Χώμα, χαλίκια, βρώμικο νερό και χρώμα. Σαν μαύρη τριανταφυλλιά. Σαν νέγρος γλάρος. Μισό καρδιοχτύπι, δυο ρώγες, ένα πέος, ένα βρώμικο τζιν και φτηνή κολόνια. Σαν γαμήλιο γεύμα σε καντίνα της εθνικής οδού. Ντύνονται ξανά δυο οι ψυχές. Φορούν σαρκικό κοστούμι. Δεν κοιτιούνται. Δυο αναπτήρες. Δυο αναπνοές, ένα φεγγάρι. Ακόμη έχει φως στην παιδική χαρά. Ο ιερέας της μοναξιάς, κάνει τσουλήθρα. Έχει την μορφή ενός λύκου, που σφήνωσε στην κάθοδο του. Η ευκαιρία τους. Δεν κουνιούνται. Έχουν ακόμη μπαταρία. Δυο οθόνες. Δυο μοναξιές που κοιτούν σε μια οθόνη που καθρεφτίζει την γύμνια τους. 
- Βλέπεις εκεί;
- Που;
-Εκεί. 
-Που;
- Εκεί. Μπροστά σου.
- Που;
- Γαμώτο μου .. Εκεί. Δες την μοναξιά που ουρλιάζει κάτω από το φεγγάρι. Δεν βλέπεις τον λύκο;
- Όχι. 
        Σιωπή. Ένα τεράστιο σκάκι. Ένας Βασιλιάς και ένας στρατιώτης. Οχτώ κινήσεις. Ρουά Ματ. Το παιχνίδι έλαβε τέλος. Ο Βασιλιάς και ο Στρατιώτης, μπήκαν στο ίδιο ξεχασμένο σκονισμένο κουτί, κάτω από το κρεββάτι. Ποτισμένες ευκαιρίες. Ουσίες. Ένα μεγάλο φεγγάρι. Είκοσι τέσσερα καρφιά στο παλιό σκάκι. Σκόνη στο παρκέ. Αλκοόλ χωρίς πάγο. 
      
        

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017

Και όταν εμφανιστεί η μοναξιά;





         Ψυχικός γυμνισμός. Αισθαντική αναισθησία. Ολοκληρωτική αποψίλωση. Φοβική επιμονή. Λειτουργικός ιδρυματισμός. Ερωτική μονομανία. Ένα άδειο κρύο πλατύσκαλο με ένα λερωμένο χαλί εισόδου. Μια μεγάλη πράσινη σαύρα. Βρεγμένες κάλτσες. Μια σκισμένη τέντα. Παντού άθικτοι φάκελοι από εισπρακτικές εταιρείες. Σκονισμένα έπιπλα. Ένα μαύρο σμόκιν ακουμπισμένο πάνω στο πιάνο. Καφέ παπούτσια και μαύρες κάλτσες. Καλσόν. Ένα άδειο μπουκάλι ουίσκι με τριάντα δύο άθικτα ολόκληρα τσιγάρα. Τα οχτώ τα κάπνισα στο πλατύσκαλο χαϊδεύοντας την σαύρα. Τύλιγε την ουρά της γύρω από τον καρπό μου  και ένιωθα έναν παγετό να με καταλύει. Μια χιονοστιβάδα λήθης που ξεκινούσε από το περικάρπιο και ξεχυνόταν μέσα στις φλέβες μου. Ταξίδευε μέσα μου και με πάγωνε. Η καρδιά μου χτυπούσε αργά σαν ασθενική καμπάνα σε λευκό ξωκλήσι σε μια ήρεμη παραλία. Ίσα που δήλωνε παρούσα. Τρόμος. Μάλλον θα σταματούσε. Ύστερα η σαύρα σηκωνόταν στα δυο πόδια και με κοιτούσε στα μάτια, χωρίς να αφήνει στιγμή το χέρι μου με την ουρά της. 
     -  Έχεις μιλήσει ποτέ με σαύρα; Σε ρώτησα.
     - Έχεις παλαβώσει τελείως; Αποκρίθηκες. 
        Βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα απέναντι. Παντού παράθυρα με αιτήματα φιλίας και αισθησιακούς χαιρετισμούς. Προκλητική σοβαροφάνεια και εκπολιτισμένη αποκτήνωση. Άγρια ένστικτα μαντρωμένα πίσω από ένα πληκτρολόγιο. Βαριεστημένος αυνανισμός. Λυτρωτική ντροπή. Άρματα μοναξιάς έτοιμα να ισοπεδώσουν κάθε τι ζωντανό. Χαϊδεύεις φιλάρεσκα τις ρόγες σου και πίνεις από το μπουκάλι. Κρατάς τον καπνό μέσα σου μέχρι να αισθανθείς σαν μαύρο πυρηνικό υποβρύχιο που χτυπάει επίμονα  πάνω σε γαλάζια πλακάκια πισίνας. Επιδιώκεις την έκρηξη. Την ισοπέδωση. Τον αισθητηριακό αφανισμό. Την αμνησία. Την τοξική βροχή. Σηκώνεσαι και φοράς το σακάκι του σμόκιν. Από μέσα ξεχωρίζουν οι τρίχες στο στήθος σου και το γαλάζιο εσώρουχο. Σαν αποτυχημένος σαλντιμπάγκος. Σαν κουλτουριάρικη καρικατούρα. 
    -Φοβάσαι την μοναξιά; σε ρώτησα καθώς ρουφούσες με μανία ρακόμελο από την κανάτα. 
    -Όχι δεν την φοβάμαι. Και όταν νιώσω πως με γυροφέρνει σαν μανιασμένο σκουλήκι, την δένω γρήγορα σε ένα καλάμι ψαρέματος και την ρίχνω σε βαθιά θολά νερά. Να την κατασπαράξουν άγρια πλάσματα που ζουν στην άβυσσο. Κρατώ το καλάμι και παρατηρώ την πετονιά να κλονίζεται. 
   -Και έτσι φεύγει η μοναξιά;
   - Όχι.. Την παγιδεύω στον βυθό. Το μόνο που με τρομάζει είναι όταν θα γεμίσει ο βυθός και ξεπεταχτεί από το νερό. 
   -Θα είναι τοξική; θα σου επιτεθεί λες; 
   -Μην τα βάζεις με τους άλλους μικρέ μου. Ψάξε μέσα σου γιατί αρκείσαι εσύ στο τίποτα.
   -Και όταν εμφανιστεί η μοναξιά;
   -Θα παίξεις στο πιάνο σου και εκείνη θα χαθεί στο βάθος περπατώντας πάνω στο νερό. 

Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

Μεγαλώνω...




          
     Πριν από πολλά χρόνια, σε μια χαραυγή. Εκεί που οι ανάσες των εραστών ήταν ακόμη ζωντανές ανάμεσα σε άβολα κρεβάτια και βρώμικα πλακάκια μπάνιου. Εκεί που τα μάτια έψαχναν το πάθος ανάμεσα σε αναπνοές ζώων και μυρωδιές νυχτολούλουδων. Εκεί που υγρά μάτια μούλιαζαν επιστολές αγάπης. Μελάνι, δάκρυ και χαρτί. Μουντζουρωμένα χέρια και άδειες καρδιές. Ρομαντισμός που έπεσε απάνω σε ένα κοπάδι από σουπιές. Τις είδε ήρεμες και πίστεψε πως είναι κάποια άγνωστα είδη από την άβυσσο που θα μπορούσε να καθαρίσει και να λάμψουν σαν νούφαρα στην πανσέληνο. Την λέρωσαν την γοργόνα και εκείνη πνίγηκε μαύρη. Έγινε βράχος. Αυτό είναι οι βράχοι στις θάλασσες. Νεκρές γκρι στιγμές.  Σαν να μαζεύεις τριαντάφυλλα από βόθρο. Σαν σαλιγκάρι που πέρασε πάνω από στάλα αίματος. Θα δημιουργήσει μια γραμμή στον δρόμο και μετά θα σβήσει. Μα δεν θα σβήσει. Λέρωσε το σαλιγκάρι εσωτερικά και απλά το σάπισε και πέθανε. Ένα νεκρό σαλιγκάρι ανάμεσα σε ένα εκατομμύριο κόκκινες παπαρούνες. Ποιος θα το προσέξει; Μα θα περάσει καιρός και το σώμα του σαλιγκαριού θα ποτίσει το χώμα. Τα μυρμήγκια θα φροντίσουν για την απομάκρυνση του κελύφους. Αποκαθήλωση, σιωπή. Κομμάτι, κομμάτι  θα αποκοπεί και θα γεμίσει τις τρύπες στο χώμα. Σαν την Αγάπη λοιπόν. Έτσι πεθαίνει και η Αγάπη. Σιγά σιγά. Δευτερόλεπτο, στο δευτερόλεπτο. Σαν σύννεφο που ξηλώνεται και χάνεται στον γαλάζιο ουρανό.  Που την μια στιγμή μοιάζει σαν καράβι από βαμβάκι και την άλλη ένα γαλάζιο κενό. Ένα απέραντο γαλάζιο κενό. 
        Η ακριβής ώρα εκείνης της χαραυγής ήταν 5 και έντεκα πρώτα λεπτά. Κοίταξα το ρολόι. Σήκωσα το όπλο και ο ήχος της σφαίρας έσπασε τον καθρέφτη του χρόνου σε μικρά κομμάτια. Μπαταρίες, δείκτες, γυαλί, στιγμές, σιωπές, φεγγάρια, νύχτες, χάδια, μια καφέ πόρτα, ένα ποτήρι ρούμι και ένα κερί. Οι πρωταγωνιστές στην δική μου θάλασσα. Βράχια οι αναστολές μου. Πέθαιναν αργά καθώς πατούσα τα γυαλιά και μάτωναν τα δάχτυλα μου. Κρατούσα ένα παγάκι στο αριστερό μου χέρι που έσταζε. Πορτοκαλί και καφέ μαξιλάρια. Άσπρο πρόβατο ανάμεσα σε μια αγέλη μαύρων λύκων. Μια μαύρη άγκυρα σε έναν ολόλευκο κοραλλιογενή βυθό. Μια σφαίρα ανάμεσα σε δυο πνευμόνια. Ένας τραβεστί κλόουν ντυμένος νύφη, να σφυρίζει σαν τροχονόμος σε μια άδεια λεωφόρο. Σήμερα ήπια πολύ και ένιωσα τις παραισθήσεις να παγιδεύουν το υποσυνείδητο μου. Βουτούσα στην θάλασσα και έγλειφα τα βράχια σαν πόρνη σε φεστιβάλ. Καθόμουν στην άμμο και χάζευα μαζί με κοπάδια μεθυσμένων τουριστριών τα γεννητικά μου όργανα να τα κρατούν πράσινες γοργόνες. Πάθος, θέλω, ορμή, σιωπή, φόβος, κενό. Ένα μπουκάλι άδειο από βότκα, επιπλέει στο νερό. Προτεραιότητες, καθωσπρεπισμός, ματάκηδες γείτονες, ξαναμμένες  διαχειρίστριες. Όσο μεγαλώνω καταλαβαίνω όλο και πιο πολύ πως το αλκοόλ και οι ουσίες αφορούν την επιβίωση. Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή. Ερωτεύσου όσο κρατά η μπαταρία του κινητού. Πως φλερτάρουν άραγε oι γοργόνες; Πως κάνουν έρωτα αργά στα βράχια; Έτρεξα και άρπαξα το άδειο μπουκάλι της βότκας. Το άνοιξα και το έφερα αργά στο αυτί μου. Άκουσα ένα ψίθυρο. "Πέντε και δεκαέξι λεπτά". Κοίταξα προς το σημείο που θα ήταν το ρολόι μου και θυμήθηκα πως το είχα ανταλλάξει με μια μεγάλη φθαρμένη κούκλα από ένα δοκιμαστήριο λίγο πιο πέρα από την  παραλία.  Είχε σημάδια στο πρόσωπο, ήταν κίτρινη και είχε κακοβαμμένα μοβ νύχια.
      Ξύπνησα στο κρεββάτι μου ιδρωμένος. Κοίταξα το κόκκινο ρολόι στον τοίχο. Έδειχνε πέντε και είκοσι εφτά.  Περπάτησα αργά στο ξύλινο παρκέ. Έξω είναι ακόμη νύχτα. Η πλαστική κούκλα κοιμόταν κάτω από την τραπεζαρία. Το γυμνό της κεφάλι εξείχε από τα πόδια μια καρέκλας. Ο βιασμός του έρωτα σε μια εποχή που ο κανιβαλισμός κάνει νοικοκυρές να βρίσκονται σε ονείρωξη με φουσκωτούς τύπους σε ζούγκλες και ερημιές. Ρομαντισμός μέσα από μούσκουλα και άγρια βλέμματα καθώς ρίχνουν μπαλάκια σε διχτάκια. Φορούν κομπινεζόν και νιώθουν τον καυτό αέρα της καραϊβικής. Βρεγμένες μέρες, στεγνές νύχτες. Σπασμένες χορδές από κιθάρες σε πισίνες από βότκα, που μοιάζουν με μικροσκοπικά χέλια. Δύσκολα νοήματα, κενά χαμόγελα, κίτρινες σφυρίχτρες, ασθενικές κόρνες, κόκκινα μπαλόνια. Λερωμένα τσιγάρα, νερόβραστα πάθη, καμήλες χωρίς πόδια, αισθήματα στην χύτρα. Γελώ στο σκοτάδι και ακουμπώ αργά ερωτικά τον τοίχο. Γνέφω στον καθρέφτη. Έλουσα την κούκλα, παρόλο που δεν έχει μαλλιά. Ξημέρωσε. Μεγαλώνω. Κουράζομαι πιο εύκολα από πληγές. Γεμίζω την μπανιέρα και ξεπλένω από πάνω μου την σιωπή. Χαμογελάω και μεγαλώνω. Μεγαλώνω και έχω ανάγκη την ηρεμία. Χαμογελώ και περιμένω το επόμενο βράδυ. Μεγαλώνω...













Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Ο λύκος που κρύβουμε μέσα μας..




         Περνάει η νύχτα. Κυλάει η ώρα και σκορπώ πολλά λεπτά δεξιά και αριστερά. Ένα τεράστιο φεγγάρι μόλις σηκώθηκε πίσω από το βουνό. Λες και ξημέρωσε ξαφνικά μέσα σε μια νυχτερινή ομίχλη. Δεν το βλέπω ακόμη γιατί κάλυψα τα μάτια μου με ένα σκούρο καφέ κασκόλ. Με κρατώ αιχμάλωτο. Νομίζω πως δεν κρυώνω. Δεν ξέρω αν τρέμω από τον φόβο για τον λύκο που κοιμάται στα πόδια μου ή αν με κόβει πολύ η αλυσίδα που με κρατά κοντά στον βράχο. Αισθάνομαι πως φορώ σκονισμένα αθλητικά παπούτσια. Ξέχασα αν ντύθηκα και πως βρέθηκε το κλειδί από τις αλυσίδες μου, στο λουρί του λύκου. Λένε πως αν προετοιμάζεσαι όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται για τον πόλεμο που λαμβάνει χώρα εκεί έξω, εξασφαλίζεις κάποιες πιθανότητες επιβίωσης παραπάνω. Νομίζω πως ασκούμαι σκληρά. Ματώνω και δακρύζω. Θυμάμαι και αγγίζω. Ονειρεύομαι και λυγίζω. Αγριεύω τον λύκο και εκείνος μου ορμά σαν λυσσασμένος δεσμοφύλακας. Με σπάει στα δύο. Σαν να προσπαθεί να μου δείξει πως πειθήνια θα με σκότωνε απλά και μόνο σαν πιστός πολεμιστής που με γλιτώνει από τα χέρια των εχθρών. 
        Εθίζομαι εύκολα στο δύσκολο. Χάνω εύκολα την κατεύθυνση. Πολλαπλασιάζεται μέσα μου η διάθεση για μη παράδοση. Χτυπά δυνατά η καρδιά μου. Δεν βλέπω λόγω του κασκόλ. Νιώθω την αδρεναλίνη να με κατακλύζει σαν γύπας που ορμά πάνω στο θύμα του.  Ζούμε σε μια εποχή εικονικής πραγματικότητας. Που το εύκολο είναι σχεδόν αδύνατο και το δύσκολο είναι ο στόχος των νυχτερινών ασκητών που αγαπούν τον ρομαντισμό. Γαμημένη εποχή για ρομαντικούς. Σαν ακρωτηριασμένοι ελεύθεροι σκοπευτές. Σαν φουσκωτά πορτοκαλί σωσίβια σε άδειες πισίνες. Σαν κυνηγούς φαντασμάτων, κρυμμένους μέσα σε λούνα παρκ. Ηχώ. Βήματα. Ηχώ. Ακούω τον λύκο να βαριανασαίνει. Με πατά με το μπροστά αριστερό του πόδι και με υποβάλλει σε ένα συναγερμό. Κολλάω πάνω στον βράχο και προσπαθώ να ακούσω. Περιμένω να γρυλίσει για  να ουρλιάξω. Να κόψω την νύχτα στα δύο με μια φωνή. Για τα όνειρα της γενιάς μας, για τα εφηβικά μας ξενύχτια, για τα έναστρα ποιήματα μας, για τα σκίτσα πάνω στα παγκάκια και τους κορμούς των δέντρων που οι επόμενες γενιές θα τα αντιμετωπίζουν σαν ιερογλυφικές μαρτυρίες πρώιμων ημί-αγρίων.  
         Σήμερα το βράδυ θα παίξουμε το παιχνίδι των παρορμήσεων και της εκτέλεσης των θέλω. Εσύ θα κάνεις τον λύκο που πεινά και γυρνάει σαν δαίμονας μέσα στα σκοτάδια και παρά- φυλάει πίσω από βρεγμένους κορμούς ψηλών δέντρων και εγώ την ξεχασμένη τροφή, πάνω από καλοφυλαγμένη παγίδα. Εσύ ο κυνηγός λοιπόν που πιστεύει πως έχει δίκιο και θα μου επιτεθεί για να καλύψει τις πιο ζωτικές του ανάγκες και εγώ ένα σκοτεινό μυστικό, που θα σε οδηγήσει σε μια βαθιά τρύπα. Στην σκιά της λήθης. Σκοτάδι. Κάθομαι στο βρεγμένο χώμα. Κλείνω τα γόνατα με τα δύο μου χέρια. Οι αγκώνες μου με οριοθετούν σαν οντότητα. Σαν μια σαρκική πυραμίδα. Σε ακούω να περπατάς ελαφριά εκεί έξω. Να έρχεσαι αργά προς τα εμένα. Να μην περιφέρεσαι. Να έρχεσαι. Διέκοψα την αναπνοή μου για να μην με λυπηθείς. Κοίταξα πίσω από τα δέντρα. Σε είδα να με κοιτάς και οι σιαλογόνοι αδένες σου, να ριγούν. Δεν μπήκες καν στον κόπο να με μυρίσεις. Όρμηξες με μανία. Βούτηξες με μανία κατά πάνω μου. Τα κλαδιά υποχώρησαν και βρεθήκαμε μέσα στην παγίδα και οι δυο. Σκοτάδι. Δυο αναπνοές. Μια σιωπή. Δυο σώματα. Μια εικόνα ενός λύκου σε μια τρύπα με την τροφή, να τον ποτίζει. Να τον ρουφά και να τον τραβά, ανάμεσα στα χώματα και τις πέτρες. 
         Ξημέρωσε. Χώμα. Ένα λουρί αφημένο. Διάλεξε τι είσαι. Όσο κρύβεις εκείνο τον λύκο που έχεις μέσα σου, τόσο θα μετατρέπεσαι σε θήραμα. Πατημασιές. Υγρασία. Πιάνεις το λουρί και το κρύβεις μέσα στην τσάντα σου. Θα ενοχλεί τους γύρω σου στο μετρό καθώς πηγαίνεις με κατεβασμένο κεφάλι προς το κλουβί σου...

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Υπάρχουμε για όσα αγαπούμε πολύ




       Είμαι χώμα και νερό. Είμαι λάσπη. Είμαι σιωπή και λέξεις. Είμαι ένα σφύριγμα κάτω από ένα επαρχιακό τούνελ, μια βροχερή νύχτα. Είμαι ένα όνειρο και ένας εφιάλτης. Είμαι μια συνεχόμενη σειρά από τελείες, σε ένα τετράδιο από λευκές σειρές. Είμαι ένας χάρτινος στόχος και μία τροχείο-δεικτική σφαίρα. Είμαι μια σύγκρουση. Είμαι οξυγόνο και σπίθες. Είμαι φωτιά. Είμαι θυμός και αναπνοές. Είμαι έκρηξη. Είμαι αγάπη και οργή. Είμαι στιγμές. Είμαι αράχνη και ιστός. Είμαι σιωπή. Είμαι κυνηγός και θήραμα. Είμαι ζωή. Είμαι μια κιμωλία και ένα σφουγγάρι. Είμαι γραμμή. Είμαι δέρμα και σπυρί. Είμαι ένα πύον. Είμαι ένα ισοσκελές τρίγωνο με σπασμένη την κάτω αριστερή γωνία και ένας διαβήτης. Είμαι χαρτί. Όλοι μας είμαστε όλα. Τα κουβαλάμε όλα και ύστερα, κάποια τα ξεχνάμε στην προηγούμενη γωνιά και όταν κοιτάξουμε πίσω, όλα λείπουν. Είμαστε όσα ζήσαμε. Είμαστε όσα φοβηθήκαμε. Είμαστε όσα μισήσαμε να είμαστε. Είμαστε όσα ονειρευτήκαμε και τρομάξαμε να είμαστε. Είμαστε όσα σκεφτόμαστε κοιτώντας έξω από το παράθυρο στις 3 το πρωί.  Είμαστε όσα σκάρτα προσπαθούμε να σκοτώσουμε μέσα μας. Είμαστε όσα αγαπούμε πολύ. 
       Υπάρχει το φως και το σκοτάδι. Υπάρχει η παγωμένη σιωπή και το γλυκό χάδι. Υπάρχει η μοναξιά και η αγάπη που μπορεί να ζεστάνει τα παγωμένα ακροδάχτυλα που το αίμα ξέχασε να τα επισκεφτεί. Υπάρχει η υγρασία της κλεισούρας και η δροσερή αναπνοή, ανάμεσα σε δυο ζεστά χείλια.  Έχεις αισθανθεί ποτέ στον ύπνο σου πως είσαι πουλί και πετάς ψηλά; Πετάς. Πετάς ψηλά και αισθάνεσαι ελαφρύς. Η θα συνεχίσεις να πετάς ή θα νιώσεις την βαρύτητα να σε καλεί στο κενό. Έχεις αισθανθεί ποτέ στον ύπνο σου πως πέφτεις απότομα; Λένε κάποιοι πως εκείνες τις στιγμές, οι ψυχές μας θεριεύουν και θέλουν να βγουν για να μας κοιτάξουν. Εμείς σαστίζουμε και αισθανόμαστε την πτώση. Σαν μια μεγάλη πορσελάνινη κούκλα που πέφτει σε ένα μεγάλο πράσινο κάδο απορριμάτων. Υπάρχουμε γιατί το θέλουμε. Υπάρχουμε γιατί ονειρευόμαστε. Υπάρχουμε γιατί παρά τα αλλεπάλληλα νοκ αουτ, δεν θα πετάξουμε λευκή πετσέτα μέσα στο ρινγκ της ζωής. Πέφτουμε και σηκωνόμαστε χωρίς να ξέρουμε γιατί. Τρεφόμαστε από εσωτερικές συγκρούσεις. Ζητάμε το σκοτάδι μα φοβόμαστε τον θάνατο. Είμαστε θνητοί. Φθαρτοί. Γεμάτοι κενά και ανασφάλειες. Που μας οδηγούν σε επιλογές. Υπάρχουμε για να σκοτώνουμε όσα σκάρτα προσπαθούμε να σκοτώσουμε μέσα μας. Υπάρχουμε για όσα αγαπούμε πολύ. 
         Κερί, σιωπή, χάδι, μαζί, κενό, απουσία, καρδιά, ιστορία. Λυπάμαι πολύ όσους δεν νιώθουν. Δεν κριτικάρω. Λυπάμαι που δεν πυροβολούν μέσα τους όσες μικρές φλεγμονές κουβαλούν, πριν γίνουν καρκινικές εστίες. Εγώ έχω πολλά ελαττώματα. Πολλά κενά και ποτάμια εγωισμού. Όλοι έχουμε. Πάντα σκέφτομαι πως εγώ θα πρέπει να προσπαθήσω πολύ περισσότερο από όλους. Να πνίξω την τοξικότητα μέσα μου. Να αφήσω τον ήλιο να μπει σαν ζεστή ριπή και να κάψει τα όσα σκάρτα έχω μέσα μου. Να γίνει μια λάβα από αγάπη που θα καυτηριάσει τις πληγές. Υπάρχει η πληγή και η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού. Υπάρχει το δάκρυ και το γαλάζιο. Υπάρχει το χαλάζι και η ζέστη της σόμπας. Διάλεξε που ανήκεις και που θέλεις να πας. Όχι που σε κατέταξαν, μα που θέλεις να ανήκεις. Χαμογέλα σε ότι έκανε την μέρα σου να στραβώσει και κράτα γερά το τιμόνι προς τα ανοιχτά. Πέρασες φουρτούνες. Πέρασα. Περάσαμε και το γαλάζιο αντικατέστησε την γκρίζα βροχή. Σωθήκαμε;  Όσο η αγάπη θα είναι το σωσίβιο, θα υπάρχει ελπίδα και γι αυτή την ελπίδα θα αξίζει να ζούμε.  Υπάρχουμε για να σκοτώσουμε όσα σκάρτα κουβαλούσαμε μέσα μας. Υπάρχουμε για όσα ελπίζουμε και αγαπούμε πολύ. ....