Άνοιξα την συρμάτινη πόρτα της άδειας παιδικής χαράς. Βρεγμένες κούνιες. Χαλίκια. Παγκάκια χαραγμένα με αρχικά έφηβων εραστών που γέρασαν. Μια ψηλή κόκκινη μόνη τσουλήθρα. Αποτσίγαρα. Μια σκασμένη κίτρινη μπάλα, αργοπεθαίνει μέσα σε μια συστάδα χαμηλών θάμνων. Σέρνω τα πόδια μου στα χαλίκια. Διάλεξα την πιο βρεγμένη κούνια και έκατσα. Έβγαλα ένα τσιγάρο από το παλτό μου. Το έβαλα στο χείλη μου και δεν έψαξα για τον μικρό μαύρο αναπτήρα, που έκρυβα στην δεξιά τσέπη. Κοίταξα ψηλά στον μπορντό-κόκκινο συννεφιασμένο απογευματινό ουρανό. Έπαιζα με το τσιγάρο και συνέχισα να κοιτώ ψηλά. Περίμενα έναν κεραυνό. Βροντερό και καυτερό. Να σκάσει μανιασμένος, προερχόμενος από τα έγκατα του ουρανού. Που θα έρχεται από μακριά, γεμάτος μοναξιά και δύναμη. Κόκκινος και άηχος. Που θα ταξιδεύει με την ταχύτητα που δημιουργείται το δάκρυ, μέσα στα μάτια. Με ήρεμες κινήσεις θα διασχίσει πλανήτες και σύμπαντα. Ένας άλλος κεραυνός. Ένας απόκοσμος και σκοτεινός. Χαλάλι την υπομονή. Μεγάλο το ταξίδι με έναν υπόκωφο πόνο. Ένας κεραυνός που θα ανάψει το τσιγάρο μου. Ένας κεραυνός που δεν ήρθε ποτέ. Κοίταξα τις δυο κούνιες και έβγαλα τον μικρό λευκό αναπτήρα που είχα στην αριστερή τσέπη. Μια μικρή φλόγα. Ένας μικρός ήχος τριβής. Έκλεισα τα μάτια μου. Κάθε φορά που πίνω, νιώθω τα μάτια μου πιο αδύνατα. Σαν έρωτας με προφυλακτικό. Σαν ανάπηρο αρπακτικό. Σαν ημερολόγιο που έσβησα τα σ'αγαπώ με μπλάνκο και καφέ περιστέρια έσκισαν τις σελίδες και τις παράχωσαν σε βρώμικες οικοδομές. Σαν τυφλός ματάκιας. Σαν παιδί που περιεργάζεται ένα σουτιέν και το μουντζουρώνει με κόκκινο μαρκαδόρο.
Δεν έβρεξε σήμερα. Έχει μια ζέστη, που μου καθηλώνει την φωνή. Σιωπώ και ταράζω τα χαλίκια με τα πόδια μου. Οι ουσίες μου προκαλούν μοναξιά και αγαπώ τις υποτροπές μου. Βουτώ στην ανισορροπία και το πιθανό. Έχω τρίτο πόδι. Είμαι κέρινος. Γίνομαι μονόκερος. Μέσα από τα μάτια μου, ξεπροβάλλει ένα κίτρινο φεγγάρι. Οι άνθρωποι αγαπούν. Ο σεβασμός δεν είναι μια χρησιμοποιημένη καπότα. Ένα τσιγάρο που δεν σβήνει ποτέ. Δυο σώματα βρεγμένα μέσα σε μια καυτή νύχτα. Δυο σώματα γυμνά. Χωρίς εσώρουχα, να στέκουν αντικριστά, χωρίς ίχνος ντροπής. Μόνο ιδρώτας και σιωπή. Με δυο καρδιές σαν δυο υπερταχείες, που συγκρούστηκαν και προκάλεσαν πτώση δρομολογίων. Ένας έρωτας πάνω στο παγκάκι, που μοιάζει με αγώνας θανάτου. Ένας νικητής, καμιά πιθανότητα σωτηρίας. Αλκοόλ χωρίς πάγο. Βρεγμένα στήθη σε ένα ζωώδη ρυθμό. Κενό. Σαν ζωγράφος, που γέμισε το σώμα του με μπογιές, και βούτηξε σε ένα πηγάδι από χαλίκια. Χώμα, χαλίκια, βρώμικο νερό και χρώμα. Σαν μαύρη τριανταφυλλιά. Σαν νέγρος γλάρος. Μισό καρδιοχτύπι, δυο ρώγες, ένα πέος, ένα βρώμικο τζιν και φτηνή κολόνια. Σαν γαμήλιο γεύμα σε καντίνα της εθνικής οδού. Ντύνονται ξανά δυο οι ψυχές. Φορούν σαρκικό κοστούμι. Δεν κοιτιούνται. Δυο αναπτήρες. Δυο αναπνοές, ένα φεγγάρι. Ακόμη έχει φως στην παιδική χαρά. Ο ιερέας της μοναξιάς, κάνει τσουλήθρα. Έχει την μορφή ενός λύκου, που σφήνωσε στην κάθοδο του. Η ευκαιρία τους. Δεν κουνιούνται. Έχουν ακόμη μπαταρία. Δυο οθόνες. Δυο μοναξιές που κοιτούν σε μια οθόνη που καθρεφτίζει την γύμνια τους.
- Βλέπεις εκεί;
- Που;
-Εκεί.
-Που;
- Εκεί. Μπροστά σου.
- Που;
- Γαμώτο μου .. Εκεί. Δες την μοναξιά που ουρλιάζει κάτω από το φεγγάρι. Δεν βλέπεις τον λύκο;
- Όχι.
Σιωπή. Ένα τεράστιο σκάκι. Ένας Βασιλιάς και ένας στρατιώτης. Οχτώ κινήσεις. Ρουά Ματ. Το παιχνίδι έλαβε τέλος. Ο Βασιλιάς και ο Στρατιώτης, μπήκαν στο ίδιο ξεχασμένο σκονισμένο κουτί, κάτω από το κρεββάτι. Ποτισμένες ευκαιρίες. Ουσίες. Ένα μεγάλο φεγγάρι. Είκοσι τέσσερα καρφιά στο παλιό σκάκι. Σκόνη στο παρκέ. Αλκοόλ χωρίς πάγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου