Περνάει η νύχτα. Κυλάει η ώρα και σκορπώ πολλά λεπτά δεξιά και αριστερά. Ένα τεράστιο φεγγάρι μόλις σηκώθηκε πίσω από το βουνό. Λες και ξημέρωσε ξαφνικά μέσα σε μια νυχτερινή ομίχλη. Δεν το βλέπω ακόμη γιατί κάλυψα τα μάτια μου με ένα σκούρο καφέ κασκόλ. Με κρατώ αιχμάλωτο. Νομίζω πως δεν κρυώνω. Δεν ξέρω αν τρέμω από τον φόβο για τον λύκο που κοιμάται στα πόδια μου ή αν με κόβει πολύ η αλυσίδα που με κρατά κοντά στον βράχο. Αισθάνομαι πως φορώ σκονισμένα αθλητικά παπούτσια. Ξέχασα αν ντύθηκα και πως βρέθηκε το κλειδί από τις αλυσίδες μου, στο λουρί του λύκου. Λένε πως αν προετοιμάζεσαι όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται για τον πόλεμο που λαμβάνει χώρα εκεί έξω, εξασφαλίζεις κάποιες πιθανότητες επιβίωσης παραπάνω. Νομίζω πως ασκούμαι σκληρά. Ματώνω και δακρύζω. Θυμάμαι και αγγίζω. Ονειρεύομαι και λυγίζω. Αγριεύω τον λύκο και εκείνος μου ορμά σαν λυσσασμένος δεσμοφύλακας. Με σπάει στα δύο. Σαν να προσπαθεί να μου δείξει πως πειθήνια θα με σκότωνε απλά και μόνο σαν πιστός πολεμιστής που με γλιτώνει από τα χέρια των εχθρών.
Εθίζομαι εύκολα στο δύσκολο. Χάνω εύκολα την κατεύθυνση. Πολλαπλασιάζεται μέσα μου η διάθεση για μη παράδοση. Χτυπά δυνατά η καρδιά μου. Δεν βλέπω λόγω του κασκόλ. Νιώθω την αδρεναλίνη να με κατακλύζει σαν γύπας που ορμά πάνω στο θύμα του. Ζούμε σε μια εποχή εικονικής πραγματικότητας. Που το εύκολο είναι σχεδόν αδύνατο και το δύσκολο είναι ο στόχος των νυχτερινών ασκητών που αγαπούν τον ρομαντισμό. Γαμημένη εποχή για ρομαντικούς. Σαν ακρωτηριασμένοι ελεύθεροι σκοπευτές. Σαν φουσκωτά πορτοκαλί σωσίβια σε άδειες πισίνες. Σαν κυνηγούς φαντασμάτων, κρυμμένους μέσα σε λούνα παρκ. Ηχώ. Βήματα. Ηχώ. Ακούω τον λύκο να βαριανασαίνει. Με πατά με το μπροστά αριστερό του πόδι και με υποβάλλει σε ένα συναγερμό. Κολλάω πάνω στον βράχο και προσπαθώ να ακούσω. Περιμένω να γρυλίσει για να ουρλιάξω. Να κόψω την νύχτα στα δύο με μια φωνή. Για τα όνειρα της γενιάς μας, για τα εφηβικά μας ξενύχτια, για τα έναστρα ποιήματα μας, για τα σκίτσα πάνω στα παγκάκια και τους κορμούς των δέντρων που οι επόμενες γενιές θα τα αντιμετωπίζουν σαν ιερογλυφικές μαρτυρίες πρώιμων ημί-αγρίων.
Σήμερα το βράδυ θα παίξουμε το παιχνίδι των παρορμήσεων και της εκτέλεσης των θέλω. Εσύ θα κάνεις τον λύκο που πεινά και γυρνάει σαν δαίμονας μέσα στα σκοτάδια και παρά- φυλάει πίσω από βρεγμένους κορμούς ψηλών δέντρων και εγώ την ξεχασμένη τροφή, πάνω από καλοφυλαγμένη παγίδα. Εσύ ο κυνηγός λοιπόν που πιστεύει πως έχει δίκιο και θα μου επιτεθεί για να καλύψει τις πιο ζωτικές του ανάγκες και εγώ ένα σκοτεινό μυστικό, που θα σε οδηγήσει σε μια βαθιά τρύπα. Στην σκιά της λήθης. Σκοτάδι. Κάθομαι στο βρεγμένο χώμα. Κλείνω τα γόνατα με τα δύο μου χέρια. Οι αγκώνες μου με οριοθετούν σαν οντότητα. Σαν μια σαρκική πυραμίδα. Σε ακούω να περπατάς ελαφριά εκεί έξω. Να έρχεσαι αργά προς τα εμένα. Να μην περιφέρεσαι. Να έρχεσαι. Διέκοψα την αναπνοή μου για να μην με λυπηθείς. Κοίταξα πίσω από τα δέντρα. Σε είδα να με κοιτάς και οι σιαλογόνοι αδένες σου, να ριγούν. Δεν μπήκες καν στον κόπο να με μυρίσεις. Όρμηξες με μανία. Βούτηξες με μανία κατά πάνω μου. Τα κλαδιά υποχώρησαν και βρεθήκαμε μέσα στην παγίδα και οι δυο. Σκοτάδι. Δυο αναπνοές. Μια σιωπή. Δυο σώματα. Μια εικόνα ενός λύκου σε μια τρύπα με την τροφή, να τον ποτίζει. Να τον ρουφά και να τον τραβά, ανάμεσα στα χώματα και τις πέτρες.
Ξημέρωσε. Χώμα. Ένα λουρί αφημένο. Διάλεξε τι είσαι. Όσο κρύβεις εκείνο τον λύκο που έχεις μέσα σου, τόσο θα μετατρέπεσαι σε θήραμα. Πατημασιές. Υγρασία. Πιάνεις το λουρί και το κρύβεις μέσα στην τσάντα σου. Θα ενοχλεί τους γύρω σου στο μετρό καθώς πηγαίνεις με κατεβασμένο κεφάλι προς το κλουβί σου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου