Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

Μεγαλώνω...




          
     Πριν από πολλά χρόνια, σε μια χαραυγή. Εκεί που οι ανάσες των εραστών ήταν ακόμη ζωντανές ανάμεσα σε άβολα κρεβάτια και βρώμικα πλακάκια μπάνιου. Εκεί που τα μάτια έψαχναν το πάθος ανάμεσα σε αναπνοές ζώων και μυρωδιές νυχτολούλουδων. Εκεί που υγρά μάτια μούλιαζαν επιστολές αγάπης. Μελάνι, δάκρυ και χαρτί. Μουντζουρωμένα χέρια και άδειες καρδιές. Ρομαντισμός που έπεσε απάνω σε ένα κοπάδι από σουπιές. Τις είδε ήρεμες και πίστεψε πως είναι κάποια άγνωστα είδη από την άβυσσο που θα μπορούσε να καθαρίσει και να λάμψουν σαν νούφαρα στην πανσέληνο. Την λέρωσαν την γοργόνα και εκείνη πνίγηκε μαύρη. Έγινε βράχος. Αυτό είναι οι βράχοι στις θάλασσες. Νεκρές γκρι στιγμές.  Σαν να μαζεύεις τριαντάφυλλα από βόθρο. Σαν σαλιγκάρι που πέρασε πάνω από στάλα αίματος. Θα δημιουργήσει μια γραμμή στον δρόμο και μετά θα σβήσει. Μα δεν θα σβήσει. Λέρωσε το σαλιγκάρι εσωτερικά και απλά το σάπισε και πέθανε. Ένα νεκρό σαλιγκάρι ανάμεσα σε ένα εκατομμύριο κόκκινες παπαρούνες. Ποιος θα το προσέξει; Μα θα περάσει καιρός και το σώμα του σαλιγκαριού θα ποτίσει το χώμα. Τα μυρμήγκια θα φροντίσουν για την απομάκρυνση του κελύφους. Αποκαθήλωση, σιωπή. Κομμάτι, κομμάτι  θα αποκοπεί και θα γεμίσει τις τρύπες στο χώμα. Σαν την Αγάπη λοιπόν. Έτσι πεθαίνει και η Αγάπη. Σιγά σιγά. Δευτερόλεπτο, στο δευτερόλεπτο. Σαν σύννεφο που ξηλώνεται και χάνεται στον γαλάζιο ουρανό.  Που την μια στιγμή μοιάζει σαν καράβι από βαμβάκι και την άλλη ένα γαλάζιο κενό. Ένα απέραντο γαλάζιο κενό. 
        Η ακριβής ώρα εκείνης της χαραυγής ήταν 5 και έντεκα πρώτα λεπτά. Κοίταξα το ρολόι. Σήκωσα το όπλο και ο ήχος της σφαίρας έσπασε τον καθρέφτη του χρόνου σε μικρά κομμάτια. Μπαταρίες, δείκτες, γυαλί, στιγμές, σιωπές, φεγγάρια, νύχτες, χάδια, μια καφέ πόρτα, ένα ποτήρι ρούμι και ένα κερί. Οι πρωταγωνιστές στην δική μου θάλασσα. Βράχια οι αναστολές μου. Πέθαιναν αργά καθώς πατούσα τα γυαλιά και μάτωναν τα δάχτυλα μου. Κρατούσα ένα παγάκι στο αριστερό μου χέρι που έσταζε. Πορτοκαλί και καφέ μαξιλάρια. Άσπρο πρόβατο ανάμεσα σε μια αγέλη μαύρων λύκων. Μια μαύρη άγκυρα σε έναν ολόλευκο κοραλλιογενή βυθό. Μια σφαίρα ανάμεσα σε δυο πνευμόνια. Ένας τραβεστί κλόουν ντυμένος νύφη, να σφυρίζει σαν τροχονόμος σε μια άδεια λεωφόρο. Σήμερα ήπια πολύ και ένιωσα τις παραισθήσεις να παγιδεύουν το υποσυνείδητο μου. Βουτούσα στην θάλασσα και έγλειφα τα βράχια σαν πόρνη σε φεστιβάλ. Καθόμουν στην άμμο και χάζευα μαζί με κοπάδια μεθυσμένων τουριστριών τα γεννητικά μου όργανα να τα κρατούν πράσινες γοργόνες. Πάθος, θέλω, ορμή, σιωπή, φόβος, κενό. Ένα μπουκάλι άδειο από βότκα, επιπλέει στο νερό. Προτεραιότητες, καθωσπρεπισμός, ματάκηδες γείτονες, ξαναμμένες  διαχειρίστριες. Όσο μεγαλώνω καταλαβαίνω όλο και πιο πολύ πως το αλκοόλ και οι ουσίες αφορούν την επιβίωση. Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή. Ερωτεύσου όσο κρατά η μπαταρία του κινητού. Πως φλερτάρουν άραγε oι γοργόνες; Πως κάνουν έρωτα αργά στα βράχια; Έτρεξα και άρπαξα το άδειο μπουκάλι της βότκας. Το άνοιξα και το έφερα αργά στο αυτί μου. Άκουσα ένα ψίθυρο. "Πέντε και δεκαέξι λεπτά". Κοίταξα προς το σημείο που θα ήταν το ρολόι μου και θυμήθηκα πως το είχα ανταλλάξει με μια μεγάλη φθαρμένη κούκλα από ένα δοκιμαστήριο λίγο πιο πέρα από την  παραλία.  Είχε σημάδια στο πρόσωπο, ήταν κίτρινη και είχε κακοβαμμένα μοβ νύχια.
      Ξύπνησα στο κρεββάτι μου ιδρωμένος. Κοίταξα το κόκκινο ρολόι στον τοίχο. Έδειχνε πέντε και είκοσι εφτά.  Περπάτησα αργά στο ξύλινο παρκέ. Έξω είναι ακόμη νύχτα. Η πλαστική κούκλα κοιμόταν κάτω από την τραπεζαρία. Το γυμνό της κεφάλι εξείχε από τα πόδια μια καρέκλας. Ο βιασμός του έρωτα σε μια εποχή που ο κανιβαλισμός κάνει νοικοκυρές να βρίσκονται σε ονείρωξη με φουσκωτούς τύπους σε ζούγκλες και ερημιές. Ρομαντισμός μέσα από μούσκουλα και άγρια βλέμματα καθώς ρίχνουν μπαλάκια σε διχτάκια. Φορούν κομπινεζόν και νιώθουν τον καυτό αέρα της καραϊβικής. Βρεγμένες μέρες, στεγνές νύχτες. Σπασμένες χορδές από κιθάρες σε πισίνες από βότκα, που μοιάζουν με μικροσκοπικά χέλια. Δύσκολα νοήματα, κενά χαμόγελα, κίτρινες σφυρίχτρες, ασθενικές κόρνες, κόκκινα μπαλόνια. Λερωμένα τσιγάρα, νερόβραστα πάθη, καμήλες χωρίς πόδια, αισθήματα στην χύτρα. Γελώ στο σκοτάδι και ακουμπώ αργά ερωτικά τον τοίχο. Γνέφω στον καθρέφτη. Έλουσα την κούκλα, παρόλο που δεν έχει μαλλιά. Ξημέρωσε. Μεγαλώνω. Κουράζομαι πιο εύκολα από πληγές. Γεμίζω την μπανιέρα και ξεπλένω από πάνω μου την σιωπή. Χαμογελάω και μεγαλώνω. Μεγαλώνω και έχω ανάγκη την ηρεμία. Χαμογελώ και περιμένω το επόμενο βράδυ. Μεγαλώνω...













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου