Πάει πολύς καιρός που δεν προσπαθώ να κόψω το ποτό. Πάει πολύς καιρός που ξέχασα. Δύο προτάσεις που υπέβαλα σε έναν ανακλαστικό καθρέφτη. Αντίστροφες έννοιες, με τα ίδια μηνύματα. Ανίσχυρες άμυνες, απέναντι σε καλοδουλεμένες επιθέσεις. Κάθε λίγο ένα ποτήρι, ετοιμάζεται να σπάσει στο ξύλινο παρκέ, αφού αδειάσει το περιεχόμενο του, στον ουρανίσκο μου. Ένα τραίνο που θα με ξεφορτώσει το επόμενο πρωί, στον καναπέ. Ίδια διαδικασία, ίδιος ρυθμός. Σαν να παρατηρείς έναν αρλεκίνο να ετοιμάζεται για μια ακόμη παράσταση, κάτω από φτηνές λάμπες, μπροστά σε πράσινα πλακάκια.
Ίσως η αδυναμία που έχω στο να ελέγξω τις αυτοκαταστροφικές μου τάσεις, προέρχεται από την φωτογραφική μου μνήμη. Αδυνατώ να βρω μια λογική, κάθε φορά που ο Αρλεκίνος αναλαμβάνει να μου παρουσιάσει τους αποψινούς καλεσμένους. Πρόσωπα χωρίς όνομα. Χωρίς ταυτότητα και παρόν. Κάθε ένας, κουβαλά και κάτι δικό μου. Κάτι από αυτά που θα ήθελα να ξεχάσω, χωρίς να ξεχαστώ. Πάνω που πάω να θυμηθώ τον καθένα, γλιστρούν ήσυχα, δίπλα στον μπορντό καναπέ. Απλοί πρωταγωνιστές, για λίγα λεπτά, σε μια παρέλαση από μνήμες σε φόντο μοβ.
Συνέχεια το αναφέρω αυτό το χρώμα τελευταία.. Κάθε φορά από τότε που πέρασα μια λευκή πόρτα, σε μια γειτονιά με δέντρα, το βρίσκω κλεισμένο, πίσω από τα βλέφαρα μου. Πριν την απότομη σκάλα, αισθάνθηκα πως η αδυναμία του Αρλεκίνου θα με έσωζε και θα ντυνόμουν αμέσως. Κλείνω τα μάτια και το μοβ, διώχνει τον Αρλεκίνο και τα υπόλοιπα πλάσματα του χθες. Κάποιους τους πλήγωσες επίτηδες. Για να επιβεβαιώσεις δράματα και ψυχώσεις, κατάλοιπα άλλων. Κάποιους εντελώς χωρίς πρόθεση. Πληρώνοντας κάποιο καπρίτσιο της τύχης, που έτυχε να υπηρετήσεις.
Η καρώ κόκκινη - μαύρη στολή, χάσκει δίπλα στην σκονισμένη κιθάρα. Η μάσκα ακουμπά μαλακά, πάνω στο γκρι καπέλο, κάτω από τον θαλασσί χάρτη. Τις μπογιές τις έχω στον καθρέφτη του μπάνιου. Εκεί που ένας Άγγελος , μπορεί να μεταμορφωθεί σε Σάτυρο και το ακριβώς αντίθετο.. Μόνο το σκουλαρίκι φαινόταν μέχρι να ανοίξεις το φως. Στέκεσαι και η αδυναμία του Αρλεκίνου να σου εξηγήσει τα πάντα, θα σε κάνει να ανοίξεις το φως. Θα περπατήσεις τον μικρό διάδρομο που οδηγεί στο σαλόνι, κρατώντας ένα μπουκάλι με αρκετά ποτήρια. Ένα για τον κάθε καλεσμένο, ένα για την κάθε στιγμή. Κίτρινο υγρό, μοβ πρωινά..
Ύστερα ήρθαν οι ώρες. Ποιες..; θα αναρωτηθείς σίγουρα. Εκείνες οι ώρες που δεν κοιτάς ποτέ τον καθρέφτη. Εκείνες, που μετράς τον χρόνο από την απόσταση που καλύπτει η σκιά του καναπέ, πάνω στον φωτισμένο τοίχο, από τη λάμπα του δρόμου. Όλα εκεί δημιουργούνται και μετά τα μεταφέρουμε μέσα. Όλα εκεί δημιουργούνται, στους δρόμους των σκιών. Ένα μυστικό της νύχτας, που θα μοιραστώ απόψε μαζί σου..
Μην με ρωτήσεις που θα τους βρεις. Θα σε βρουν σίγουρα εκείνοι. Περιφερόμενα κομμάτια γης, που καταλαμβάνουν στιγμές και αφομοιώνουν το εξωτερικό περιβάλλον. Νησίδες, κενά, πλακόστρωτα καλντερίμια με ξύλινα παράθυρα. Πάντα δεξιά τους θα μπορείς να δεις το φεγγάρι. Ένα νωθρό, κίτρινο μεγάλο τηγάνι, που επιτηρεί με σχολαστική εμμονή την διαδικασία, πάνω από τη θάλασσα. Θα μπορείς να δεις την ψιλή άμμο και να ακούσεις φωνές παιδιών από τη θάλασσα. Όσο και αν κοιτάξεις όμως, δεν θα δεις κανέναν.
Είμαι σίγουρος πως θα ξανακοιτάξεις.. Θα κάνεις ένα βήμα και απλά θα ακούσεις τις ίδιες ηχητικές παραστάσεις. Λένε κάποιοι που προχώρησαν πιο πέρα, πως νομίζουν πως χάθηκαν. Νομίζουν, γιατί ο χρόνος, έσπασε το μηχανισμό του ρολογιού και τον χάρισε στα πουλιά της νύχτας. Λένε πως το φεγγάρι, εγκλώβισε τις ψυχές τους στον πετρόκτιστο δρόμο. Σαν τα μικρά μάρμαρα στο αρχαίο Θέατρο του Άστρους. Λευκά από έξω και σκοτεινά από μέσα. Σαν αρμοί, που κουράστηκαν να στηρίζουν, ο ένας τον άλλο και ασφυκτιούν κάτω από το νωθρό, φως του φεγγαριού. Κάθε βράδυ, περιμένουν να ανάψει ο Φάρος και έτσι οι φύλακες, να κοιμηθούν.
Θα έτρεχαν μακριά. Θα έτρεχαν μέχρι εκεί που τα πνευμόνια τους θα ικέτευαν για λίγο ακόμη αέρα. Ίσως και μέχρι κάποιον άλλο,μακρινό πλανήτη. Μην με ξαναρώτησεις λοιπόν, πως θα βρεις τους δρόμους των Σκιών. Μπορώ να σου πω μονάχα, πως θα τους αποφύγεις. Βάλε βαθιά το κλειδί της ψυχής σου και άσε τη να πετάξει. Άσε τη να αισθανθεί, να νιώσει τη δροσιά της νύχτας. Να μυρίσει τα νυχτολούλουδα και να ακούσει το κύμα. Αν δεις μπροστά σου ξύλινο καλντερίμι που οδηγεί στον μώλο, απλά κλείσε τα μάτια και η ψυχή, θα σε πάρει από το χέρι θα σε βγάλει στη θάλασσα. Η απόδραση, έχει ήδη ξεκινήσει...
Η λύση είναι το όνειρο.. Εκεί που δεν θα χρωστάς τίποτε σε κανέναν. Εκεί που όσα λαχταράς, θα έρθουν, γιατί απλά τα περιμένεις όσο τα αστέρια, την αυγή...
Περπάτησα πολύ , περπάτησα τόσο , που τα γόνατα μου είχαν διαλυθεί σε μικρά οστέινα τουβλάκια. Για την ακρίβεια , δεν θυμάμαι αν είχα πάντα πόδια . Μάλλον πετούσα και όταν κουράστηκα , απλά ακούμπησα μαλακά χωρίς κρότο και περπάτησα.. βήματα αργά , νωχελικά μα και γρήγορα , σαν καλπασμός στην βροχή. Με αναπνοές γρήγορες , γεμάτες πανικό και οργή ..
Τοπία πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου , σαν φωτογραφικά καρέ σε άγριο χορό. Μίλησα σε περίεργες φάτσες . Σε πρόσωπα που τα μάτια τους ,κουβαλούσαν την βρωμιά. Πεζοδρόμια , γέφυρες και στενά . Ολα και τίποτα . Ολα για το τίποτα . Κουράστηκα νωρίς . Δεν άντεξα χωρίς φώτα και τράβηξα το μαντήλι από τα μάτια μου . Είδα τον υπόκοσμο αυτό , να χάνεται κατω απο τα πόδια μου , σαν το νερό της βροχής στον υπόνομο .
Μα οπως γίνεται πάντα , αφού κανεις δεν είχε καθαρίσει τα φρεάτια , η βρωμιά κόλλησε πάνω στα παπούτσια μου και δεν έφυγε ποτέ .
Ύστερα έμεινα μόνος . Ναι , έμεινα μόνος . Έκανα οκτώ βήματα και ο ήχος από τα παπούτσια μου στον πετρόκτιστο δρόμο ακούστηκε θλιβερός . Γύρισα το βλέμμα και το μόνο που είδα στο τέρμα του δρόμου, ήταν η θάλασσα . Φουρτουνιασμένη , έπνιγε κάθε πόντο από τον μικρό μώλο . Έσφιξα τα χέρια , και περπάτησα αργά πάνω στον μώλο .Κάθε κύμα είχε κάτι από το πρόσωπο σου .
Δεν ξέρεις από τι έχω επιβιώσει ... Δεν ξέρεις σε πόσο
βρώμικα νερά έχω περπατήσει . Δεν ξέρεις πόσα κομμάτια του εαυτού μου , έχω αφήσει σε διάφορα μέρη . Καταλαβαίνω πως αντάριασες την θάλασσα , επειδή δεν θέλεις να μου μιλήσεις ..
Λες και επιπλέουν και εδώ κομμάτια μου ..λες και μιλώ στην μοναξιά ..δεν μπορεί . Ο αγέρας , θα σου φέρει να ακούσεις την σκέψη μου .
Τα ξίφη κάποια στιγμή, σταμάτησαν να βροντούν. Οι ήχοι του θανάτου έπνιξαν τις αναπνοές. Οι μυρωδιές από το αίμα που έρεε με έπνιξαν στη λήθη. Βλέμματα στο πουθενά, μάτια γεμάτα από παραδοχή της θλίψης. Λες κ η ήττα, πλανήθηκε παντού από πάνω μας κ μας κάλυψε σαν ένα μοβ σύννεφο. Σαν μια κατάρα που μεταφερόταν με τα σωματίδια του αέρα. Μια παράσταση σιωπής στηνόταν μπροστά μας και εγώ θα έκανα μια τον θεατή και μια τον κομπάρσο.
Τα λάθη μου, έγιναν σκηνικά για την παράσταση. Πελώρια, γεμάτα από σκοτεινά μικρά πετράδια. Βαμμένα πότε με αίμα και πότε με υγρασία από το κάπνισμα. Αντλούσα συνεχώς λάθη. Το σκηνικό μεγάλωνε συνεχώς, μέχρι που έκρυψε τον ουρανό. Γιγάντια τίποτε, που βάπτιζα φωτιές. Άγριες φωτιές, που έγλυφαν τα σκηνικά και έκαναν την παράσταση, ακόμα πιο αποκρουστική. Οι πέτρες αγρίευαν στην όψη και έμοιαζαν με την παραδοχή της αλήθειας.
Το καύσιμο, ήταν οι στιγμές της παραδοχής που ερχόσουν αντιμέτωπος με τις φλόγες. Σε ζέσταιναν μα δεν σε άφηναν να καείς. Η παράσταση ξεκίνησε και εγώ παραδόθηκα στη φωτιά σαν άλλος βασιλιάς Καρνάβαλος. Σαν άλλο τοτέμ του τίποτα, που οι ιθαγενείς θα παραδώσουν το επόμενο ξημέρωμα στο θεό της βροχής. Θα τον παρακαλέσουν να φύγει ο ξένος που κάθε βράδυ τους κρύβει τον ουρανό με τα λάθη του. Που διώχνει τον Μορφέα από κοντά τους με τις φωτιές που καίνε γύρω από το κάστρο των στιγμών.
Αυτή η παράστασή σιωπής δεν θα τελειώσει. Θα καίγεσαι σαν δαδί και θα ξαναγίνεσαι φλόγα. Θα συνεχίζει να ψηλώνει το κάστρο και εσύ θα χορεύεις με τη σιωπή. Καμιά βροχή δεν θα σβήσει τα λάθη. Καμιά συννεφιά δεν θα καλύψει την γύμνια. Κάθε νύχτα, θα στέκεις και θα μιλάς στη σιωπή.