12/11/13
Όλα ξεκίνησαν, αρκετά χρόνια πριν. Τότε που ο ήλιος ήταν αρκετός, για να σε κάνει να χαμογελάς, σαν συνάντησες το πιο πρωτότυπο πράγμα στον κόσμο. Τότε που μάτια, ψυχή και καρδιά ήταν γελαστά, άδολα, μοναδικά. Πέρασαν κοντά στα σαράντα χρόνια. Ψυχή, μάτια και καρδιά σαν αγριεμένη θάλασσα που όταν φουρτουνιάζει, ο Ποσειδώνας κρατά τα σύννεφα μακριά, για να μη συναντήσουν την οργή. Φοβικά βράδια με εξαρτήσεις. Στάλες βροχής σε τζάμι αυτοκινήτου, που ξέμεινε από βενζίνη. Δάχτυλα πάνω στο τζάμι, ματιά στο κενό. Δεν θα κόψει η βροχή; Δεν θα ξημερώσει; Μα έλειπες. Ήταν αδύνατο να συμβεί τίποτα από τα δύο.
Ο ήχος της πόρτας που έκλεισε δυνατά, τρόμαξε ό,τι ζωντανό στη φύση. Μια φύση σκοτεινή.Μοιάζουμε σκέφτηκες. Και ξεκίνησες να αναπνέεις από τα σύννεφα. Ρουφούσες τον αγέρα και τα μάτια σου γέμιζαν καπνό. Δε θα κόψει ο αγέρας; Δεν θα ξημερώσει; Έλειπες. Και ήταν αδύνατο να συμβεί τίποτα από τα δύο. 167 βήματα στο σκοτάδι με ένα τσιγάρο στο χέρι. Μια κάφτρα φάρος. Χωνί φωτός, έτοιμο να πνίξει κάθε τι σκοτεινό στο φως. Ξερνάς καπνό από τα ρουθούνια, σαν σκυλί έξω από το κρεοπωλείο. Κόκκινα φώτα, κόκκινα πανιά,κόκκινα όνειρα. Ακούστηκε κάπως περίεργο ομολογώ. Κόκκινα όνειρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου