Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Κόκκινα Όνειρα - Η Μάχη


15/11/13




Κόκκινα όνειρα  - Η μάχη








       


       Είχε αρχίσει να ξημερώνει όταν η κούραση με κατέβαλε. Ακούμπησα στο μαρμάρινο παγκάκι της Διονυσίου Αρεοπαγίτου .. Η κατάρρευση ήταν θέμα λίγων λεπτών. Με έπεισες να βάλω το σπαθί στη θήκη και να κατεβάσω την πανοπλία μου από το στήθος..Όλη μου η προστασία , η ασπίδα , έπεσαν με κρότο στο έδαφος όταν μου είπες το όνομα σου..
          Δόθηκα , αφιερώθηκα, αφοσιώθηκα ..Όλα ήσουν εσύ..και εγώ ένας δορυφόρος που γύριζε σαν τρελός, σε έξαλλη ταχύτητα , ότι πιο όμορφο , αγνό  και ατημέλητο έβγαινε από μέσα μου. Το φυσιολογικό θεωρούσα ..τίποτε δεν είχε όρια , τίποτε ..κολυμπούσα ανάμεσα στα αστέρια για να σου μαζέψω μια χούφτα και να τα αφήσω στο μαξιλάρι σου. Δεν είχα ύλη , δεν είχα όρους , είχα αγάπη .. κι όλα χάθηκαν σε μια νύχτα σου με τον ........
           Τα μάτια μου γέμισαν ξανά δάκρυα ... Οργή...Οργή θανάτου με διαπέρασε λες και μισούσα οτιδήποτε ζωντανό. Μια μανία καταστροφής ,  μια φωτιά που η οσμή της μύριζε θάνατο και μοιρολόγια . Κλείνοντας τα μάτια , με είδα πεσμένο στο Βυζάντιο , τσακισμένο έξω από την πόλη . Αργά , φόρεσα την πανοπλία , έδεσα τις μπότες μου όσο πιο σχολαστικά μπορούσα , ένιωθα τα μάτια μου να καίνε . Η οργή και ο θυμός με έκαναν να ασφυκτιώ για θάνατο . Σφήνωσα την περικεφαλαία και τα μάτια μου έλαμπαν , διψασμένα για αίμα  .
Όρμησα στο πλήθος σαν δαίμονας . Σαν άγγελος της βίας . Σαν το κακό που μύριζε μοιρολόι. Πόνος, σάρκες κ αίμα ένα κουβάρι. Στα μάτια τους έβλεπα εσένα κ εκείνον.  Το όνομα σου πια είχε θαφτεί στο νεκροταφείο της ψυχής μου. Ορμούσα με κραυγές . Σαν κοράκι διψασμένο για αίμα ..Αίμα ...Σαν τα κόκκινα όνειρα που έκανα κάθε ξημέρωμα.
            Κάθε ζευγάρι μάτια που με κοίταζαν τους έδινα την λύτρωση που γύρευα. Ο πόνος πια είχε γίνει το δέρμα μου. Ήθελα να σε θάψω μέσα μου βαθιά μα η ψυχή μου σε ξερνούσε και τα μάτια μου ούρλιαζαν από κόκκινα δάκρυα..
    Η μάχη τελείωσε και ήμουν ακόμη όρθιος. Δεν μου έφτανε τίποτε πια. Περπατούσα ανάμεσα σε ερείπια με κατακερματισμένα σώματα. Ας φύσαγε μια πνοή μαγική ..δεν θα φυσήξει;
Έλειπες...και ο πόνος πια με είχε κάνει δούλο του , υπηρέτη του κακού , αφέντη του αίματος.

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Κόκκινα 'Ονειρα - Χρώματα γκρι

14/11/2013





    Κόκκινα Όνειρα - Χρώματα Γκρι








      
       Κόκκινα Όνειρα. Η απουσία σου με σκότωνε. Μια στάλα υγρασίας ήταν αρκετή για να με πνίξει στην λάσπη. Οι Κένταυροι ποδοπατούσαν την αύρα σου και εσύ τους κοίταζες στωικά. Δεν θα φύγουν ; Δεν θα σε νιώσω να μου χαμογελάς στο σκοτάδι; και η κοσμική λάμπα να ανάβει; Έλειπες. Και ήταν αδύνατο να συμβεί οτιδήποτε απ΄τα δυο.
       Στενό τζιν, σταράκια λευκά παπούτσια και από πάνω κόκκινο μπλουζάκι. Στενό. Τόσο που αναδείκνυε τη φιγούρα της ακόμα περισσότερο.Η αναπνοή μου κόπηκε όταν σήκωσε το βλέμμα και με κοίταξε. Το σάλιο ξάφνου εξαφανίστηκε και το κόμπιασμα έπαιζε με τα χείλη μου. Χαμόγελο. Αισθάνθηκα σαν πουλί ανάμεσα σε ουράνιο τόξο. Μα πού βρέθηκε το ουράνιο τόξο μες την νύχτα ; 
      <<Γεια σου , με λένε ............ >>. Ο κόσμος μου πια είχε όνομα. Σαν άλλος εξερευνητής , είχα πια φτάσει στην άλλη άκρη του κόσμου. Χαζές λέξεις . Ότι πιο χαζό βρήκα , το είπα. Και το ουράνιο τόξο συνέχιζε να με σηκώνει ψηλά.
       Χαιρέτησα και άρχισα να κατηφορίζω με κατεύθυνση την πύλη της Πολυτεχνειούπολης. 
Γιατί; Τι θέλω εκεί; Ποιος νοιάζεται ; Απλά περπατάω και ψάχνω κάπου να ουρλιάξω πως νοιώθω κάθε συναίσθημα που φωνάζει πως ήρθες..Ας βγει το ουράνιο τόξο ξανά. Έλειπες.Και όλα είναι γκρι.
        Βράδυ, γυρνώ απ΄την δουλειά και κλείνω την πόρτα πίσω. Το τσιγάρο μου πνίγει τον λαιμό , μα δεν μπορώ να το κόψω. Δοκίμασα αρκετές φορές και όσες το έκανα απλά βουτούσα ξανά. Είναι μάταιο κάποιες φορές να κυνηγάς το τίποτα. Μα απ΄το τίποτα κρατιόμαστε, στο τίποτα γυρνάμε και κλείνοντας τα μάτια ένα τίποτα μας διαπερνά. Άνοιξα την ντουλάπα και ξεκρέμασμα εκείνο το κόκκινο μπλουζάκι σου. To μύρισα και σκέφτηκα.
        Κόκκινα όνειρα , κόκκινοι εφιάλτες . Το έβαλα στην θέση του και βάλθηκα να το κοιτάζω , ακούγοντας την φωνή σου .<< Μην φύγεις . Δεν το ήθελα. Δεν κατάλαβα πως έγινε. 
Ο ........... δεν φταίει σε τίποτα. Θα έδινα τα πάντα για να μην είχε συμβεί τίποτα. Μην φύγεις. Δώσε μου μια ευκαιρία.. 
Μην φύγεις , αν μ΄αγαπάς όπως λες. Μην φύγεις >>.
       Αισθάνθηκα μια αστραπή να σκίζει τον αέρα μακριά , υπογράφοντας τον πόνο με μια γραμμή στην μέση της σκοτεινιά. Ο Ποσειδώνας μου χάρισε το πιο αλμυρό νερό του και έπνιξε τα μάτια μου στο δάκρυ. Το αίμα έγινε οργή και η οργή θυμός. Ένας θυμός βαρύς, ανίκητος , δυνατός. Ένοιωσα το αίμα μου να γίνεται στέρεο και τα μάτια μου να ουρλιάζουν ένα γιατί. Κόκκινα δάκρυα..
  

Κόκκινα όνειρα - Η αποβάθρα

13/11/2013












Κόκκινα Όνειρα  - Η αποβάθρα




    Κόκκινα όνειρα. Σαν τη μπλούζα της που ξεχώριζε στην αποβάθρα πριν σχεδόν 23 χρόνια. Τα μάτια σου, έπαιρναν το κόκκινο κ το μετέτρεπαν σε αίμα. Αν έφευγες 2 λεπτά νωρίτερα, οι φλέβες μου θα ήταν άδειες. Άδειες από 'σενα, άδειες απ΄τα πάντα. Δεν θα φύγει αυτό το τραίνο; δεν θα ξημερώσει; έλειπες και τίποτα από τα δυο δεν θα μπορούσε να συμβεί.
   Ο Ήλιος. 'Ενα δαχτυλίδι φωτός , άρχισε να σαρώνει τη σκοτεινιά και τις ρίζες των δακρύων. Οι κένταυροι ποδοπατούσαν τις γόπες των τσιγάρων σου.Μύριζαν την αναπνοή σου. Σαν αγέρας που χάθηκε παλιά και ξεχάστηκε από συνήθεια. Όλα είναι μια συνήθεια. Όλα. Σχεδόν όλα..εκτός από τα κόκκινα όνειρα.
  Ήσουν εσύ , εγώ και τα αστέρια.Νύχτωσε νωρίς πάλι. Μάτια..καθρέφτης αστεριών.Μάτια..εικόνα ονείρου και στιγμών.Μάτια..ας μην τελείωνε ποτέ εκείνο το τσιγάρο.Η παλιά Καισαριανή δίπλα στα χαμόσπιτα.Πλάι στη μπουγάδα των προσφύγων.Κάτω από ρυθμούς και ιστορίες , παραμύθια πόνου και ελπίδας.Δέν μπορεί, η δικιά μας ιστορία θα έχει καλό τέλος.Ας κόψει ο αγέρας.Ας μην ξημερώσει ποτέ.Έλειπες.Κι ήταν αδύνατο να συμβεί τίποτα από τα δυο.  

Εσύ ήσουν ο αγέρας και εγώ ήμουν η φωτιά.Με πότιζες , με όπλιζες , μου έδινες δύναμη να πνίξω τα πάντα γύρω μου. Μανιασμένος , δυνατός, αγέρωχος , σε κοίταζα να φεύγεις..

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Κόκκινα όνειρα - Η αρχή

12/11/13



           Όλα ξεκίνησαν, αρκετά χρόνια πριν. Τότε που ο ήλιος ήταν αρκετός, για να σε κάνει να χαμογελάς, σαν συνάντησες το πιο πρωτότυπο πράγμα στον κόσμο. Τότε που μάτια, ψυχή και καρδιά ήταν γελαστά, άδολα, μοναδικά. Πέρασαν κοντά στα σαράντα χρόνια. Ψυχή, μάτια και καρδιά σαν αγριεμένη θάλασσα που όταν φουρτουνιάζει, ο Ποσειδώνας κρατά τα σύννεφα μακριά, για να μη συναντήσουν την  οργή. Φοβικά βράδια με εξαρτήσεις. Στάλες βροχής σε τζάμι αυτοκινήτου, που ξέμεινε από βενζίνη. Δάχτυλα πάνω στο τζάμι, ματιά στο κενό. Δεν θα κόψει η βροχή; Δεν θα ξημερώσει; Μα έλειπες. Ήταν αδύνατο να συμβεί τίποτα από τα δύο. 
      Ο ήχος της πόρτας που έκλεισε δυνατά, τρόμαξε ό,τι ζωντανό στη φύση. Μια φύση σκοτεινή.Μοιάζουμε σκέφτηκες. Και ξεκίνησες να αναπνέεις από τα σύννεφα. Ρουφούσες τον αγέρα και τα μάτια σου γέμιζαν καπνό. Δε θα κόψει ο αγέρας; Δεν θα ξημερώσει; Έλειπες. Και ήταν αδύνατο να συμβεί τίποτα από τα δύο. 167 βήματα στο σκοτάδι με ένα τσιγάρο στο χέρι. Μια κάφτρα φάρος. Χωνί φωτός, έτοιμο να πνίξει κάθε τι σκοτεινό στο φως. Ξερνάς καπνό από τα ρουθούνια, σαν σκυλί έξω από το κρεοπωλείο. Κόκκινα φώτα, κόκκινα πανιά,κόκκινα όνειρα. Ακούστηκε κάπως περίεργο ομολογώ. Κόκκινα όνειρα.