Σήμερα το βράδυ, νιώθω μοναξιά. Ίσως περισσότερο από άλλες μέρες. Το τηλέφωνο που και που χτυπά, μα κάνω πως δεν το ακούω. Κόζυ μέρη, αδιάφορες φάτσες, λιγδερά τακούνια, I phone 6, προσποιητή επιτυχία. Συνήθως ξεκινάω με το να βαριέμαι. Συνεχίζω αποφεύγοντας και καταλήγω στο να αισθάνομαι μοναξιά. Δεν ξέρω τι προκαλεί την κάθε φάση, μα η κατάληξη της αλληλουχίας, είναι η ίδια. Θα μπορούσα σήμερα το βράδυ, να βρίσκομαι κάπου αλλού. Σε ένα αδιάφορο αλλού. Εκεί που οι λεπτοδείκτες του ρολογιού, θα σημάδευαν με βία την έξοδο. Δεν ξέρω αν μεγαλώνοντας γίνομαι πιο απόμακρος. Μάλλον ψάχνω μέσα μου, περισσότερο από ότι παλιά. Αναμοχλεύω, ψάχνω, σκάβω μέχρι να φτάσω στα σκατά των βαθύτερων σκέψεων μου. Η σύγχρονη κλινική ψυχολογία θα περιέγραφε αυτή μου την μέθοδο, σαν αυτό-ψυχογράφημα. Η Φροϋδική σχολή θα πρότασσε την έρευνα στην παιδική ηλικία. Ο Άντλερ, θα έσκιζε τα ιμάτια του για την προεφηβική. Ποιος χέστηκε τελικά..
Εγώ απλά θα άναβα το φως της βεράντας και θα έφερνα την καρέκλα, πιο κοντά στο τραπέζι. Επάνω, έχει ένα πλαστικοποιημένο τραπεζομάντηλο σε μια γκρίζα απόχρωση, με παραστάσεις ρολογιών, σε ευρωπαϊκά και λατινικά μοτίβα. Πάνω στο τραπέζι, υπάρχουν ένα μεταλλικό τασάκι βαμμένο στην αγγλική σημαία, ένα ποτήρι με μπύρα, ένα κόκκινο πακέτο τσιγάρα και ένας θαλασσί αναπτήρας. Το κινητό, το έκρυψα κάτω από το μαξιλάρι, του μπορντό καναπέ στο σαλόνι. Για να είμαι σίγουρος, πως δεν θα το ακούσω να χτυπάει. Η λειτουργία της σίγασης, πάντα με τρόμαζε και την απέφευγα. Μου έβγαζε κάτι από μαύρο υποβρύχιο που ταξιδεύει σιωπηλά σε μια σκοτεινή θάλασσα, χωρίς φεγγάρι και ψάχνει τον ανυποψίαστο στόχο του. Μόλις τον βρει, θα εξαπολύσει μια σειρά από δονήσεις, που θα ταράξουν το ήσυχο καλοκαιρινό βράδυ. Το αυτό-ψυχογράφημα αυτό, θα το ονομάσω ημερολόγιο μιας περίεργης νύχτας.
Άναψα τσιγάρο. Έχω ενοχές, που συνεχίζω να καπνίζω, γιατί θέλω να το κόψω. Αρέσκομαι στις εξαρτήσεις. Με τρέφουν. Σκέφτομαι πάντα να το κόψω, μετά την ένατη τζούρα. Θυμάμαι τον παππού μου, να σβήνει πάντα το τσιγάρο μισό.
-Γιατί το κάνεις αυτό; τον ρωτούσα, ενώ ήξερα την απάντηση.
-Καπνίζω τόσο, όσο να αισθάνομαι πως το ελέγχω. Μου έλεγε.
Το σκέφτηκα και εγώ πολλές φορές αυτό το κόλπο. Ίσως να παίζει ρόλο και το dna. Σειρές από γενετικούς κώδικες, μπερδεύονται σε ένα αλισβερίσι γενεών. Μια πρόσμιξη από αίμα που κουβαλάει αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες, επιλέγει την κατεύθυνση που συνήθως τραβάμε. Ένα ναρκοπέδιο από μνήμες εν υπνώση, που χορεύουμε πάνω του σαν μαριονέτες, με δεμένα μάτια. Νιώθουμε ελευθερία όταν δεν ξέρουμε που πατάμε. Επίπλαστη μεν, συμπεριφοριστική δε. Όταν πατήσουμε κάποια τέτοια νάρκη και κάνουμε κάτι που φαινομενικά, δεν θα το επιλέγαμε ποτέ, βυθιζόμαστε σε ένα σκοτεινό κενό τύψεων και πλέουμε σε μια λίμνη από ερωτήματα.
-Μα πως μπόρεσα να το κάνω αυτό;
-Δεν το έβλεπα;
-Πάλι τα ίδια σκατά έκανα; Μα πάλι τα ίδια;
Το dna, γελά μαζί μας. Επιλέγει τον ορίζοντα και εμείς καμαρώνουμε για τις μηχανικές μας κινήσεις. Σαν ένα ιστιοφόρο με δεμένο τιμόνι και κατάρτι. Έχουμε ένα σουγιά στην τσέπη. Θα πάρουμε τον έλεγχο ή θα χαζεύουμε την προσάραξη;
Εμείς ορίζουμε τις επιλογές μας ή οι επιλογές μας, ορίζουν εμάς; Ένας γρίφος που γυρνά μέσα μου, σαν μικρός ανεμοστρόβιλος. Δεν έχω καμία διάθεση να δώσω έναν απαισιόδοξο τόνο στο βράδυ μου. Παρατηρώ το λεωφορείο με τον αριθμό 732, να κατεβαίνει αργά την λεωφόρο.
-Εφτά και τρία, δέκα και δύο, δώδεκα. "Μ" σκέφτηκα και χαμογέλασα. Άλλες εννιά τζούρες και θα το σβήσω.
-Τι κάνεις εκεί έξω τόση ώρα; με ρώτησες.
-Πιστεύεις στην μοίρα; αποκρίθηκα.
-Εμείς την ορίζουμε..
- Έμοιαζες με την Μέριλ Μονρόε, γαμώτο μου. Σκέφτηκα.
-Η αγάπη; Μήπως είναι μια χημική εξίσωση που απαντάται από τον οργανισμό μέσα σε λίγα χίλιο-δευτερόλεπτα;
-Πέρασε το λεωφορείο; με ρώτησες χαμογελαστή.
-"Μ".. Απάντησα.
-Θα έρθεις μέσα;
-Nαι. Θα χρειαστώ άλλες εννιά τζούρες.
-Εντάξει μωρό μου.
-Ημερολόγιο νυκτός. Είπα και γύρισα σελίδα στα κείμενα μου σκεφτικός. Ακούμπησα το στυλό, δίπλα στο τασάκι. Ένα ελαφρύ αεράκι, είχε κάνει αισθητή την παρουσία του.
-Πλοίο ή στεριά; αστειεύτηκες.
-Τι σημασία έχει; Θα εκπέμψω και αύριο, σήματα Μορς με τις λέξεις μου. Ημερολόγιο καταστρώματος, κάποιας νύχτας του Αυγούστου. Κανένα ίχνος ζωής, μα διατηρούμε ακέραια την ελπίδα.
-Θα έρθεις μέσα;
-Nαι....
Γυμνός και βρεγμένος μέχρι το κόκαλο, μέσα στην άδεια μπανιέρα. Στεγνός, κάτω από μια βρύση που με λούζει με παγωμένο νερό. Μεθυσμένος χωρίς να έχω πιει αλκοόλ τα τέσσερα τελευταία εικοσιτετράωρα. Νηφάλιος, μετά από ένα άδειο μπουκάλι ουίσκι. Βρώμικο, λασπωμένο τζιν, που μόλις βγήκε από το πλυντήριο. Πατερίτσες, σε σώμα χορευτή. Με άδεια μάτια στο σκοτάδι και κλειστά. Τα ανοίγω, μόνο όταν η πόλη ανάβει τα φώτα της. Εκεί που πολλές ιστορίες ξεκινούν να παίζονται μέσα σε λίγα ή πολλά τετραγωνικά από μπετόν. Εκεί που σάλπιγγες και ρέκβιεμ, ηχούν πίσω από παντζούρια και χαραμάδες από κουρτίνες. Σεργιάνι στο καρναβάλι της σιωπής. Ήχοι από άρβυλα σε άδεια σοκάκια. Τακούνια σφηνωμένα σε πλακάκια. Ανεμιστήρες που γυρίζουν χωρίς ρεύμα. Τσιγάρα που ανάβουν από βλέμματα. Ιδρώτας. Βαλς. Ναι, νεράιδες τα βράδια, χορεύουν βαλς. Χωρίς παρτενέρ. Φοράνε μακριά λευκά κρεμ φορέματα και κόκκινες γόβες. Κίτρινα και καφέ καπέλα. Η πούδρα περισσεύει. Με μάτια σκοτεινά και έντονο κραγιόν. Σαν άγγελοι, που γεννήθηκαν από την μίξη ανθρώπων και νυχτερίδων. Χορεύουν σε μια μουσική, που ακούνε μόνο εκείνες. Φοβούνται τα απλωμένα σχοινιά με φρεσκοπλυμένα ρούχα που μυρίζουν μαλακτικό και τις κεραίες των ανοιχτών τηλεοράσεων. Όσοι ένοικοι, καταλαβαίνουν την παρουσία τους, κρατούν την ανάσα τους. Σπασμένα τηλεκοντρόλ. Πληκτρολόγια, που τους έχουν αφαιρέσει με εγχείρηση το enter. Βαλς. Σιωπή. Τήλε-φονικοί δέκτες. Βαλς. Like. Τηλεφωνικοί θάλαμοι με ακουστικά, χωρίς καλώδιο. Βαλς. Σιωπή. Αργεί να ξημερώσει απόψε.
- Θα μου τηλεφωνήσεις απόψε; ρώτησες γεμάτα δυσπιστία.
-Φυσικά όπως πάντα στις 10. Υποκρίθηκα.
-Θέλω να σε δω.
-Χμ... Έβηξα από απογοήτευση. Θες να σκοτώσεις το γοητευτικό μυστήριο;
-Δεν με νοιάζει. Θέλω την Αγάπη. Θέλω εσένα. Θέλω και τους δυο σας. Απόψε έχω ανάγκη να σε δω.. Είπες.
-Και οι δυο μαζί είναι αδύνατο. Αν θέλεις μπορούμε να έρθουμε ξεχωριστά και να δεις τον καθένα μόνο. Υποκρίθηκα.
-Δεν νιώθεις την Αγάπη;
-Η Αγάπη πάντα λείπει όταν την θέλω. Πάντα. Κάθε βράδυ ντύνεται φυγάς και τρέχει σαν τρελή στις ερημιές. Χάνεται μέσα σε πέλαγα και της φωτίζει την πορεία μια κατακίτρινη σελήνη. Σέρνεται σε δάση και κρύβεται σε σπηλιές. Την εντόπισα κάποιο βράδυ, καθισμένη στις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, να κοιτά δήθεν αδέξια έξω. Σκέφτηκα να της ρίξω.
-Ήταν μόνη;
-Δεν έχει σημασία.
-Η απάντηση είναι όχι.
-Η απάντηση είναι πως λείπει.
-Σε αποφεύγει;
-Ίσως.
-Θα σε δω σήμερα; Κράτησες την αναπνοή σου και άναψες ένα τσιγάρο. Φύσηξες αργά και ένιωσα τον καπνό, να μου ποτίζει την επιδερμίδα.
-Όχι. Ίσως. Θα δείξει, είναι η απάντηση.
-Είναι μία από τις νεράιδες;
-Ναι. Είναι όλες οι νεράιδες για την ακρίβεια. Κάθε αγάπη, χορεύει εκεί πάνω στις σκεπές και στις στέγες, εκείνο το Βαλς.
-Θα γίνω και εγώ μια τέτοια;
-Καληνύχτα..
-Καληνύχτα..
Μοναστηράκι. Κόσμος πολύς. Περασμένες δέκα. Κάπου μεταξύ χαρωπών τουριστών και φωταγωγημένων πινακίδων. Όρθιος. Άγνωστος, μεταξύ αγνώστων. Κενός, μεταξύ κενών. Υποθέτω κενών. Δεν το ελπίζω όμως. Μάλλον κενών καλύτερα. Κενό εστί μισό. Κενό εστί σιωπηρό. Κενό εστί σκοτεινό. Κενό εστί μπύρα χωρίς αλκοόλ. Κενό εστί μάτια που δεν δάκρυσαν από εγωισμό. Κενό εστί ρώσικη ρουλέτα, με καψούλια. Χάδι χωρίς αποτύπωμα. Κερί χωρίς φυτίλι. Αρκετά με την ανάλυση. Κοίταξα αριστερά και είδα μια νεράιδα να καπνίζει. Μόνη. Δεν κουνήθηκα. Απλά άναψα τσιγάρο και συνέχισα να την κοιτάω. Είδα την κοκκινωπή ροπή της αύρας της, που έκανε τα σωματίδια του αέρα να αναφλέγονται. Είδα τα φρύδια της να κρύβουν δύο μέσα παρατήρησης, που έμοιαζαν με δίδυμα φεγγάρια. Ήξερε πως ήμουν εκεί. Πήγε έντεκα. Δεν είχα κουνηθεί. Ούτε εκείνη. Ακούμπησα πίσω στον τοίχο, που αισθάνθηκα να καίει τον ώμο μου. Έρωτας; Χαμογέλασα. Αυτά τα πλάσματα δεν ερωτεύονται. Απλά στέκουν στον χρόνο και ομορφαίνουν, όσο ξαφνικά χάνονται. Όσο μεγαλώνω, καταλαβαίνω πότε δεν πρέπει να ακούσω τις φωνές μέσα στο κεφάλι μου. Όσο μεγαλώνω, τόσο τις αγνοώ. Ξέρω πως διαποτίζονται με λογική, μα με η λογική δεν με αφορά. Καλύτερα ένας εικονικός πνιγμός από βύθιση πλοίου, παρά αποφυγή των βράχων. Έρωτας; Δεν θα πάρω απόψε... Τσιγάρο. πήγε δώδεκα παρά είκοσι. Μοναστηράκι. Κάπου μεταξύ των ερωτευμένων και ένας κενός.
-Θα κάτσεις πολύ ώρα ακόμη εκεί; με ρώτησες.
-Περιμένω να φύγει το φεγγάρι και θα φύγω και εγώ.
-Ξέρεις πόση ώρα στέκεσαι απέναντι μου;
-16 τσιγάρα και 4 ποτά. Φύσηξα τον καπνό μου.
-4 προς 1. Καλή αναλογία.
Χαμογέλασες. Τώρα πια το φεγγάρι θα αργούσε να φύγει.
-Να κεράσω ένα; είπα και κοίταξα κάτω.
-Ξεκίνησε η παρτίδα;
-Φώτισες το σκοτάδι. Το δικαιούσαι. Δεν υπάρχει καμία παρτίδα. Δεν τζογάρεις τίποτα. Απλά κάποια στιγμή το πρωί, θα χαθείς μέσα στη θάλασσα.
-Δεν με έχουν ξανά φλερτάρει έτσι.
-Δεν σε έχω ξαναδεί και ας έχω κοιτάξει χιλιάδες φορές το φεγγάρι.
-Τι σχέση έχω με το φεγγάρι πια;
-Κοίτα τα μάτια σου. Μοιάζουν με δυο αμφίκυρτα φεγγάρια. Μια απόλυτη ένωση ενός σκοτεινού και ενός φωτεινού μισού. Μια πανσέληνος, πίσω από βλεφαρίδες.
-Σε 'όλες έτσι μιλάς;
-Ποιος σου είπε πως είμαι πραγματικός και το κάνω κάθε βράδυ;
Σηκώθηκα και περπάτησα. Άκουσα τα τακούνια σου να πατούν πίσω μου. Άναψα τσιγάρο. 23 προς 6. Μοναστηράκι. Ώρα τρεις και μισή. Έστριψα στο πρώτο στενό δεξιά και σε άκουσα να με προσπερνάς. Σε ακολούθησα. Ήξερες πως έρχομαι πίσω σου. Με άκουγες. Έστριψες στο δεύτερο στενό αριστερά και βρεθήκαμε ακριβώς εκεί από όπου ξεκινήσαμε.
-Δεν είναι μάταιο; είπες ψιθυριστά.
-Είναι.
Μου άναψες το τσιγάρο και χάθηκες στο στενό. Καληνύχτα.