Πριν πολλά χρόνια, υπήρχε το παλιά. Πριν από αυτό, η αρχαιότητα και ακόμη πριν από αυτό, η Αγάπη. Περιφερόταν μόνη μέσα στις ερημιές, πλένοντας τα μαλλιά της σε μικρές γαλάζιες μυστικές λίμνες και μάζευε λουλούδια από υπέροχα τεράστια λιβάδια με ροζ, κίτρινες, και κόκκινες τουλίπες. Κρυβόταν τα πρωινά κάτω από σμήνη με πεταλούδες και το βράδυ, πλάνευε πυγολαμπίδες, οι οποίες την κυνηγούσαν μέχρι να σηκωθεί ο ήλιος, πίσω από τα τρία μεγάλα πράσινα βουνά, που χώριζαν την γη από το πριγκιπάτο της Αγάπης. Έναν τόπο, ταγμένο στην αλήθεια και την γαλήνη. Εκεί ζούσε μόνο αυτή και οι τρείς υπηρέτες της. Ο μεσήλικας Σεβασμός, η χαρωπή Αλήθεια και ο μικρότερος από όλους, που λεγόταν Χαμόγελο. Περιφερόντουσαν την ημέρα σαν μελωδία και το βράδυ κούρνιαζαν σαν σιωπή. Ξημέρωνε γλυκά και νύχτωνε απότομα, σαν δυο βαμμένες βλεφαρίδες, που κλείνουν. Κύλισαν πολλά χρόνια. Πέρασαν ακόμη περισσότερα και η αρχαιότητα γέρασε. Το πριν εγκαταστάθηκε με την Αγάπη να πιστεύει πως θα νικήσει τον χρόνο, που ύφαινε παγίδες, σαν τις καλοκαιρινές αγκαλιές.
Κάποιοι άνθρωποι όμως, σκαρφάλωσαν στα βουνά μια μέρα και είδαν την Αγάπη να περιφέρεται σαν άλλη βασίλισσα, έχοντας ξοπίσω της, τους τρείς υπηρέτες και ένα μακρύ πέπλο από πολύχρωμες πεταλούδες, που τους ακολουθούσαν παντού. Την παρατήρησαν να ξαπλώνει ανάμεσα σε νυχτολούλουδα και να ξυπνάει, δίπλα σε μικρά ρυάκια. Την είδα να ομορφαίνει και να λάμπει από αγνότητα. Παραξενεύτηκαν. Στην αρχή τρόμαξαν και μετά θύμωσαν. Κάτι που δεν τους μοιάζει περιφερόταν σε μια περιοχή που φάνταζε, σαν τρύπα στον χρόνο. Έτρεξαν στο σπίτι και κοιτάχτηκαν γρήγορα στον καθρέφτη. Άγγιξαν το είδωλο τους και ένιωσαν φθόνο. Αφού δεν θα μπορούσαν να της μοιάζουν, θα έπρεπε να την εξαφανίσουν. Πέρασαν πολλές νύχτες, που μηχανεύονταν γύρω από το τζάκι, σαν δαιμονικό συμβούλιο, τρόπους για να την σβήσουν από τον χάρτη. Όσο ο καιρός περνούσε όμως, η φήμη εξαπλωνόταν σαν ελονοσία. Ο μοχθηρός Χρόνος, έφτασε πάνω σε μια άμαξα και σταμάτησε στην κεντρική πλατεία.
Το σκοτεινό παρουσιαστικό του, τρόμαξε αυτούς που τα βράδια ονειρεύονται και την ημέρα περπατούν. Κάποιοι ένιωσαν σαν βρήκαν εκείνον τον ηγέτη που περίμεναν. Ψηλός, αδύνατος. Μελαχρινός, με λευκή επιδερμίδα που δεν είχε φρύδια. Είχε στενές πλάτες και πολύ μακριά χέρια, με λεπτά δάχτυλα. Φαινόταν σαν δεξιοτέχνης πιανίστας που ξέπεσε να παίζει μουσικές, σε ανήθικα υπόγεια στέκια. Σαν μαέστρος, που έχασε ξαφνικά το ταλέντο του και αποφάσισε, πως έπρεπε να σκοτώσει τις νότες. Φορούσε ένα μαύρο κοστούμι με μοβ πουκάμισο και καφέ μυτερά, γυαλιστερά παπούτσια. Μια διπολική προσωπικότητα, που την μια στιγμή ήταν ο Χρόνος και την άλλη ο Εγωισμός. Σαν νυχτερίδα κλεισμένη σε ένα διάφανο μπουκάλι, που ξεχάστηκε σε ένα παράθυρο, που το χτυπά ό ζεστός ήλιος του μεσημεριού..
Η συνέχεια αύριο..............
Περπατώ πολύ. Περπατώ και σκέφτομαι. Περπατώ και αδειάζω το άδειο μου κεφάλι. Περπατώ και δεν σκέφτομαι. Περπατώ. Απλά περπατώ. Περιφέρομαι με τα χέρια στις τσέπες, σαν λύκος που βαρέθηκε να γυροφέρνει τα κοπάδια και αποφάσισε πως αν γίνει ένα χορτοφάγο κτήνος, θα σβήσει τα άγρια ένστικτα του. Αποφάσισε πως θα μετατραπεί σε θηλαστικό. Ένα διαφορετικό αιλουροειδές. Περπατώ και ξεχνάω. Περπατάω και ηρεμώ. Περπατώ. Απλά περπατώ με έναν αιώνιο χειμώνα, πίσω από τα μάτια μου. Πάντα ζήλευα αυτούς που ήξεραν να σφυρίζουν ρυθμικά και αυτούς που ήξεραν να παίζουν φυσαρμόνικα. Κάποτε έμαθα κάνα δυο τραγούδια σε μια μελόντικα, αλλά ακουγόμουν σαν παράφωνη καραμούζα. Περπατώ χωρίς ρυθμό. Πολλά χιλιόμετρα, σαν παράφωνο πικ απ, που κόλλησε η βελόνα και θα συνεχίζει να παίζει το ίδιο τραγούδι, μέχρι να γίνει διακοπή ρεύματος. Βλέπω στα παλιά γουέστερν, που παίζει φυσαρμόνικα ο πρωταγωνιστής γύρω από την φωτιά, σε κάποια μακρινή έρημο. Σιχαίνομαι τα όπλα, δεν υπάρχει κοντά έρημος, δεν αισθάνομαι πρωταγωνιστής και δεν ξέρω φυσαρμόνικα. Περπατώ και συλλογίζομαι. Σαν λύκος, σε νηστεία, που αρνείται την φύση του.
Ενεχυροδανειστήρια. Αγορά χρυσού και πολύτιμών ειδών. Παροχή δανείων. Με φωτογραφίες από αυτοκίνητα, ρολόγια ROLEX και ασημένιων σκευών. Εικόνες με Αγίους και χρυσές βέρες. Μεγάλες ταμπέλες για μεγάλες ευκαιρίες. Πωλείται η Ελπίδα σε τιμή ευκαιρίας. Εξαθλίωση, αποκτήνωση, συμβιβασμός, εκμετάλλευση, πόνος, ήχος από κέρματα που συγκρούονται μέσα σε ένα συρτάρι που κλείνει απότομα. Μέσα από τις πόρτες, υπάρχουν πάντα κάγκελα. Δεν ξέρω αν υπάρχουν για να προστατεύουν τους μέσα από τους έξω ή το αντίθετο. Έχουν ξεφυτρώσει παντού. Φυτρώνουν παντού, σαν παράσιτα. Σαν ζιζάνια έτοιμα να μολύνουν με πόνο, κάθε γειτονιά, κάθε στενό. Με καλοντυμένα αιμοσταγή γεράκια, που κάθονται σε ένα γραφείο. Σαν τσίρκο με λιοντάρια, που φοράνε γραβάτα και τακούνια. Πάντα παρατηρώ τα μάτια αυτών που βγαίνουν από μέσα. Σαν επιβιώσαντες από επέμβαση καρδιάς μοιάζουν. Με τα μάτια τους χαμηλά. Κενούς. Περπατούν. Απλά περπατούν μουσκεμένοι από μια βροχή λύπης, που τους έτυχε. Δεν κοιτούν πίσω. Ντρέπονται να κοιτάξουν τον βιαστή τους. Φοβούνται πως θα ξανασυμβεί. Περπατούν και εγώ τους κοιτώ. Περπατώ πίσω τους. Περπατώ και σταματώ να σκέφτομαι.
Δεν ξέρω αν λυπάμαι ή αν θυμώνω πιο πολύ. Νιώθω να ξυπνούν τα ένστικτα μου. Εκείνα που θέλω να ξεχάσω. Θέλω να τα περιλούσω με βενζίνη και αφού βάλω μια καρέκλα, ακριβώς μπροστά από την καγκελένια πόρτα, να τα δω να καίγονται. Με τα καθάρματα εγκλωβισμένα μέσα. Να τους κοιτώ. Να δω πόσο θα διαρκέσει εκείνο το κρυφό χαμόγελο, που έχουν σαν φύγει το προηγούμενο θύμα τους. Όχι δεν λυπάμαι. Όχι δεν θα περπατήσω. Θα κάτσω και θα δω όλο αυτό το αλλόκοτο θέαμα, μέχρι τέλους. Να δω να καίγεται και να σβήνει ο πόνος τόσων ανθρώπων, να δω να εξατμίζεται η αξιοπρέπεια και το δάκρυ τόσων άλλων. Από άκρη σε άκρη, ονειρεύομαι να δω κάποια νύχτα όλα τα ενεχυροδανειστήρια να καίγονται. Να γεμίσει η πόλη καπνό, κάποιο βράδυ, από την σπονδή στην εκδίκηση. Θα περπατώ και θα χαμογελάω. Θα περπατάω και θα αισθάνομαι την ανακούφιση, τόσων ανθρώπων. Άγρια ένστικτα. Άγριοι άνθρωποι. Κτήνη με γραβάτες. Περπατώ και περιμένω......
Τα μυστικά συνήθως, είναι μικρές φωτιές που σίγο-καίνε μέσα σε σελίδες από παλιά ημερολόγια, σε ξύλινα κουτάκια δώρων, σε λερωμένα από κραγιόν πουκάμισα. Μικρές κρύπτες, που συντηρούν μικρές αλήθειες, που δεν άντεξαν το φως. Είναι λέξεις, που προσπαθείς να κρύψεις και ανά μη τακτικά διαστήματα, μια έκφραση, ένα άρωμα, ένα τραγούδι, μια κοινή φυσιογνωμία, προδίδει μια πληγή που παραμένει ανοιχτή. Ας είμαστε ειλικρινείς. Τίποτα δεν κλείνει μόνο του. Είναι μια κρύπτη με πολλά μικρά μυστικά, που τρέμεις εξίσου να τα φανερώσεις, όπως και να τα θάψεις.
Σήμερα στάθηκα, σε ένα μικρό καφέ στην Καλλιθέα, που είχε διαδοχικά ροζ και θαλασσί καναπέδες. Γκρι τραπεζάκια που το καθένα τους, είχε πάνω του και από ένα μεγάλο γυάλινο ποτήρι, που περιείχε κόκκινο κερί. Συνήθως τα ανάβουν οι σερβιτόρες το βράδυ, για να δημιουργήσουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα για να ορκιστούν την κλασική αιώνια αγάπη που διαρκεί συνήθως 8 μήνες ή να επιτρέψουν στους αλαλάζοντες φιλάθλους που παρακολουθούν κάποιον αγώνα στην μεγάλη τηλεόραση, να αποδείξουν πόσο πόρνες είναι οι μανάδες των αντιπάλων και πόσο καλόγριες οι δικές τους. Ο ήλιος, έπεφτε δεξιά από την τέντα που σκέπαζε τα τραπέζια και έτσι τα κεριά έλιωναν. Πόσα μυστικά να έχουν ακούσει άραγε αυτά τα κεριά.
Τα μυστικά είναι σαν το φυτίλι των κεριών. Παραμένουν έτοιμα να εμφανιστούν κάθε στιγμή. Είναι σαν τα ξεθωριασμένα ημερολόγια που ποτέ δεν κρύβεις σε απρόσιτα σημεία. Τα αφήνεις κρυμμένα μεν, αλλά διαθέσιμα στην πρόθεση, του κάθε τυμβωρύχου του παρελθόντος σου. Τρέμεις την λύτρωση της αποκάλυψης. Σαν ευνούχος πορνοστάρ. Σαν μονόχειρας παλαιστής, σαν καπετάνιος που κρύβει πως δεν ξέρει να κολυμπά. Ζεστά απογεύματα, βρεγμένες νύχτες. Ξαπλώνεις σε ένα σατέν δροσερό σεντόνι. Κλείνεις τα μάτια και τότε κάποιος σου αδειάζει ένα ποτήρι νερό στο πρόσωπο. Θολώνεις. Πάγος, Θυμός, Έκπληξη, Εικόνες, Ζέστη, Σιωπή. Κλείνεις τα μάτια. Πλάθεις μυστικά, κάθε στιγμή που αναπνέεις. Δημιουργείς ένα παραμύθι χωρίς τέλος.
Κάποια μυστικά τα κρύβεις από όλους και κάποια και από σένα τον ίδιο. Φλερτάρεις με την αποκάλυψη, σαν να καπνίζεις πάνω από ένα κιβώτιο με δυναμίτιδα. Είναι η αίσθηση που έχεις το πρωί, πως μάλλον χθες το βράδυ παραμιλούσες, στον ύπνο σου. Απόκοσμα. Αργά. Σταθερά. Σαν προγραμματισμένη παράσταση κωφάλαλων, στο σκοτάδι. Σε είδε; Σε άκουσε; Πόσες φορές δεν περπάτησες στον σκοτεινό διάδρομο με γυμνά πόδια; Όχι, δεν ακούς φωνές. Είναι τα μυστικά σου, που έχασαν τον δρόμο από το υποσυνείδητο και ψελλίζεις "Φύγε....".
Το ένα τσιγάρο, διαδέχεται το άλλο. Γλίτωσες. Έφυγε. Ξημέρωσε. Τα μυστικά σου θα πνιγούν στον νυσταγμένο σου καφέ και μετά θα μαστουρώσουν, από τα μπερδεμένα αρώματα των καθώς πρέπει γυναικών, στο μετρό. Μέτρησες ποτέ τα μυστικά σου; Είναι μικρά και πολλά. Μέτρησε τα. Πιες άλλη μια τζούρα καφέ και τα μικρά σου μυστικά, θα έχουν χαθεί σε εκείνο το παραμύθι χωρίς τέλος. Πρόσεξε μονάχα, τι από τα δυο ζεις. Το παραμύθι ή την ζωή...