Σήμερα το βράδυ, η βροχή σταμάτησε. Όλα δείχνουν να στεγνώνουν, εκτός από την βρεγμένη βεράντα, στην οποία στέκομαι και χαζεύω τα αυτοκίνητα, να ανεβαίνουν την μεγάλη λεωφόρο, Οι ροδιές από τα λάστιχα, μου φαντάζουν σαν δυο γιγάντια σκοινιά που μας κρατούν γαντζωμένους. Σαν να ορίζουν την πορεία σε όλα αυτά τα οχήματα που ανεβοκατεβαίνουν αργά. Ψηλά στον ουρανό έχει αστέρια. Όχι πολλά. Είναι διάσπαρτα και όχι πολύ φωτεινά. Υπάρχουν σαν πιτσιλισμένο κολλάζ σε σκοτεινή κόλλα. Σύννεφα δεν υπάρχουν. Που χάθηκαν άραγε; Πότε πρόλαβαν να κρυφτούν; Ένας από τους λόγους που θα ήθελα να μπορώ να πετάω, είναι και αυτός. Να μπορώ να τα ξετρυπώσω και να τα τιμωρήσω για την βροχή.
Ένα φεγγάρι, στέκει στο ύψος των ματιών μου. Είναι μισό. Σκοτεινή η πάνω επιφάνεια του κύκλου και ελαφρώς φωτισμένη η κάτω. Σαν διχασμένος δίσκος. Σαν κολλημένα ημικύκλια. Σαν λέξεις που συναντήθηκαν στη μέση και αφού αναμετρήθηκαν με την σιωπή, τρομαγμένες έτρεξαν η μία, πάνω στο άλλη. Σαν φιλιά πίσω από σίδερα φυλακής, που δεν θα ενωθούν ποτέ πραγματικά. Σαν την αγάπη της σφαίρας, για τον στόχο της. Ο αχνός από την αναπνοή μου, δημιουργεί μια δικιά μου προσωπική ομίχλη. Που βρίσκεται εκεί και παρουσιάζεται, μονάχα όταν αναπνέεις. Απέναντι παράθυρα. Πολλά παράθυρα. Κάποια είναι σκοτεινά. Άλλα φωτισμένα με το θαλασσί χρώμα της τηλεόρασης. Σκέφτομαι πως μπορεί να είναι φυλακισμένοι από ένα δράκο σε σχήμα κουτιού, αλλά εκεί υπάρχουν ακόμη ζωντανοί.
Έβρεχε έξι μέρες αδιάκοπα. Χάζευα από το τζάμι την σκοτεινιά της νύχτας, να φλερτάρει με υγρές κλωστές που πέφτουν από τον ουρανό. Θυμάμαι πως μισούσες την βροχή και εγώ γέλαγα και σε καλούσα να με πάρεις αγκαλιά, έτσι όπως στεκόμουν έξω από την πόρτα. Ήμουν βρεγμένος γιατί περίμενα. Κάπνιζα. Κουβαλούσα πάνω μου υγρές επιθυμίες και επιδιώξεις. Πέρασε καιρός. Στέκω σε αυτή τη βρεγμένη βεράντα και δημιουργώ ένα ημερολόγιο σιωπής. Ένα μηχανάκι με τον δυνατό ήχο της εξάτμισης με αποτράβηξε από τις σκέψεις μου. Πέρασε και άφησε στον δρόμο, μια μικρή ροδιά, που έσβησε σχεδόν αμέσως. Κάτι σαν τους καλοκαιρινούς έρωτες, από την εποχή που ήμασταν παιδιά. Στην τελική αυτό είμαστε. Μια σειρά από ροδιές. Σαν γιγάντια αράχνη που μεθυσμένη, τύλιξε τον εαυτό της και τον έπνιξε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου