Πέταξες το μπουφάν και αφέθηκες. Σήκωσες τα χέρια και ένιωσες τον παγωμένο αγέρα να εισχωρεί μέσα σου, σαν διαρρήκτης σε σπίτι, χωρίς παντζούρια. Με ανοιχτά μάτια που κοιτούσαν ψηλά και έκλειναν από την συγκέντρωση του νερού και την ορμή του. Τηλεσκόπιο με φακούς πρεσβυωπίας ήσουν μικρέ μου. Στόχευση, χωρίς δυνατότητα βολής. Σαν νεκροταφείο παλιών αρμάτων μάχης. Με μακριά κανόνια που ατενίζουν τις εποχές να περνούν. Μοιάζουν τρομακτικά από μακριά. Πόσα κοπάδια πουλιών που πέταγαν μακριά για να μεταναστεύσουν, δεν τα παρατήρησαν και πέταξαν μακριά με ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα; Έστεκες μέσα στην μέση του δρόμου, μόνος. Εσύ και το Εγώ σου. Εκείνος ο βρωμερός δαίμονας, που γιγαντώνεται μέσα σου και σε τυφλώνει. Σου αφαιρεί όλες τις αισθήσεις. Άραγε τα δέντρα , να αισθάνονται τίποτα όταν χτυπά ο αγέρας τα κλαδιά τους; Αντιλαμβάνονται άραγε πως γερνούν και δεν θα μείνουν για πάντα στο ίδιο σημείο;
Η αγάπη είναι ζωή. Είναι η εσωτερική νίκη απέναντι στο Εγώ, που σε κάνει προσωρινά δυνατό, αυθάδη και άδικο. Ένα Εγώ, που σε ψηλώνει πάνω σε δυο πήλινα πόδια που πολύ σύντομα θα σπάσουν και ο κρότος της πτώσης θα σε βουτήξει σε ένα ενυδρείο από μοναξιά. Θα γυροφέρνεις τα βράδια μέσα σε μια γυάλα και κανείς δεν θα είναι εκεί για να μοιραστείς την πτώση σου. Αυτό είναι η αγάπη. Το βλέμμα, μετά την πτώση. Η κίνηση του κεφαλιού προς τα δεξιά και ένα χαμόγελο. Μια συνειδητοποίηση πως ο άνθρωπος, δεν φτιάχτηκε σαν όπλο μοναξιάς, σαν πολεμίστρα γεμάτη μίσος και ματαιοδοξία. Η αγάπη είναι βροχή και αν αρνηθείς να εκτεθείς και κρυφτείς, θα γευτείς το αποτέλεσμα αυτής της βροχής. Λάσπη. Κρύφτηκες με φόβο από την αγάπη. Βρήκες κάποιο προσωρινό κατάλυμα που σε κάλυψε και με το που πέρασε η βροχή, κινήθηκες. Σαν νηστική κόμπρα, που πέφτει πάνω σε ένα κοπάδι από ελάφια.
Ο φόβος της Αγάπης σε στοίχειωσε. Άφησες την αγάπη να περάσει και σε άφησε και αυτή. Έμεινες απέναντι στο θήραμα, με μια φονική πείνα για στοργή. Η λάσπη ήταν παντού. Σε λέκιασε και δεν έδωσες σημασία. Της επέτρεψες να καλύψει το δέρμα σου. Άρχισε να μην σε ενοχλεί η μυρωδιά και το θάμπωμα. Απομακρύνθηκες και κάθε φορά που καταλάβαινες τα σύννεφα να φέρνουν την βροχή, έτρεχες σαν λεπρός να κρυφτείς από τα βλέμματα που σου έτειναν το χέρι. Για να πλυθείς. Για να εξαγνιστείς. Πέρασε καιρός και τα δέντρα τελείωσαν. Η εποχή της κενόδοξης επιτυχίας πέρασε. Ήσουν μόνος και λασπωμένος. Σαν βιρτουόζος κιθαρίστας που κατάλαβε πως είχε ξεμείνει από χορδές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου