Κ ύστερα έρχονται κάποια πρωινά που ξέρεις, πως τα έκανες όλα λάθος.. Δεν θα αλλάξει κάτι, αφού ξημέρωσε.. Δεν θα σωθεί τίποτα. Τα όμορφα κάστρα ξανάγιναν άμμος, στην παραλία των άλλων.. Οι πολεμίστρες, τα τοξωτά παράθυρα, οι μεγάλες σκάλες εξακοντίστηκαν στα τέσσερα σημεία της παραλίας, εκεί που τα μάτια μας συναντήθηκαν για πρώτη φορά. Πέλματα από παχύδερμα δίποδα και γόπες, καλύπτουν τώρα την πρώτη ύλη των ονείρων μου. Αν μπορούσα να διαλέξω υλικά για να σου φτιάξω ένα πίνακα, σίγουρα θα επέλεγα την λευκή άμμο για τα στέρεα, το γλυκό νερό από ορεινές πηγές για τα υγρά και τα μάτια σου για το φως..
Το επόμενο βράδυ, μου έδωσα ραντεβού σε ένα σκοτεινό ντεκόρ. Κάθισα στο μόνο τραπέζι της παραλίας που είχε δυο ποτήρια και κοίταξα γύρω μου. Το αλκοόλ, βάφτιζε κάθε μου στιγμή που προερχόταν από την μνήμη, σαν αστέρι. Φώτιζε ο ουρανός σιγά σιγά. Αστερισμοί άρχισαν να γεννιούνται με λευκούς φωτεινούς γίγαντες, που είχαν το χρώμα των ματιών σου. Η μεγάλη σκάλα του χαμένου κάστρου ορθωνόταν, πάλι μπροστά μου. Κόκκινα σκαλοπάτια κάτω από γαλάζια παράθυρα. Με μοβ κεριά, στην άκρη από κάθε σκαλοπάτι. Σηκώθηκα και παρατήρησα πως φορούσα ένα λινό, λευκό πουκάμισο πάνω από το παντελόνι. Βήμα - βήμα, ανέβηκα τις στιγμές, άρα και τα σκαλοπάτια στη σκάλα της μνήμης.
Όπου και αν κοίταξα, είχα τα μάτια σου σαν εικόνα στο βάθος, Σαν φωτεινό ουράνιο τόξο, σε γκρίζα φωτογραφία. Στο μικρό κεφαλόσκαλο, με περίμενε μια γυναίκα με μαύρο νυφικό. Έστεκε κ ανέπνεε, από την αύρα της θάλασσας. Αν ήταν όνειρο και το κάστρο πραγματικό, θα φοβόμουν μήπως η φωτογραφία πάρει σκοτεινιά και χαθεί στο τώρα. Μια χημική διάταξη από χαρτί και φως που είδαμε σε μια ταινία του Σταύρου Τσιώλη, θα άφηνε για πάντα ένα πειστήριο μοναξιάς, σε μια κορνίζα στο μεγάλο δωμάτιο. Όσο και αν τρέξεις, όλο αυτό θα σε ακολουθεί. Σαν αύρα από χιόνι. Έτσι και αλλιώς, αυτό είσαι. Μια πριγκίπισσα από χιόνι
Αποφάσισε πως θα έπρεπε να την δει άλλη μια φορά. Πλησίασε τόσο κοντά που σχεδόν την αισθάνθηκε. Λες και όλα τα κύτταρα του , καταλάβαιναν πως σχεδόν την ακουμπούσε. Μια αίσθηση ζωής τον αναστάτωσε..Τα βλέφαρα του δεν ξανάκλεισαν, σε απόλυτο συντονισμό με την αναπνοή του. Πέρασε ανύποπτα ο χρόνος με τη μορφή μιας νεράιδας και τον ακούμπησε απαλά στον ώμο. Οι δείκτες του ρολογιού, έδειξαν περασμένη μοναξιά. Το πρώτο χτύπημα στα λίγα λεπτά που του απέμεναν, ήταν ήδη γεγονός. Περίμενε στην γωνιά των δευτερολέπτων κ αφού την άγγιξε στα βλέφαρα με τη σκιά του, χάθηκε στο χρόνο, λουσμένος από σιωπή...
Με ελαφριά βήματα, πέρασε δίπλα από το τραπέζι και κατέβηκε την απότομη σκάλα. Στάθηκε για λίγο έξω από την πόρτα με γυρισμένη την πλάτη. Η εξώπορτα σαν άλλη μπουκαπόρτα από υποβρύχιο, σφάλιζε πίσω του τον κανονικό κόσμο, από τον δικό του. Απομακρύνθηκε με πρόσωπο συνοφρυωμένο. Δεν ένιωθε την αναπνοή του. Είχε πια χάσει το προνόμιο της συνδιαλλαγής με κάτι έξω από τον δικό του κόσμο. Τα δέντρα είχαν εξαφανιστεί. Οι μυρωδιές, είχαν εξατμιστεί στον απορροφητήρα της πρωινής αύρας. Ακόμη και το βουνό που συνήθιζε να χαζεύει από το μπαλκόνι της, είχε παραδοθεί στο κενό. Ένα βαθύ κενό σαν την άβυσσο.
Περπάτησε μέχρι που σχεδόν ξημέρωσε. Όλα του φαινόταν τόσο επίπεδα. Διένυε αποστάσεις χωρίς να καταλαβαίνει με τι ρυθμό απομακρυνόταν. Απλά ακολούθησε τον δρόμο, με τις σκέψεις του, να τον ακολουθούν σαν πεινασμένα σκυλιά. Προσπαθούσε να τις αγνοήσει και εκείνες φώναζαν και έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Το μόνο καλό ήταν , πως οι φόβοι του έμειναν πάνω σε κάποια χαλίκια αριστερά του χωματόδρομου, που οδηγεί στον ασφάλτινο δρόμο, δίπλα στους πράσινους κάδους. Σαν να μην χρειάζεται να προσπαθείς για κάτι αφού τα φώτα πίσω από το μικρό ύψωμα, είχαν σβήσει.
Αγάπη είναι να αγοράζεις δύο εισιτήρια για μια συναυλία, ξέροντας πως το όχι θα βροντήξει. Αγάπη είναι να αγνοείς την λογική, όπως η ζέβρα, το λιοντάρι. Είχε ακόμη στην πίσω τσέπη του παντελονιού, τον φάκελο με την απόδειξη από το ταμείο. Πλησίασε έξω από ένα εμπορικό κέντρο και είδε τον εαυτό του στις μεγάλες οθόνες με την ένδειξη αγνοούμενος. Έστεκε και απλά κοιτούσε να τον ψάχνουν. Σε ποιον κόσμο άραγε; Στον δικό του ή στον άλλο; Τον κανονικό. Χάθηκε από τα μάτια των περαστικών που απορούσαν με το θέαμα. Ένα στενό πιο κάτω βρήκε ένα καθρέφτη. Κοίταξε κατάματα μια σκιά. Χωρίς σώμα, χωρίς χαρακτηριστικά.
Το περπάτημα δεν σταμάτησε ποτέ. Έψαχνε να βρει την αναπνοή του. Πότε με σάρκα την μέρα και πότε σαν άυλη οντότητα τα βράδια. Συνεχόμενη κίνηση σε ένα ρινγκ από οριοθετημένες σκέψεις. Σαν σαΐτα ριγμένη από το διάστημα. Έτσι κινούταν ο άνθρωπος χωρίς σκιά, που ζητούσε εκείνη..
Τρόμαξες. Σωστά..; Το είδα στα μάτια σου, όταν τα σφράγισες. Η έξωση είχε γίνει πια με έναν βίαιο, άγριο ρυθμό. Το φως έκλεισε σε απόλυτη συνεννόηση με τα βλέφαρα σου. Ο μπορντό καναπές, σαν μια κορυφή ενός παγόβουνου που σε πολύ λίγο, θα με βούλιαζε στα παγωμένα νερά της μοναξιάς. Σαν άλλος καπετάνιος, ειδικευμένος σε πλοία από λάθη, έβλεπα την καταστροφή να με σημαδεύει, με αργές κινήσεις. Όλα όσα πιθανολογούσα πως έρχονται, είχαν ήδη πάρει μορφή μπροστά μου. Ούτε οι σκιές, δεν έμειναν για να τραβήξουν κάπου αλλού το βλέμμα μου.
Η συναισθηματική ελευθέρια, πάντα έχει ένα κόστος και μια ζημιά. Το κόστος πληρώνεται κατά την έξοδο. Το μικρό κομμάτι της. Το μεγάλο το κουβαλάς μέσα σου, σαν νάρκη παγιδευμένη σε μπάλα από πάγο. Είναι σίγουρο πως θα σκάσει, μα κανείς δεν γνωρίζει το πότε. Μπορεί να σκάσει από ηθελημένη επαφή. Μπορεί όμως και να βραχυκυκλώσουν οι επαφές και ξαφνικά να σε τινάξει, με την πλάτη στον τοίχο. Όταν αρχίσει να μειώνεται η αίσθηση της πληγής, τότε η ζημιά έχει γίνει. Κάτι σαν συναισθηματική αναπηρία ας πούμε.
Συνήθως η πιο πικρή αλήθεια, είναι και αυτή η οποία απλά σε ενοχλεί κάποια βράδια, που στέκεις μόνη στη μέση του σαλονιού. Όσο και αν κλειδώσεις την πόρτα, ξέρεις πως κάποια τέτοια σκέψη, θα σου κλέψει τις στιγμές. Το σπασμένο βάζο με τα αποξηραμένα πια ροζ τριαντάφυλλα, γυαλίζει ακόμη στο πάτωμα. Σαν βαριά άγκυρα που βυθίστηκε στον πάτο της θάλασσας και σε κρατάει δεμένη στο λιμάνι. Λαχταράς να πας κάπου εκεί έξω. Δεν ξέρεις προς τα που. Απλά ας είναι κάπου εκεί έξω. Αρχίζεις τα επιχειρήματα, απέναντι στον εαυτό σου, μα όσο και αν τα επαναλαμβάνεις, δεν δείχνουν να σε πείθουν.
Οι ματιές, είναι μια σειρά από νότες. Μια σειρά από μουσικές στιγμές, που φωνάζουν την αλήθεια, όταν οι κουβέντες κρύβονται μακριά. Και τα μηνύματα φτάνουν και οι λέξεις αστράφτουν με λαμπρότητα. Βλέμματα που γεμίζουν και αδειάζουν σαν φουσκωμένες κοίτες ποταμών, με κάθε κλείσιμο των βλεφάρων. Μια μουσική ακούγεται μέσα σου. Σαν σονάτα για πνευστά, από μια ορχήστρα που ξέμεινε από αναπνοές... Ένα - ένα τα μέλη έφυγαν και απέμεινε η σκηνή με την συνοδεία της σονάτας. Κατάφωτη και μόνη. Πάρτι χωρίς καλεσμένους και οικοδεσπότες.