Σάββατο 15 Ιουλίου 2017

Ένα λευκό πουκάμισο

         

        - Με κάνεις να νιώθω πραγματικά ξεχωριστή.
- Είσαι.
- Γιατί το βλέπω μόνο στα δικά σου μάτια;
- Ανοιγόκλεισε τα μάτια σου μια φορά και κοίτα μέσα στα δικά μου. Τι βλέπεις; Κοίτα με βαθιά μέσα στις κόρες.
- Με τρομάζεις. 
- Γιατί;
- Βλέπω κεραυνούς. Βλέπω θύελλες. Βλέπω σιωπή και καταιγίδες μαζί. 
- Που κοίταξες μωρό μου;
- Μέσα σου. Πίσω μακριά μέσα στα μάτια σου. 
- Μέχρι που κοίταξες;
- Δεν ξέρω. Τρόμαξα και χάθηκα μέσα μια βροχή. Ξαφνικά βράχηκα και περιφερόμουν μέσα σε μια άδεια παραλία που είχε παντού νεκρά λευκά ψάρια σαν να είχε περάσει μόλις τυφώνας. Είδα δυο γυμνές μπαλαρίνες, που τρέφονταν από την βροχή. Είχαν δυο τεράστια μάτια και το νερό έμπαινε μέσα στις βλεφαρίδες τους. Έπιναν το νερό με τα μάτια. 
- Πως κατάλαβες πως είναι μπαλαρίνες;
- Ήταν  γυμνές στο σώμα. Φορούσαν ροζ και λευκά παπούτσια μπαλέτου. Είχαν κόκκινες κορδέλες στα μελαχρινά μαλλιά τους.  Η μία έπαιζε μια άρπα χωρίς χορδές και η άλλη, κρατούσε ένα κίτρινο μαξιλάρι. Η άρπα έβγαζε ήχους. Όταν το τραγούδι τελείωσε, έβρεχε ακόμη. Η πιο μικρόσωμη τύλιξε το κίτρινο μαξιλάρι, γύρω από το πρόσωπο της άλλης. Δεν βρήκε την παραμικρή αντίσταση. Η αναπνοή σταμάτησε και χάθηκε στην αγκαλιά της άλλης μπαλαρίνας. Την έσυρε στο νερό και την άφησε στην επιφάνεια της θάλασσας. Νομίζω πως έζησες πολλά μωρό μου.
       Ανοιγόκλεισα δυο φορές τα μάτια μου και κοίταξα πίσω από τον ώμο της. 
- Έχω ζήσει πολλές ιστορίες.
- Ζηλεύω στον ήχο της λέξης πολλές.
- Γιατί;
- Δεν ξέρω. Ίσως κρατάς κάτι από όλες.
- Δεν κρατάω τίποτε. Μονάχα υγρασία, σαν ένα λευκό πουκάμισο που βράχηκε πολλές φορές και δεν πλύθηκε ποτέ. Λέκιασε και γέμισε γραμμές, σαν τις χορδές ενός πιάνου. Πολλές. Άλλες λεπτές και άλλες πιο φαρδιές. Η κάθε ιστορία είχε το δικό της εκτόπισμα. Χαμόγελα, κάμποσο πόνο, μια ροδιά στην άσφαλτο και από ένα τουλάχιστον μπουκάλι αλκοόλ. Κάθε χορδή βγάζει άλλον ήχο και όλες μαζί τον φάλτσο ήχο των αναμνήσεων μας. 
- Τι ψάχνεις αλήθεια;
- Δεν ξέρω. Μάλλον εκείνη που θα ηρεμήσει μέσα μου τις καταιγίδες. Τις νιώθω τα καλοκαιρινά βράδια. Τις ακούω να χτυπούν μέσα μου. Κοιτάζω τα αστέρια και προσπαθώ να φανταστώ πως είσαι κάπου εκεί έξω. 
- Και αν δεν έρθω ποτέ; Και αν μπερδευτώ κάπου εκεί έξω στα αστέρια και χάσω την σωστή στροφή; Θα συνεχίζεις να φαλτσάρεις παλεύοντας με τις καταιγίδες μέσα σου;
- Κοίτα με ξανά στα μάτια. 
- Με φοβίζουν τα μάτια σου. Βλέπω πάλι καταιγίδες.
      Πιάνο. Μια φωτιά. Ένα ζευγάρι πέδιλα. Άμμος. Ένα ντροπαλό μισό φεγγάρι. Μια παλιά οθόνη από ένα θερινό κινηματογράφο που έκλεισε. Ένα χάδι. Γυαλιά ηλίου που τους λείπει ο ένας φακός. Έξι κίτρινες γόπες από τσιγάρο και δύο λευκές. Ένα μισό μπουκάλι με κόκκινο γλυκό κρασί. Ήχοι από ταινία του Χόλιγουντ από την δεκαετία του  60. Μια μικρή κόρνα και ένα παιδί που περνά μέσα από την οθόνη με ένα κόκκινο ποδήλατο. Ένα αστέρι έπεσε στον Αττικό ουρανό. 
- Μυρίζει βροχή.
- Δεν θα κρυφτείς;
- Όχι. Φοράω ακόμη εκείνο το λευκό πουκάμισο. 
- Να μείνω μαζί σου;
- Μπορείς;
- Θέλω. Δεν ξέρω αν μπορώ. 
- Θα μου ανάψεις ένα τσιγάρο πριν φύγεις;
- Ποιος είπε πως θα φύγω;
- Θα μείνεις δηλαδή να βραχούμε μαζί;
Θέλω. Δεν ξέρω αν μπορώ. Θα με πάρεις μια αγκαλιά; Το θέλω πολύ.
Θέλω. Δεν ξέρω αν μπορώ.
- Επαναλαμβάνεις τα λόγια μου; Άγγιξε τις δικές μου χορδές. 
       Έκλεισα τα μάτια μου και άκουσα πολλές ακόμη ιστορίες. Κάποιες σύντομες και κάποιες πιο μεγάλες και παραστατικές.
- Με θέλεις; Aν ναι, απλά πες το μου.
- Μπορώ. Δεν ξέρω αν θέλεις. 
  

Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Ρινγκ




         Όλα ξεκίνησαν σε ένα ρινγκ. Μεταξύ ιδρώτα και ενός λυσσασμένου πλήθους. Φωνές. Σπασμένα γόνατα, πειραγμένα γάντια, φανατισμός. Το κυνήγι της ματαιοδοξίας και η ψυχολογία του μισθοφόρου. Ένα σκυλί με τηλεκοντρόλ. Ματωμένες πετσέτες και ένας κουτσός προπονητής. Χέρια υψωμένα προς τα εμπρός και λυγισμένα ελαφρώς, ίσα να κρύβουν το μάτι που αιμορραγεί. Προδιαγεγραμμένο νοκ άουτ.  Αποκλεισμός και θολή όραση. Βήμα αργό. Σαδισμός και φιληδονία. Απαλλοτρίωση του νου. Αναβολικά όνειρα. Ψυχές με επιδέσμους. Αιμοστατικά συναισθήματα. Μια λευκή πετσέτα. Δεν είναι η απουσία που σε πονάει. Είναι η μοναξιά. Εκείνος ο προβολέας που καίει τους ώμους σου καθώς τρεκλίζεις μέσα στο ρινγκ. Κοιτάς τα κορδόνια σου. Έτοιμα να λυθούν. Έχουν πάνω σκόνη και αίμα. Καθώς σηκώνεις το βλέμμα, δέχεσαι το πρώτο συντριπτικό χτύπημα στην μύτη. Το θολό, μετατρέπεται σε σκοτάδι και σε μια γνώριμη ζάλη. Είναι μια παράλληλη γωνιά στο υποσυνείδητο. Εκεί που λουφάζεις, κάθε φορά που φοβάσαι το πλήθος. Βάζεις ένα χαμηλό σκαμπό και κουρνιάζεις στη σιωπή. Είναι κάπως κρύα αλλά έχει ηρεμία. Σταμάτησαν οι θεατές να κραυγάζουν στην αρένα της αγάπης. Δυο επόμενα θύματα θα παλέψουν μέχρι τελικής πτώσεως. Θα σηκώσουν τα γάντια και θα συνθλίψουν κάθε μικρό όνειρο. Ο προπονητής είναι επίτηδες κουτσός. Για να μην βλέπει και να κρατάει μονάχα έναν κίτρινο κουβά. Εκεί που θα αιμορραγήσουν οι στιγμές των μαχητών.  

Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017

Μια παρτίδα Σκάκι από δυο ψυχές

         


      Άνοιξα την συρμάτινη πόρτα της άδειας παιδικής χαράς. Βρεγμένες κούνιες. Χαλίκια. Παγκάκια χαραγμένα με αρχικά έφηβων εραστών που γέρασαν. Μια ψηλή κόκκινη μόνη τσουλήθρα. Αποτσίγαρα. Μια σκασμένη κίτρινη μπάλα, αργοπεθαίνει μέσα σε μια συστάδα χαμηλών θάμνων. Σέρνω τα πόδια μου στα χαλίκια. Διάλεξα την πιο  βρεγμένη κούνια και έκατσα. Έβγαλα ένα τσιγάρο από το παλτό μου. Το έβαλα στο χείλη μου και δεν έψαξα για τον μικρό μαύρο αναπτήρα, που έκρυβα στην δεξιά τσέπη. Κοίταξα ψηλά στον μπορντό-κόκκινο συννεφιασμένο απογευματινό ουρανό. Έπαιζα με το τσιγάρο και συνέχισα να κοιτώ ψηλά. Περίμενα έναν κεραυνό. Βροντερό και καυτερό. Να σκάσει μανιασμένος, προερχόμενος από τα έγκατα του ουρανού. Που θα έρχεται από μακριά, γεμάτος μοναξιά και δύναμη. Κόκκινος και άηχος. Που θα ταξιδεύει με την ταχύτητα που δημιουργείται το δάκρυ, μέσα στα μάτια.  Με ήρεμες κινήσεις θα διασχίσει πλανήτες και σύμπαντα. Ένας άλλος κεραυνός. Ένας απόκοσμος και σκοτεινός. Χαλάλι την υπομονή. Μεγάλο το ταξίδι με έναν υπόκωφο πόνο. Ένας κεραυνός που θα ανάψει το τσιγάρο μου. Ένας κεραυνός που δεν ήρθε ποτέ. Κοίταξα τις δυο κούνιες και έβγαλα τον μικρό λευκό αναπτήρα που είχα στην αριστερή τσέπη. Μια μικρή φλόγα. Ένας μικρός ήχος τριβής. Έκλεισα τα μάτια μου. Κάθε φορά που πίνω, νιώθω τα μάτια μου πιο αδύνατα. Σαν έρωτας με προφυλακτικό. Σαν ανάπηρο αρπακτικό. Σαν ημερολόγιο που έσβησα τα σ'αγαπώ με μπλάνκο και καφέ περιστέρια έσκισαν τις σελίδες και τις παράχωσαν σε βρώμικες οικοδομές. Σαν τυφλός ματάκιας. Σαν παιδί που περιεργάζεται ένα σουτιέν και το μουντζουρώνει με κόκκινο μαρκαδόρο. 
        Δεν έβρεξε σήμερα. Έχει μια ζέστη, που μου καθηλώνει την φωνή. Σιωπώ και ταράζω τα χαλίκια με τα πόδια μου. Οι ουσίες μου προκαλούν μοναξιά και αγαπώ τις υποτροπές μου. Βουτώ στην ανισορροπία και το πιθανό. Έχω τρίτο πόδι. Είμαι κέρινος. Γίνομαι μονόκερος. Μέσα από τα μάτια μου, ξεπροβάλλει ένα κίτρινο φεγγάρι. Οι άνθρωποι αγαπούν. Ο σεβασμός δεν είναι μια χρησιμοποιημένη καπότα. Ένα τσιγάρο που δεν σβήνει ποτέ. Δυο σώματα βρεγμένα μέσα σε μια καυτή νύχτα. Δυο σώματα γυμνά. Χωρίς εσώρουχα, να στέκουν αντικριστά, χωρίς ίχνος ντροπής. Μόνο ιδρώτας και σιωπή. Με δυο καρδιές σαν δυο υπερταχείες, που συγκρούστηκαν και προκάλεσαν πτώση δρομολογίων. Ένας έρωτας πάνω στο παγκάκι, που μοιάζει με αγώνας θανάτου. Ένας νικητής, καμιά πιθανότητα σωτηρίας. Αλκοόλ χωρίς πάγο. Βρεγμένα στήθη σε ένα ζωώδη ρυθμό. Κενό. Σαν ζωγράφος, που γέμισε το σώμα του με μπογιές, και βούτηξε σε ένα πηγάδι από χαλίκια. Χώμα, χαλίκια, βρώμικο νερό και χρώμα. Σαν μαύρη τριανταφυλλιά. Σαν νέγρος γλάρος. Μισό καρδιοχτύπι, δυο ρώγες, ένα πέος, ένα βρώμικο τζιν και φτηνή κολόνια. Σαν γαμήλιο γεύμα σε καντίνα της εθνικής οδού. Ντύνονται ξανά δυο οι ψυχές. Φορούν σαρκικό κοστούμι. Δεν κοιτιούνται. Δυο αναπτήρες. Δυο αναπνοές, ένα φεγγάρι. Ακόμη έχει φως στην παιδική χαρά. Ο ιερέας της μοναξιάς, κάνει τσουλήθρα. Έχει την μορφή ενός λύκου, που σφήνωσε στην κάθοδο του. Η ευκαιρία τους. Δεν κουνιούνται. Έχουν ακόμη μπαταρία. Δυο οθόνες. Δυο μοναξιές που κοιτούν σε μια οθόνη που καθρεφτίζει την γύμνια τους. 
- Βλέπεις εκεί;
- Που;
-Εκεί. 
-Που;
- Εκεί. Μπροστά σου.
- Που;
- Γαμώτο μου .. Εκεί. Δες την μοναξιά που ουρλιάζει κάτω από το φεγγάρι. Δεν βλέπεις τον λύκο;
- Όχι. 
        Σιωπή. Ένα τεράστιο σκάκι. Ένας Βασιλιάς και ένας στρατιώτης. Οχτώ κινήσεις. Ρουά Ματ. Το παιχνίδι έλαβε τέλος. Ο Βασιλιάς και ο Στρατιώτης, μπήκαν στο ίδιο ξεχασμένο σκονισμένο κουτί, κάτω από το κρεββάτι. Ποτισμένες ευκαιρίες. Ουσίες. Ένα μεγάλο φεγγάρι. Είκοσι τέσσερα καρφιά στο παλιό σκάκι. Σκόνη στο παρκέ. Αλκοόλ χωρίς πάγο.