Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Συνείδηση ή παραισθήσεις



       Μετά το πρωινό τσιγάρο, συνήθως ανοίγω τα μάτια και ψάχνω με την κουτσουρεμένη μου όσφρηση, την μυρωδιά του καφέ που τραμπαλίζεται μετά από συνεχόμενη ροή, μέσα στον κάδο της μηχανής του γαλλικού καφέ. Δεν με τρελαίνει η γεύση του γαλλικού, απλά με καλύπτει η ποσότητα. Η δυνατότητα του να μην κάνω την διαδικασία από την αρχή. Η γερνάω σαν την κάμπια πάνω στο φύλλο που βαρέθηκε να γίνει πεταλούδα και παρέμεινε να χαζεύει την βροχή ή οι επαναλήψεις με κάνουν να σκέφτομαι από την αρχή σαν χρυσόψαρο που τα βάζει με τα χαλίκια που καρτερικά στέκουν από κάτω του. Μέσα στο νερό η ακοή είναι διαφορετική. Η παραίσθηση μπερδεύεται με τις συνειδησιακές αισθήσεις. Μετά το τρίτο τσιγάρο, αισθάνομαι σαν χαλίκι κολλημένο σε ελαφρόπετρα που παιδιά πετούν στο νερό, κάνοντας μικρά γκελ πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας μέχρι να βυθιστεί απότομα, ένα καλοκαιρινό πρωινό. 
       Είμαι ένας Κοζάκος μονόχειρας φέρελπις εραστής, που ονειρεύεται να φτάσει στην Καλιφόρνια. Στέκεται στον σπασμένο καθρέφτη του και φαντάζεται μέχρι που θα έφτανε το κομμένο χέρι του. Κόκκινο βρακί. Μαύρη φανέλα, καφέ κάλτσες. Μαύρο παπιγιόν. Σκοτεινό βλέμμα. Παιδική φωνή. Σημάδια στο μελαχρινό του δέρμα. Φοράει τα μαύρα γυαλιά που πήρε από το πανηγύρι και γνέφει λάγνα στο σκοτάδι. Δένει ρολά από χαρτί υγείας με γκρι μονωτική ταινία και τα στερεώνει στο μανίκι που του λείπει το χέρι. Το κουνά αργά μέσα στο σκοτάδι και ονειρεύεται πως οδηγεί ένα κόκκινο κάμπριο αυτοκίνητο σε κάποια λεωφόρο της Καλιφόρνιας. Βάζω ένα ποτήρι σκέτο ουίσκι και τον βλέπω να γνέφει μέσα από το κάμπριο του, σε ξανθιές σιλικονάτες υπάρξεις. Τις χαϊδεύει με το χέρι που του λείπει. Τις αγγίζει και εκείνες ριγούν. Κοιτούν τα ξανθά μαλλιά του. Ένα κλάξον. Από το απορριμματοφόρο. Τρόμαξα. Τρόμαξε και εκείνος. Κοιτάξαμε και οι δυο έναν αδύνατο νεαρό. Αιχμάλωτο από μια άγρια αφρικάνικη φυλή. Να παίζουν με το χέρι που του έλειπε.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου