Μετά το πρωινό τσιγάρο, συνήθως ανοίγω τα μάτια και ψάχνω με την κουτσουρεμένη μου όσφρηση, την μυρωδιά του καφέ που τραμπαλίζεται μετά από συνεχόμενη ροή, μέσα στον κάδο της μηχανής του γαλλικού καφέ. Δεν με τρελαίνει η γεύση του γαλλικού, απλά με καλύπτει η ποσότητα. Η δυνατότητα του να μην κάνω την διαδικασία από την αρχή. Η γερνάω σαν την κάμπια πάνω στο φύλλο που βαρέθηκε να γίνει πεταλούδα και παρέμεινε να χαζεύει την βροχή ή οι επαναλήψεις με κάνουν να σκέφτομαι από την αρχή σαν χρυσόψαρο που τα βάζει με τα χαλίκια που καρτερικά στέκουν από κάτω του. Μέσα στο νερό η ακοή είναι διαφορετική. Η παραίσθηση μπερδεύεται με τις συνειδησιακές αισθήσεις. Μετά το τρίτο τσιγάρο, αισθάνομαι σαν χαλίκι κολλημένο σε ελαφρόπετρα που παιδιά πετούν στο νερό, κάνοντας μικρά γκελ πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας μέχρι να βυθιστεί απότομα, ένα καλοκαιρινό πρωινό.
Είμαι ένας Κοζάκος μονόχειρας φέρελπις εραστής, που ονειρεύεται να φτάσει στην Καλιφόρνια. Στέκεται στον σπασμένο καθρέφτη του και φαντάζεται μέχρι που θα έφτανε το κομμένο χέρι του. Κόκκινο βρακί. Μαύρη φανέλα, καφέ κάλτσες. Μαύρο παπιγιόν. Σκοτεινό βλέμμα. Παιδική φωνή. Σημάδια στο μελαχρινό του δέρμα. Φοράει τα μαύρα γυαλιά που πήρε από το πανηγύρι και γνέφει λάγνα στο σκοτάδι. Δένει ρολά από χαρτί υγείας με γκρι μονωτική ταινία και τα στερεώνει στο μανίκι που του λείπει το χέρι. Το κουνά αργά μέσα στο σκοτάδι και ονειρεύεται πως οδηγεί ένα κόκκινο κάμπριο αυτοκίνητο σε κάποια λεωφόρο της Καλιφόρνιας. Βάζω ένα ποτήρι σκέτο ουίσκι και τον βλέπω να γνέφει μέσα από το κάμπριο του, σε ξανθιές σιλικονάτες υπάρξεις. Τις χαϊδεύει με το χέρι που του λείπει. Τις αγγίζει και εκείνες ριγούν. Κοιτούν τα ξανθά μαλλιά του. Ένα κλάξον. Από το απορριμματοφόρο. Τρόμαξα. Τρόμαξε και εκείνος. Κοιτάξαμε και οι δυο έναν αδύνατο νεαρό. Αιχμάλωτο από μια άγρια αφρικάνικη φυλή. Να παίζουν με το χέρι που του έλειπε.
Τρυγώ θλιμμένος τους καρπούς της σιωπής και γλεντάω με ένα σκοπό σκοτεινό. Με μια αντάρα. Με μια πάχνη. Με ρουθούνια υγρά. Με μια κραυγή, που κουράστηκε να είναι εσωτερική. Θέλει απλά να ξεσπάσει. Να ζήσει και να χαθεί. Σαν κεραυνός που κρύφτηκε σε κοπάδι προβάτων. Λυσσώ και αναπνέω. Θλίβομαι και σκιρτώ. Χορεύω τον σκοπό της σιωπής και με ακούω να χάνομαι. Γρήγορα βήματα σε συννεφιασμένο κατηφορικό μονοπάτι. Με αισθάνομαι να τρέχω μονάχος στα μακρινά ξωκλήσια. Στα ψηλά βουνά, στις σπηλιές, στα κενά και στα μεθύσια. Κυρτώ και τεντώνομαι. Λυγώ και σηκώνομαι. Σαν αλυσίδα βουτηγμένη στο οξύ. Ποτίζομαι και δεν αντιστέκομαι πια. Καταλαβαίνω πως πια πνίγομαι και ρουφώ το νερό.
Μέλισσες μεταγγίζουν αίμα στα άνθη, που μετατρέπονται όλα σε λωτούς. Οι άνθρωποι τα τρώνε γυμνοί, κάτω από το φεγγάρι και έτσι ξεχνούν ποιοι είναι και από που προέρχονται. Κάνουν έρωτα με δέντρα, δανείζουν ζωή στο χώμα και έτσι παιδιά γεννιούνται από τις ρίζες. Κίτρινος αναπτήρας, κίτρινη βροχή, κίτρινο χιόνι. Σαν τηλεοπτικός δέκτης που τον κατούρησε η παχιά γάτα. Μπήκε ένα κίτρινο βέλος και μας τρύπησε στην ψυχή. Κυρτώ και τεντώνομαι. Ανοίγω τα μάτια και οι βλεφαρίδες μου στάζουν νερό. Ένα κίτρινο νερό, σαν το ουράνιο τόξο που πνίγηκε σε μια θάλασσα από χλωρίνη και έμεινε κυρτό να θυμίζει τα απογεύματα του χειμώνα.
Ήρθε ένας χειμώνας άγριος. Βαρύς. Γενναίος και σκοτεινός. Μεγάλωσαν τα παιδιά του χειμώνα που γεννήθηκαν στις ρίζες και πια γυρίζουν στις ερημιές, κρατώντας στο δεξί χέρι, χώμα ανακατεμένο με οργή και στο αριστερό, ένα βρώμικο κίτρινο μαντήλι. Σκαρφαλώνουν στις σκεπές και γαντζώνονται από τα κεραμίδια. Γεμίζουν τις καμινάδες με χώμα, καθώς τα κίτρινα μάτια τους φεγγοβολούν στο σκοτάδι. Βάζουν και τα δυο πόδια μέσα στην καμινάδα και ακίνητα, αφήνονται σε έναν αργό χαμό. Ύστερα ένας αγέρας πήρε τη στάχτη τους και την έκανε κίτρινο χιόνι. Κίτρινος χειμώνας, κίτρινες σκεπές, νεκρά νυχτολούλουδα, κίτρινο χιόνι.
-Έχεις εμμονές; Με ρώτησες.
-Ζεις χωρίς όνειρα;
-Άλλο σε ρώτησα.
-Κίτρινα όνειρα; Κάποια βράδια βλέπω στον ύπνο μου πως πέφτει μια κίτρινη σκόνη από τον ουρανό. Παγιδεύει τις πόρτες και τα παράθυρα και εμείς παγιδευόμαστε μέσα στα κίτρινα κουτιά μας. Παράθυρα με υγρασία από μέσα και κίτρινη σκιά από έξω.
-Τα μάτια σου είναι μελαγχολικά απόψε.
-Δεν ξέρω αν μου λείπει το χρώμα ή απλά αν σιχάθηκα το κίτρινο. Ονειρεύεσαι;
-Δεν ξέρω πως το εννοείς.
-Ξέρεις κάτι; Ονειρεύομαι να πνιγώ και να ξυπνήσω στεγνός.
-Κίτρινα όνειρα;
-Όνειρα.
-Θα μου χαμογελάσεις απόψε;
-Θα διώξεις το κίτρινο;
Άνοιξα την πόρτα και φτυάρισα όλο το κίτρινο χιόνι από την αυλή. Κίτρινο γκαζόν, κίτρινη κούνια, κίτρινο πρωί.