Μετά το πρωινό τσιγάρο, συνήθως ανοίγω τα μάτια και ψάχνω με την κουτσουρεμένη μου όσφρηση, την μυρωδιά του καφέ που τραμπαλίζεται μετά από συνεχόμενη ροή, μέσα στον κάδο της μηχανής του γαλλικού καφέ. Δεν με τρελαίνει η γεύση του γαλλικού, απλά με καλύπτει η ποσότητα. Η δυνατότητα του να μην κάνω την διαδικασία από την αρχή. Η γερνάω σαν την κάμπια πάνω στο φύλλο που βαρέθηκε να γίνει πεταλούδα και παρέμεινε να χαζεύει την βροχή ή οι επαναλήψεις με κάνουν να σκέφτομαι από την αρχή σαν χρυσόψαρο που τα βάζει με τα χαλίκια που καρτερικά στέκουν από κάτω του. Μέσα στο νερό η ακοή είναι διαφορετική. Η παραίσθηση μπερδεύεται με τις συνειδησιακές αισθήσεις. Μετά το τρίτο τσιγάρο, αισθάνομαι σαν χαλίκι κολλημένο σε ελαφρόπετρα που παιδιά πετούν στο νερό, κάνοντας μικρά γκελ πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας μέχρι να βυθιστεί απότομα, ένα καλοκαιρινό πρωινό.
Είμαι ένας Κοζάκος μονόχειρας φέρελπις εραστής, που ονειρεύεται να φτάσει στην Καλιφόρνια. Στέκεται στον σπασμένο καθρέφτη του και φαντάζεται μέχρι που θα έφτανε το κομμένο χέρι του. Κόκκινο βρακί. Μαύρη φανέλα, καφέ κάλτσες. Μαύρο παπιγιόν. Σκοτεινό βλέμμα. Παιδική φωνή. Σημάδια στο μελαχρινό του δέρμα. Φοράει τα μαύρα γυαλιά που πήρε από το πανηγύρι και γνέφει λάγνα στο σκοτάδι. Δένει ρολά από χαρτί υγείας με γκρι μονωτική ταινία και τα στερεώνει στο μανίκι που του λείπει το χέρι. Το κουνά αργά μέσα στο σκοτάδι και ονειρεύεται πως οδηγεί ένα κόκκινο κάμπριο αυτοκίνητο σε κάποια λεωφόρο της Καλιφόρνιας. Βάζω ένα ποτήρι σκέτο ουίσκι και τον βλέπω να γνέφει μέσα από το κάμπριο του, σε ξανθιές σιλικονάτες υπάρξεις. Τις χαϊδεύει με το χέρι που του λείπει. Τις αγγίζει και εκείνες ριγούν. Κοιτούν τα ξανθά μαλλιά του. Ένα κλάξον. Από το απορριμματοφόρο. Τρόμαξα. Τρόμαξε και εκείνος. Κοιτάξαμε και οι δυο έναν αδύνατο νεαρό. Αιχμάλωτο από μια άγρια αφρικάνικη φυλή. Να παίζουν με το χέρι που του έλειπε.
Τρυγώ θλιμμένος τους καρπούς της σιωπής και γλεντάω με ένα σκοπό σκοτεινό. Με μια αντάρα. Με μια πάχνη. Με ρουθούνια υγρά. Με μια κραυγή, που κουράστηκε να είναι εσωτερική. Θέλει απλά να ξεσπάσει. Να ζήσει και να χαθεί. Σαν κεραυνός που κρύφτηκε σε κοπάδι προβάτων. Λυσσώ και αναπνέω. Θλίβομαι και σκιρτώ. Χορεύω τον σκοπό της σιωπής και με ακούω να χάνομαι. Γρήγορα βήματα σε συννεφιασμένο κατηφορικό μονοπάτι. Με αισθάνομαι να τρέχω μονάχος στα μακρινά ξωκλήσια. Στα ψηλά βουνά, στις σπηλιές, στα κενά και στα μεθύσια. Κυρτώ και τεντώνομαι. Λυγώ και σηκώνομαι. Σαν αλυσίδα βουτηγμένη στο οξύ. Ποτίζομαι και δεν αντιστέκομαι πια. Καταλαβαίνω πως πια πνίγομαι και ρουφώ το νερό.
Μέλισσες μεταγγίζουν αίμα στα άνθη, που μετατρέπονται όλα σε λωτούς. Οι άνθρωποι τα τρώνε γυμνοί, κάτω από το φεγγάρι και έτσι ξεχνούν ποιοι είναι και από που προέρχονται. Κάνουν έρωτα με δέντρα, δανείζουν ζωή στο χώμα και έτσι παιδιά γεννιούνται από τις ρίζες. Κίτρινος αναπτήρας, κίτρινη βροχή, κίτρινο χιόνι. Σαν τηλεοπτικός δέκτης που τον κατούρησε η παχιά γάτα. Μπήκε ένα κίτρινο βέλος και μας τρύπησε στην ψυχή. Κυρτώ και τεντώνομαι. Ανοίγω τα μάτια και οι βλεφαρίδες μου στάζουν νερό. Ένα κίτρινο νερό, σαν το ουράνιο τόξο που πνίγηκε σε μια θάλασσα από χλωρίνη και έμεινε κυρτό να θυμίζει τα απογεύματα του χειμώνα.
Ήρθε ένας χειμώνας άγριος. Βαρύς. Γενναίος και σκοτεινός. Μεγάλωσαν τα παιδιά του χειμώνα που γεννήθηκαν στις ρίζες και πια γυρίζουν στις ερημιές, κρατώντας στο δεξί χέρι, χώμα ανακατεμένο με οργή και στο αριστερό, ένα βρώμικο κίτρινο μαντήλι. Σκαρφαλώνουν στις σκεπές και γαντζώνονται από τα κεραμίδια. Γεμίζουν τις καμινάδες με χώμα, καθώς τα κίτρινα μάτια τους φεγγοβολούν στο σκοτάδι. Βάζουν και τα δυο πόδια μέσα στην καμινάδα και ακίνητα, αφήνονται σε έναν αργό χαμό. Ύστερα ένας αγέρας πήρε τη στάχτη τους και την έκανε κίτρινο χιόνι. Κίτρινος χειμώνας, κίτρινες σκεπές, νεκρά νυχτολούλουδα, κίτρινο χιόνι.
-Έχεις εμμονές; Με ρώτησες.
-Ζεις χωρίς όνειρα;
-Άλλο σε ρώτησα.
-Κίτρινα όνειρα; Κάποια βράδια βλέπω στον ύπνο μου πως πέφτει μια κίτρινη σκόνη από τον ουρανό. Παγιδεύει τις πόρτες και τα παράθυρα και εμείς παγιδευόμαστε μέσα στα κίτρινα κουτιά μας. Παράθυρα με υγρασία από μέσα και κίτρινη σκιά από έξω.
-Τα μάτια σου είναι μελαγχολικά απόψε.
-Δεν ξέρω αν μου λείπει το χρώμα ή απλά αν σιχάθηκα το κίτρινο. Ονειρεύεσαι;
-Δεν ξέρω πως το εννοείς.
-Ξέρεις κάτι; Ονειρεύομαι να πνιγώ και να ξυπνήσω στεγνός.
-Κίτρινα όνειρα;
-Όνειρα.
-Θα μου χαμογελάσεις απόψε;
-Θα διώξεις το κίτρινο;
Άνοιξα την πόρτα και φτυάρισα όλο το κίτρινο χιόνι από την αυλή. Κίτρινο γκαζόν, κίτρινη κούνια, κίτρινο πρωί.
Είμαι ένας κάκτος. Μια τάση γιγαντισμού σε αδρανοποιημένη κίνηση. Αιχμάλωτη μέσα στο μυαλό μου. Κόκκινο, μπλε, άσπρο, καφέ. Σαν γαλλική σημαία που ξέβαψε στο πλυντήριο, από την καφέ σουέτ καπαρντίνα μου.
-Καλώς ήρθες. Ακούστηκε από το εσωτερικό μέρος του ακουστικού μου καθώς το σύστημα ανίχνευσης ταυτότητας σκάναρε την παλάμη μου.
-Είμαι γεμάτη κακές συνήθειες. Ψιθύρισα και ακούμπησα την τσάντα μου στο καναπέ, που είχε το χρώμα της μόκας.
-11 μέρες υπόλοιπο αδείας. Ανάγκη για αγορά γαλακτοκομικών για το ψυγείο. Πληρώθηκε ο λογαριασμός του ηλεκτρικού. Θλιβερός απολογισμός από την πιο άχρωμη φωνή μέσα από το ακουστικό. Άχρωμη γιατί το Υπουργείο απαγορεύει τα συναισθήματα. Τσακ.. τακ.. Ακούστηκε ο ήχος του υπολογιστή που ανοίγει επειδή πλησίασα το γραφείο μου. Χαμογέλασα..
Ξεκούμπωσα το κοραλλί μου πουκάμισο κ φάνηκε το μπεζ σουτιέν. Άναψα το φως του μπάνιου. Σήκωσα τα μάτια μου στον καθρέφτη. Χάζεψα το ακουστικό πίσω από το αριστερό μου αυτί. Μια ολόκληρη έρημος κατοικεί μέσα στο μυαλό μου. Είναι τόσο μεγάλη, που θα γέμιζε με κόκκους, μια κλεψύδρα από εδώ, μέχρι το φεγγάρι. Ένα σεληνιακό περιβάλλον που είναι ήσυχο την ημέρα και άγριο το βράδυ. Με τσακάλια να γυρεύουν αίμα και ροζ νύχτο-λούλουδα να ανθίζουν, κάτω από το φως του φεγγαριού. Με νότες βγαλμένες από τον ήχο ενός αναπτήρα, που πέφτει αναμμένος στο νερό. Κοίταξα το γυμνό μου κορμί.
-Μια χαρά κρατιέμαι για σχεδόν σαράντα. Χαμογέλασα και χάιδεψα τις ρώγες μου που δήλωσαν αμέσως παρών. Άνοιξα το ντους και το καυτό νερό έτρεξε πάνω μου, σαν ηφαίστειο από στάλες. Από μικρό κορίτσι, μου άρεσε να κρατάω τα μάτια κλειστά την ώρα που βρίσκομαι στο νερό. Σαν βαλσαμωμένη σαύρα που ποζάρει σε προθήκη μουσείου, για ματάκηδες επιστήμονες.
Νιώθω διχασμένη. Η δουλειά στο Υπουργείο μου προκαλεί πια αμηχανία. Νιώθω σαν μπάτσος και διαρρήκτης μαζί. Ένα σώμα που ενώ προστατεύει ένα αγαθό, με το που νυχτώσει φορώντας καλσόν στο κεφάλι το κλέβει και το σπάει στα σκαλοπάτια σε τετρακόσια μικρά κομμάτια. Κλείνω τα μάτια και ακούω το ρούτερ να με αποσυνδέει από την κεντρική μονάδα. Για 17 λεπτά θα μείνω ελεύθερη. Έκλεισα γρήγορα το νερό και έτρεξα γυμνή στο παράθυρο του σαλονιού. Αφήνω σημάδια από νερό στο μαρμάρινο πάτωμα, σαν πληγωμένο θήραμα που προσπαθεί να απομακρυνθεί από τον θηρευτή του. Ακούμπησα με τα χέρια το τζάμι και σκέφτηκα 17 λεπτά. Άνοιξα το δεύτερο συρτάρι του γραφείου μου και έβγαλα ένα πακέτο τσιγάρα. Τράβηξα ένα και το άναψα με μια μανία. Κάθισα βρεγμένη και γυμνή στον καναπέ. Κοίταξα απέναντι την μεγάλη αφίσα που είχα δημιουργήσει με έναν μονάχα αριθμό, πάνω από κάποιο αλπικό τοπίο. 1020. Γύρισα το βλέμμα μου στο απέναντι παράθυρο. Υπάρχει ένας όμορφος άντρας γύρω στα 45. Μοιάζει σχεδόν συνομήλικος μου. Όλη την ημέρα πληκτρολογεί στον υπολογιστή του. Έχω παρατηρήσει πως στα 17 λεπτά του, διαβάζει βιβλία. Γυμνός και αυτός. Όταν είμαι εκτός σύνδεσης, με διεγείρει. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα και έκλεισα το φως. Με κοίταξε και μου έκανε νόημα με τα φρύδια.
-Με λένε Λίζα...!!! Φώναξα.
-Εμένα Φίλιππο...!! Μπες μέσα γιατί θα κρυώσεις.. Είμαι εντός σύνδεσης, οπότε καλύτερα να τα πούμε κάποια άλλη στιγμή.. Φώναξε χαμογελαστός.
Ακούμπησα στον τοίχο και κοίταξα την πόλη. Φώτα διάσπαρτα. 1011 φωτεινά παράθυρα. Τα μέτρησα δύο φορές. Τα σκοτεινά είναι αμέτρητα. Άναψα ένα ακόμη τσιγάρο.
-Λες να είναι μόνος του; Σκέφτηκα. Δεν έχω δει ποτέ γυναικεία παρουσία στο μπαλκόνι. Μπιπ.. Τσακ..Μπιπ.. Άκουσα το ρούτερ να με συνδέει ξανά, στην κεντρική μονάδα επίβλεψης του Υπουργείου Ηλεκτρονικής Υγείας. Άφησα το τσιγάρο να πέσει απαλά, στην γλάστρα με τον πορτοκαλί ιβίσκο και τράβηξα γρήγορα την κουρτίνα...
Σάββατο. 01/10/2049. Άλλο ένα ζεστό φθινόπωρο ρίχνει τις ακτίνες του πάνω στις περσίδες του παραθύρου μου. Το ενσωματωμένο ηλεκτρονικό ρολόι στον τοίχο, δείχνει 08:50. Το μαξιλάρι μου είναι ιδρωμένο. Δεν ξέρω από πότε έχω να ξυπνήσω αργά. Κάθε πρωί περιμένω τις δυο τελευταίες μέρες της εβδομάδες με την ευχή να κοιμηθώ μέχρι το μεσημέρι, μα πάντα ξυπνώ στις 08:50. Κάτι τελειώνει μέσα στο υποσυνείδητο μου εκείνη την ώρα. Κάποιο όνειρο λήγει σαν μαθηματική ακολουθία. Κάποιο εσωτερικό ρολόι στον εγκέφαλο μου, χτυπά ίσως συναγερμό. Από τότε που έκανα εκείνη την επέμβαση στο μικροτσίπ που έχω πίσω χαμηλά στο κεφάλι μου, νιώθω κάποια πρωινά, κάπως περίεργα. Βέβαια όλοι την έχουν κάνει αυτήν την επέμβαση. Μπορούμε πια να δουλεύουμε από το σπίτι. Μπορούμε να συνδεόμαστε με τον υπολογιστή, χωρίς να τον ακουμπήσουμε. Το Υπουργείο Ηλεκτρονικής Υγείας, αποφάνθηκε πως είναι απολύτως ακίνδυνη και επιβεβλημένη. Κάπου διάβασα, πως σε λίγα χρόνια η επέμβαση αυτή θα γίνεται αυτοδίκαια και στα βρέφη με το που γεννιούνται. Έτσι θα εξαλείψουν και αυτό το κενό που αισθανόμαστε μεταξύ προ-υπολογιστικής και μετά-υπολογιστικής εποχής. Παλιά λέγαμε εφηβεία, ενηλικίωση και ούτω καθεξής. Τώρα προ εγκατάστασης εξωτερικής μονάδας επεξεργασίας και μετά. Οι άνθρωποι κάνουν λάθη. Οι υπολογιστές όχι. Έτσι καταργήσαμε τους ανθρώπους από την νομή της εξουσίας. Αντί για Υπουργό Υγείας, εγκαταστήσαμε ένα υπολογιστικό σύστημα Matrix στο κτήριο του Υπουργείου και εκείνο μας ενημερώνει με εσωτερικά emails για όσα είναι σωστά για μας. Ο εγκέφαλος μας ενημερώνεται αυτόματα και προβάλει στα μάτια μας με την μορφή μικρών παραθύρων, την κάθε νέα έκδοση σωστής συμπεριφοράς ή ενεργειών.
Κάποιοι εκ των ανθρώπων έχουν συναισθήματα και κάποιοι όχι. Οι υπολογιστές δεν έχουν. Άρα δεν πέρασαν μέσα στον κώδικα των εντολών συναισθηματικές οδηγίες. Αποφάσισαν να τις καταργήσουν αφού έκριναν μετά από αρκετές πράξεις κβαντικών μικρο-μαθηματικών, πως δημιουργούν σύγχυση σε όσους διαθέτουν ακόμη συναισθήματα. Για να μην επέλθει γενικό μπλακ άουτ στο Κεντρικό Σύστημα Νευρώνων, επέτρεψαν την συναισθηματική λειτουργία για μόλις 17 λεπτά την ημέρα. Σαν να αγαπάς και να φοβάσαι για 17 λεπτά της ημέρας. Σαν να λατρεύεις και να θυμάσαι για 17 λεπτά της ημέρας. Η αγάπη κρατά 17 λεπτά. Η μνήμη για όσους έφυγαν ψηλά στον ουρανό 17 λεπτά. 17 λεπτά η ζωή μας. 17 λεπτά και μετά kilobyte. Router, σύνδεση στο ίντερνετ και επιστροφή στην κανονικότητα. Χίλια είκοσι δευτερόλεπτα συναισθηματικής φόρτισης και μετά κενό. Χίλια είκοσι δευτερόλεπτα ουσιαστικής ζωής και μετά το εσωτερικό ρομπότ, απλά σου τραβάει την πρίζα που έλεγαν και οι άνθρωποι παλιά γύρω στο 2016. Βρήκα κάποιο παλιό βιβλίο πέρυσι μέσα σε μια ντουλάπα. Στάθηκα τυχερός γιατί βρισκόμουν μέσα σ'αυτά τα 17 λεπτά όταν άρχιζα να το ξεφυλλίζω. Ρούφηξα γαλάζιους ουρανούς, αστέρια, ηλιοβασιλέματα, χάδια, αναπνοές στο σκοτάδι, ένα τσιγάρο στα δύο, καρδιοχτύπια. Έτρεχα τις σελίδες για να προλάβω να καταγράψω όσα περισσότερα μπορούσα. Έγραφα στον εσωτερικό σκληρό μου δίσκο τα πάντα. 22 σελίδες σε 17 λεπτά. 1124 kilobytes.
Χθες το βράδυ, είδα στον ύπνο μου μπαλόνια. Είχαν διάφορες μορφές και σχήματα. Κάποια είχαν μορφές ζώων και κάποια άλλα, είχαν μέσα παγωμένες σκηνές από καλοκαίρια, σαν φούσκες που παγιδεύτηκαν στην κατάψυξη και έμειναν ζεστές ριπές από σερπαντίνα, σε ένα παγωμένο καρναβάλι της Ανταρκτικής. Τράγοι, άγριοι ελέφαντες, ακρωτηριασμένες ζέβρες και πορτοκαλί πεταλούδες. Εναλλάσσονταν και δάγκωναν το ένα το άλλο. Διατηρούσαν μια τροχιακή δυναμική, μα κάπου κάπου, έμοιαζαν σαν μια παράλληλη εξίσωση που έπρεπε να λύσω, μέσα στον ύπνο μου. Ανοιγόκλειναν τα στόματα τους και έκαναν περίεργους θορύβους. Μεγάλωνε όλο και πιο πολύ το σχήμα τους. Κάπου κάπου γάβγιζαν. Πότε ένας τράγος χωρίς λαιμό κρυβόταν πίσω από ένα παλιό καφέ παγκάκι, πότε ένας άγριος ελέφαντας με σπασμένους χαυλιόδοντες χάιδευε με την μουσούδα του ένα πολύχρωμο μπαλάκι που προσπαθούσε να κλέψει μέσα από μια μικρή πράσινη λίμνη με χελώνες. Μια ζέβρα είχε ένα πόδι λιγότερο. Μέτα δυσκολίας στεκόταν όρθια, μα συνέχεια κυνηγούσε μια μικρή κόκκινη σφυρίχτρα που κάποιος είχε δέσει πάνω σε μια ασημί τσουλήθρα. Το πιο άγριο πλάσμα από όλα ήταν εκείνη η αφηνιασμένη πεταλούδα τίγρης. Όλο και μεγάλωνε μέχρι που ξαφνικά, έβγαζε ένα σφυριχτό ήχο και πέθαινε στον αέρα. Με το που έπεφτε στο έδαφος, ξαναγινόταν κάμπια και κιτρίνιζε. Φούσκωνε και αποκτούσε φτερά. Κυλιόταν δίπλα μου στο κομοδίνο. Το ένα της φτερό ήταν καμένο από την επαφή με την πρίζα. Τιγρέ φτερά, σαν ξαναμμένη εξηντάρα που παραφυλάει πίσω από την κουρτίνα με ένα κοντό νυχτικό, να δει να επιστρέφει ο έφηβος που μένει απέναντι. Τον γδύνει με τα μάτια της. Γρυλίζει πίσω από τις μπορντό κουρτίνες, μα σιωπά. Χαμογελούσε και με ακουμπούσε στο μπράτσο η πεταλούδα, όσο χρειαζόταν για να τρομάξω. Γρύλιζε και μου έδειχνε το καμένο της φτερό. Σαν εγκλωβισμένη ζωή πίσω από ντουλάπι με κατσαρίδες. Σαν ξεχασμένο πιάτο με γλυκά, που ακούει τα βήματα τους να πλησιάζουν. Μικρά και μεγάλα μπαλόνια. Έσκαγαν χωρίς άμεσο κρότο. Σαν καταιγίδα που ερχόταν από μακριά. Ενέργεια και ποδοβολητά. Πορτοκαλί, καφέ, πράσινο και τιγρέ. Σαν το καρναβάλι των χαμένων.
Η αποτρελάθηκα ή μεγαλώνοντας αρχίζω να καταλαβαίνω όλο και πιο έντονα τις φυσικές διαστάσεις που ζούμε κάθε μέρα στο μικρό μας τσίρκο. Οριοθετημένα μέσα στον αστικό ιστό. Το πολύ μέχρι 120 τετραγωνικά μέτρα. Έχουν κάτι από Κολοσαίο. Θυσίες, ιαχές, συγκεντρωμένη οργή και μετά σιωπή. Όλοι κρύβουμε μέσα μας άγρια θηρία. Τα μαντρώνουμε και τα αφήνουμε κλεισμένα μέσα, όταν κλείνουμε την εξωτερική πόρτα του σπιτιού μας. Αυτά δεν ξεχνούν όμως. Πληγωμένα θηρία γυρίζουν από το σαλόνι μέχρι την κουζίνα. Μόνα, νηστικά. Τρίβονται πάνω στους τοίχους και σκουραίνουν σαν τα μαύρα αγάλματα στην Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Ψηλώνουν και όταν επιστρέφουμε πια πίσω, μαρμαρώνουν στις αθέατες γωνιές. Περιμένουν να ξαπλώσουμε και ύστερα, ένα ένα βγαίνουν στους δρόμους. Αχνοφαίνονται σαν αυτοκίνητα με αναμμένα αλάρμ σε ομίχλη. Γυρίζουν στις πλατείες και τα σοκάκια. Σαν το καρναβάλι των χαμένων. Γυρίζουν στους δρόμους και δεν μιλούν. Απλά μυρίζουν το ένα το άλλο. Περιφέρονται. Εκατομμύρια μικρά τσίρκο, ξαμολούν κάθε βράδυ άγρια θηρία στην κοινωνική αρένα. Στα γεμάτα μελαγχολία δελτία ειδήσεων, στα μοναχικά μπαρ, στις άδειες κούνιες, στα διανυκτερεύοντα φαρμακεία. Φώτα νέον. Άγρια θηρία. Με πολύχρωμους φωτισμούς. Τράγοι, άγριοι ελέφαντες, ζέβρες και άγριες πεταλούδες. Οδηγούν πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα, καταναλώνουν κρυφά ηρεμιστικά χάπια, αναπαράγονται σε γιαπιά στα όρθια σαν σαγηνευμένες σφήκες. Ένα καρναβάλι από χαμένα θέλω περιφέρεται χωρίς βοή. Σαν καταιγίδα που πλησιάζει.
Το μόνο αντίδοτο είναι η αγάπη. Η μόνη γιατρειά. Μα τα αποθέματα πια είναι λιγοστά και οι άνθρωποι σπάνε τις προθήκες με μανία, για να βρουν έστω και ένα άδειο κουτί. Σκοτώστε το θηρίο που κρύβετε μέσα σας με αγάπη. Οι καταιγίδες είναι πολλές και επαναλαμβανόμενες και οι κρυψώνες λίγες. Το θηρίο μέσα μας χωρίς αγάπη, θα θεριέψει. Σαν το Καρναβάλι των χαμένων, σε άλλη μια περίεργη νύχτα.