Ο κόσμος είναι μια δίνη. Μια τεράστια δίνη. Μια γαλαξιακή εξίσωση που σε όλα τα εργαστηριακά περιβάλλοντα, παράγει ένα μικρό μηδέν, σε μια οθόνη, που φωτίζει σκοτεινές αίθουσες. Κάθε απόγευμα, εύχομαι να μην νυχτώσει. Υποθέτω πάντα πως σήμερα, θα είναι διαφορετικά. Υποθέτω πως είμαι καλά. Υποθέτω πως σταμάτησαν ψυχές, να πνίγονται για μερικές χιλιάδες δολάρια, πολύ κοντά από εκεί που κάνω μπάνιο το καλοκαίρι. Πτώματα επιπλέοντα, σαν τη φαινομενική μας αναψυχή. Αλλά ξέχασα. Όσοι χαθούν στα παγωμένα νερά, με κραυγές τρόμου δεν μετρούν, στην δική μας αξιακή στατιστική. Είναι ψυχές, που δεν υπήρξαν ψυχές. Υποθέτω πως παιδιά, δεν ζητιανεύουν στα φανάρια, πεινασμένα και γεμάτα τρόμο, για το τι θα γίνει αν η είσπραξη δεν είναι καλή το βράδυ, από τους προστάτες γονείς. Δεν έχουν παπούτσια, δεν δικαιούνται αγκαλιάς. Δεν δακρύζουν, όταν τα χτυπούν. Δεν ουρλιάζουν πνιχτά "γιατί" στο σκοτάδι. Αλλά ξέχασα. Ανήκουν σε άλλες φυλές. Είναι παιδιά, που γεννήθηκαν υπηρετώντας σκληρά, όσους όλοι εμείς, στείλαμε στο περιθώριο. Μπορούν και κάνουν, όσα σιχαμερά, κάνουμε εμείς, σε οτιδήποτε διαφορετικό. Ναι όλα είναι μια δίνη. Κρυφτό, χωρίς καταφύγιο. Χωρίς μέτρημα. Μόνο κυνηγητό.
Λίγο, λίγο όλοι μοιάζουμε σε εκείνο το τέρας που φοβόμασταν από παιδιά και κρυβόμαστε, κάτω από το σεντόνι. Ιδρωμένοι, περιμέναμε να σταματήσει να στέκεται κάτω από το κρεββάτι ή πίσω από την πόρτα. Οι χτύποι από το ρολόι του τοίχου, μετρούσαν αργά, σε εκείνο το κρυφτό που παίζαμε με τα αποκυήματα της φαντασίας μας. Τίποτε δεν υπήρξε ποτέ. Μάλλον μια κατάθεση προκαταβολικών τύψεων για όσα θα κάναμε ήταν. Αν δεν φοβήθηκες ποτέ, πιστεύοντας πως κάτι υπήρχε στο σκοτάδι μέσα στο δωμάτιο ή δεν αισθάνεσαι συμμέτοχος, σε όλα όσα γίνονται γύρω μας και δεν μιλάμε, τότε μην συνεχίσεις το διάβασμα. Ξαναγύρνα στην τηλεόραση και συνέχισε να καταριέσαι, ότι βλέπεις να παρελαύνει μπροστά από το θέατρο της αποχαύνωσης. Υποθέτω πως όλοι, θα θελήσουν να φτάσουν ως το τέλος. Ξέρεις. Δεν μας βλέπει κανένας. Ξέρω. Δεν πιστεύεις, πως φταις και τόσο πολύ. Υποθέτω πως δεν έχεις ενοχές. Υποθέτω πως δεν έχεις ζωή. Υποθέτω πως δεν έχεις όνειρα που να σχετίζονται με πράγματα πέρα από τα ιδιοκτησιακά. Υποθέτεις πως ξέρεις. Πνίγεσαι και δεν το ξέρεις.
Φιμωμένοι ποιητές, πολιτικοποιημένοι ακαδημαϊκοί, νεόπλουτοι επαναστάτες, φασίζοντες κουλτουριάρηδες, φοβισμένοι οικογενειάρχες, μετανοούντες εργένηδες, καταπιεσμένοι εργαζόμενοι, άνετοι άνεργοι και όλο και η δίνη μεγαλώνει. Μας στροβιλίζει, σαν τοπικός τυφώνας, που παρουσιάζει επεκτατικές τάσεις. Μοιάζει με την ανθρώπινη φύση. Σκληρή, έτοιμη να καταπιεί τα πάντα στο διάβα της. Μόνο η αγάπη μπορεί. Μόνο εκείνη μπορεί να ανακόψει, αυτό τον χείμαρρο που κατακλύζει μέρα με τη μέρα, τις ψυχές μας. Υποθέτω πως το πρωί θα ξημερώσει, όπως και εχθές μα ελπίζω. Υποθέτω πως ίσως και κάτι να αλλάξει. Ονειρεύομαι και ελπίζω. Σαν πολλά μονόπρακτα, που θα στήσουν την παράσταση της ζωής μας. Αγάπη. Ξέρω. Ακόμη και εκείνη, υποθέτει πως την ξέχασαν και θα μας ξεχάσει και αυτή.
Δεξιά και αριστερά οι πράσινες ταΐστρες, είναι γεμάτες σπόρους. Από πάνω είναι τα τσόφλια και από κάτω οι φρέσκοι σπόροι. Σαν την κοινωνία κ τους θεσμούς της. Από πάνω ότι φαίνεται και τροφοδοτεί τα λαίμαργα γύρω μάτια και από κάτω, ότι έχεις ανάγκη, θαμμένα σε μια ιδιότυπη χωματερή, από προτεραιότητες. Ένας στέρεος, εσωτερικός βόθρος. Πάνω αριστερά, μια κόκκινη ποτίστρα. Το νερό φτάνει μέχρι την μέση. Κάτω από την επιφάνεια που μπορεί οποιοσδήποτε φιλόζωος να δει, υπάρχει πράσινη μούχλα. Μόνο όταν χτυπάει ο ήλιος στο κλουβί, μεταξύ ενάτης πρωινής και πέμπτης απογευματινής, μπορεί κάποιος να διακρίνει, ότι φυτρώνει σιγά σιγά, μέσα στο νερό, μέσα στην κόκκινη θήκη. Κάθε φορά που ο ήλιος είναι απέναντι μου και ανοίγω τα φτερά μου μέσα στο κλουβί μου, μοιάζουν με δυο τεράστιες σκιές. Σαν τον ίσκιο, ενός πελώριου γερακιού. Ένα χαιρέκακο καναρίνι, που θρέφει τα όνειρα του, να γίνει ένα άγριο γεράκι, που θα αρπάξει το κλουβί του με τα νύχια και θα το αφήσει να πέσει, πάνω από την πολύβουη λεωφόρο.
Ο ήχος της πρόσκρουσης, θα τρομάξει τους νοικοκυραίους, που θα σταματήσουν για μια στιγμή να ποτίζουν τα λουλούδια τους, σε βεράντες που βρέχουν τους περαστικούς. Ένας υδραυλικός με μπλε ολόσωμη φόρμα και αεροπορικά καθρεφτέ γυαλιά ηλίου, θα σηκώσει το κλουβάκι, για να δει τι απέγινε το χαριτωμένο φουντωτό κίτρινο καναρινάκι. Το νερό χύθηκε στην άσφαλτο, που γέμισε από σπόρους και κουτσουλιές, από το κόκκινο μικρό κλουβί με το πράσινο διάφανο "βρακί", για να μην πέφτουν τα τσόφλια στην βεράντα. Θα υποδυθώ τον τρόμο. Θα κερδίσω την συμπάθεια. Έχω εκπαιδευτεί καλά, από παιδί. Στο σχολείο, στο σπίτι, στον στρατό. Θα καμωθώ το τρομαγμένο θύμα, που ανοιγοκλείνει στεναχωρημένο τα σκοτεινά, μικρά μάτια του. Θα φουντώσω τα κίτρινα, άσπρα φτερά μου και όταν ο φορομπήχτης σωτήρας μου, με βγάλει από το κλουβί μου για να εισπράξει τα χειροκροτήματα νεαρών κοριτσιών, θα κλείσω τα νύχια μου στην σκληρή παλάμη του και θα τον τσιμπήσω με μανία.
Η απόδραση είναι γεγονός. Ήμουν ένα εκπαιδευμένο καναρίνι που γελούσε χαιρέκακα στο κλουβί του. Με αρρώστησε αρκετά το πράσινο νερό, για να ονειρεύομαι την άγρια ελευθερία. Σκοτεινές νύχτες, κάτω από καμπαναριά και ζεστές μέρες, πίσω από παγκάκια που συνταξιούχοι, τρώνε ανέμελα τους ηλιόσπορους τους. Μελέτησα αρκετά το μποζόνιο του Χιγκς. Ο σπόρος του θυμού, μεγάλωνε μέσα μου και ακόνιζα το ράμφος μου με μανία στα κόκκινα μικρά κάγκελα, τυλιγμένος μέσα σε μια πουπουλένια μπάλλα, που μετέτρεπα το σώμα μου. Άνοιξα τα μάτια μου και οι ένοικοι του διαμερίσματος, που φιλοξενούν το κλουβί μου θα διαπιστώσουν πως είναι άδειο. Ανάσα. Ανακούφιση. Ένα ακόμη ταξίδι ξεκινάει, μέσα σε ένα συννεφιασμένο απογευματινό ουρανό.