Απόστρεψον το πρόσωπον σου, από με. Κοίτα με ξανά στα μάτια. "Γιατί;", "φεύγω", "δεν", ψιθύρισες. "Για που το έβαλες;" σε ρώτησα και η έξοδος σου, σήκωσε χιόνι. Έμεινα εδώ να κοιτώ, την χιονοστιβάδα να χάσκει πάνω από το κενό. "Έφυγες;" φώναξα. "Έφυγες.." ψιθύρισα.. Στιγμιαίες εκρήξεις, έλαμπαν μέσα στα μάτια σου, σαν ένιωθα την σκιά σου πίσω μου. "Μίλα μου". "Τι να σου πω;". Αυτό-ψυχανάλυση χωρίς καναπέ. "Ακριβώς αυτό το κενό". "Συνήθισα τον μονόλογο". "Και;" "Με μπερδεύει ο διάλογος", αποκρίθηκες. "Αυτό το τανγκό των δύο, είναι μια απάτη αν δεν ξέρουν και οι δυο τα βήματα". "Δυο φωνές κρύβεις μέσα σου". "Κατάλαβες;", "Όχι", ψιθύρισα.
"Χμ....". Σαν μπουκωμένη εξάτμιση ακούστηκες. "Δεν υπάρχει σωτηρία. Πως αντιμετωπίζεις τον παραλογισμό χωρίς αλκοόλ; Δεν γίνεται.. Πως να μην φωνάξεις, όταν όλα μέσα σου σε πνίγουν; Ένας ορός, που μεταγγίζει το δηλητήριο του τίποτα.. Σαν να είσαι δεμένος χειροπόδαρα και προσπαθείς με μόνο όπλο τη φωνή σου, να λύσεις όσα σε φιμώνουν ".."Τι;" "Τι σημασία έχει να μείνω εδώ;" και έκλεισες σαν μέγγενη με τα δύο σου χέρια, το σαγόνι. "Είμαστε χαμένοι από χέρι". "Θα προσπαθήσω λοιπόν να μην φωνάζω. Έτσι και αλλιώς δεν θα ακουστώ. Σαν κρότος, σαν έκρηξη μέσα σε βαρέλι".
Ότι με πονάει, είναι ένα μεγαλοπρεπές ηφαίστειο, που με καίει υπόγεια. Κυλάει και κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα. Απλά κυλάει και πολλαπλασιάζει τη στάχτη. Κάπως έτσι περιμένω και τις γιορτές. Πλαστικά, γυάλινα Χριστούγεννα. Εύπλαστα, ψεύτικα. Σαν τον Άγιο Βασίλη που κόλλησε σε κάποια καμινάδα και δεν τον ξαναείδε, ποτέ κανείς. Ένα κόκκινο ψέμα, ντυμένο με λαμπάκια. Ο μονόλογος, χύθηκε πάνω μου, σαν μαλλί της Γριάς, αναμεμιγμένο με νερό. "Οι δυσκολίες σου αρέσουν;" ρώτησα. "Όχι" ψέλλισες. "Τότε;". "Οι ράγες, δεν στρώθηκαν ποτέ μέχρι τον δικό μου σταθμό". Η ζωή είναι ένα καλαμπούρι και όλα τα άλλα, είναι απλά προπαγάνδα. Ακόμη θυμάμαι όταν διάβασα, εκείνη την σελίδα.
Το σκοτάδι, διακόπτεται από τα λαμπάκια πάνω στο πράσινο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ανοίγω τα μάτια και κοιτώ, στον παγωμένο δρόμο. "Βγήκες μόνος σου, αντίθετα φίλε.." ψιθύρισες.
Μια βρύση, άνοιξε κάπου σε κάποιο μακρινό μπαλκόνι. Ένας στεγνός τόπος, που τρέμει τη δροσιά, σκέφτηκα. Στολίστηκες με δάφνες και μου διηγήθηκες μια ιστορία. Μία από αυτές, που ποτέ δεν καταλάβαινα τίποτα. Με τζόγο, μπάλα και αιδοία. "Καλοτάξιδος φίλε..", γέλασες, μέσα από το τσιγάρο σου. Αντικρυστά ο Τιτανικός, σε δένει με όλα όσα, θέλεις να αποφύγεις. "Αυτό-παγίδευση" ψιθύρισες. Σταμάτησες να μιλάς. Σε κοίταξα και δεν σε ρώτησα. Ο μονόλογος, σου ταίριαζε.
Κάθε φορά που βρέχει, νιώθω πως ανασταίνομαι. Υπερχειλίζει ο βούρκος μέσα μου και γεμίζω από ζωή. Ζηλεύω τα σοκάκια και τους υπονόμους. Νιώθω την υγρασία της σιωπής να με ξανακαλεί και εγώ αφήνομαι, στην στοργή της. Βράζει το αίμα μου από ουσίες και αλκοόλ και παράγεται ένα περίεργο κοκτέιλ. Κάτι μεταξύ τρέλας και αδυσώπητου νέκταρ από διάφανη ιερά κολυμπήθρα. Μόνο το τσιγάρο το κάνει πιο γκρι, για να μοιάζει με τα χρώματα της πόλης σας. Μιας πόλης που φτιάχτηκε για να κρύψει την γύμνια. Όχι για να στεγάσει, όχι για να προστατεύσει, αλλά για να κρύψει όλα σας τα φροϋδικά μυστικά. Μια κυψέλη που αντί για μέλισσες, έχει δαιμονισμένα μυστικά και πόθους, που λόγω εγκλεισμού, έχουν αρχίσει να τσιμπούν το ένα το άλλο και παράγουν τερατογέννηση.
Κοίτα γύρω σου.. Μπερδεμένα πρόσωπα, γεμάτα οργή και θλίψη. Περιφέρονται έτοιμα να συμμετάσχουν, στην γιορτή της θλίψης που στήθηκε παντού. Ξυρισμένοι νέοι, μισούν όσους έχουν μαλλιά. Παιδιά με μακριά μαλλιά, μισούν τους πάντες. Ένα κράτος βουκολικό με παιδιά με απωθημένα, που φορούν στολές. Όλοι είναι ίδιοι μεταξύ τους. Όλοι λατρεύουν να μισούν, ότι τυχαία δεν είναι. Μουσικοί που σώπασαν να παίζουν και μιλούν περισπούδαστα. Παιδιά που καιρό έπαιζαν μεταξύ τους, πόλεμο με τους μπάτσους πίσω από τις πισίνες τους, βγήκαν στον δρόμο και αυτό το παιχνίδι, το ονομάσαμε τρομοκρατία και μετατραπήκαμε όλοι σε Πόντιους Πιλάτους. Πολιτικοί που φέρονται , σαν παιδιά του σωλήνα και παίζουν το νύχτωσε στο Παλέρμο.
Σταμάτησε η βροχή. Βγήκε ο ήλιος και εγώ παραμένω βρεγμένος. Βλέπω παιδιά να κολυμπούν σαν ψάρια και ξοπίσω τους γονείς, να τα κυνηγούν με μια τεράστια απόχη, να τα κλείσουν σε υγρά φέρετρα. Σε πλοία σαν το Σάμινα. Σαν το Costa Concordia. Που στέλνουν παλλόμενα σήματα πανικού μέσα στον ωκεανό, μα κανείς δεν ακούει τίποτα. Η μουσική είναι πολύ δυνατά και κανείς δεν ακούει τίποτα. Το κοκτέιλ φουσκώνει μέσα μου. Η καρδιά μου, πνίγεται κάθε φορά που ξεχνάω ανοιχτά τα μάτια μου. Μια κοπέλα προχθές μου είπε πως γράφω ανοησίες. Την άκουσα, μάλλον από την τηλεόραση. Ίσως η αλήθεια να κρύβεται, πνιγμένη κάπου εκεί στη μέση. Ίσως να ξέχασα ανοιχτά τα μάτια μου και να πνίγηκα, από την συνεχή τηλεθέαση. Ίσως να βάλτωσα και από τα πολλά like, που έγιναν ένας τρόπος να βαράς παλαμάκια, με κομμένες παλάμες.