12/02/14
Πριν το ξημέρωμα
Κάθε τι που θέλησα, ήταν σαν ένα τεράστιο ψάρι, μέσα σε μια πολύ μικρή γυάλα. Διάφανη, με πολύχρωμα πετράδια και λίγη άμμο. Μπορούσα να το πιάσω ακόμη κ με το χέρι αν το ήθελα. Μα το άφηνα να γυρνά γύρω γύρω κ να με κοιτάζει. Γύριζε αργά, σχεδόν επιδεικτικά και εγώ υποκρινόμουν πως δεν το έβλεπα. Παρέδιδα το ρόλο του ισχυρού σε ένα υδάτινο πλάσμα, που μέσα από τη διάθλαση του γυαλιού, ο εγωισμός του μεγάλωνε. Ενισχυόταν κάθε φορά που περνούσα μπροστά του κ το βλέμμα μου κοιτούσε αλλού σαν να ψάχνει τυχαία κάτι. Είναι σαν τα βλέμματα που συναντώ στο φανάρι, στα παράθυρα , μέσα από γυαλιά του ηλίου που κρύβουν θάλασσες ματαιοδοξίας. Το ψάρι κάθε μέρα και μεγάλωνε σαν τα θέλω μου.
Την ημέρα μαζευόταν και το βράδυ γυρνούσε, σαν να το κυνηγούσαν μπάλες με καρφιά. Με συνεχείς κινήσεις κ ποτέ σε μια ευθεία γραμμή . Έλαμπε στο σκοτάδι σαν να είχε βαφτιστεί μέσα στο βόρειο σέλας και θάμπωνε στο φως του ήλιου. Πριν το ξημέρωμα σαν προϊόν παρθενογέννησης, να μεταλλάσσεται σε κάτι απόκοσμο μα με τα πιο ζωντανά μάτια στον κόσμο. Πάλευε η ομορφιά με την νύχτα κ φάνταζε με γκρι σύννεφο που καθρεφτιζόταν πάνω σε πολύχρωμα πετράδια. Σαν λασπωμένο ουράνιο Τόξο.
Κάποιες φορές το άρπαξα δυνατά και αφού το κοίταξα, το ξανάριξα μέσα στη γυάλα και αυτό θυμωμένο να με κοιτά. Οι δυο μας, ριγμένοι μέσα σε μια τεράστια γυάλα γεμάτη αντι για νερό, με σιωπή. Καθαρή σιωπή, μα με μάτια που γυαλίζουν κοραλλένιο φως. Μάχη για το ποιος είναι πιο δυνατός. Η άμμος στον πάτο, προσπαθούσε να αποτυπώσει την κίνηση του πιο δυνατού μα η κάθε τελευταία κίνηση έσβησε την αμέσως προηγούμενη. Σαν μνήμη, εγκλωβισμένη σε μια γραμμή από τέσσερις διαδοχικές παύλες.
Το ψάρι αυτό κάποια στιγμή ψόφησε κ η γυάλα έμεινε κενή κ εγώ έμεινα να το κοιτώ. Αναρωτιόμουν γιατί το είχα, αφού ήθελα να το εξαφανίσω. Αμέσως ένα καινούργιο έπαιρνε τη θέση του παλιού και τα θέλω μου έπαιρναν μορφή. Το κυνήγι των θέλω, είναι σαν αναπνοή μέσα στο νερό κ έτσι πάντα πριν το ξημέρωμα
σε κοιτώ.
Πριν το ξημέρωμα
Κάθε τι που θέλησα, ήταν σαν ένα τεράστιο ψάρι, μέσα σε μια πολύ μικρή γυάλα. Διάφανη, με πολύχρωμα πετράδια και λίγη άμμο. Μπορούσα να το πιάσω ακόμη κ με το χέρι αν το ήθελα. Μα το άφηνα να γυρνά γύρω γύρω κ να με κοιτάζει. Γύριζε αργά, σχεδόν επιδεικτικά και εγώ υποκρινόμουν πως δεν το έβλεπα. Παρέδιδα το ρόλο του ισχυρού σε ένα υδάτινο πλάσμα, που μέσα από τη διάθλαση του γυαλιού, ο εγωισμός του μεγάλωνε. Ενισχυόταν κάθε φορά που περνούσα μπροστά του κ το βλέμμα μου κοιτούσε αλλού σαν να ψάχνει τυχαία κάτι. Είναι σαν τα βλέμματα που συναντώ στο φανάρι, στα παράθυρα , μέσα από γυαλιά του ηλίου που κρύβουν θάλασσες ματαιοδοξίας. Το ψάρι κάθε μέρα και μεγάλωνε σαν τα θέλω μου.
Την ημέρα μαζευόταν και το βράδυ γυρνούσε, σαν να το κυνηγούσαν μπάλες με καρφιά. Με συνεχείς κινήσεις κ ποτέ σε μια ευθεία γραμμή . Έλαμπε στο σκοτάδι σαν να είχε βαφτιστεί μέσα στο βόρειο σέλας και θάμπωνε στο φως του ήλιου. Πριν το ξημέρωμα σαν προϊόν παρθενογέννησης, να μεταλλάσσεται σε κάτι απόκοσμο μα με τα πιο ζωντανά μάτια στον κόσμο. Πάλευε η ομορφιά με την νύχτα κ φάνταζε με γκρι σύννεφο που καθρεφτιζόταν πάνω σε πολύχρωμα πετράδια. Σαν λασπωμένο ουράνιο Τόξο.
Κάποιες φορές το άρπαξα δυνατά και αφού το κοίταξα, το ξανάριξα μέσα στη γυάλα και αυτό θυμωμένο να με κοιτά. Οι δυο μας, ριγμένοι μέσα σε μια τεράστια γυάλα γεμάτη αντι για νερό, με σιωπή. Καθαρή σιωπή, μα με μάτια που γυαλίζουν κοραλλένιο φως. Μάχη για το ποιος είναι πιο δυνατός. Η άμμος στον πάτο, προσπαθούσε να αποτυπώσει την κίνηση του πιο δυνατού μα η κάθε τελευταία κίνηση έσβησε την αμέσως προηγούμενη. Σαν μνήμη, εγκλωβισμένη σε μια γραμμή από τέσσερις διαδοχικές παύλες.
Το ψάρι αυτό κάποια στιγμή ψόφησε κ η γυάλα έμεινε κενή κ εγώ έμεινα να το κοιτώ. Αναρωτιόμουν γιατί το είχα, αφού ήθελα να το εξαφανίσω. Αμέσως ένα καινούργιο έπαιρνε τη θέση του παλιού και τα θέλω μου έπαιρναν μορφή. Το κυνήγι των θέλω, είναι σαν αναπνοή μέσα στο νερό κ έτσι πάντα πριν το ξημέρωμα
σε κοιτώ.