- Οι αγάπες που δεν πρόλαβαν να εκδηλωθούν όταν περάσουν τα χρόνια, πεθαίνουν;
- Όχι καλέ μου.. Πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Μετατρέπονται σε μικρά κρίνα και παγώνουν. Αδρανούν τα κύτταρα τους και περιμένουν να τα καλέσει στη ζωή, η συναισθηματική Άνοιξη.
- Κάθε πότε έρχεται αυτή η Άνοιξη;
- Μία φορά στην ζωή του καθένα μας. Ίσως ένα μήνυμα, ίσως ένα σήμα, κάποιο ανύποπτο απόγευμα. Να την καρτεράς αυτή την στιγμή. Μην της κρυφτείς. Νιώσε τον ήλιο να σε γιγαντώνει.Νιώσε τις ρίζες σου να χώνονται βαθιά στο χώμα. Τα φύλλα σου μεγαλώνουν. Φουντώνει μέσα σου, εκείνο το άρωμα που ερωτεύονται οι μέλισσες. Για σένα υπάρχει μόνο η Βασίλισσα και αφού ήρθε Εκείνη, άνοιξε διάπλατα τον πυρήνα σου, να δεχτείς το τσίμπημα της. Άφησε την να νιώσει την καρδιά σου να χτυπάει σαν ντοπαρισμένο ξυπνητήρι. Μην της κρυφτείς. Μην της αφήσεις καμιά πιθανότητα παρερμηνείας. Άφησε την να σε φέρει στην ζωή. Η χειμερία νάρκη, χάνεται μέσα στα βρεγμένα χώματα του φθινοπώρου.
- Και πως θα είμαι σίγουρος;
- Θα την κοιτάξεις μέσα στα μάτια. Θα ρουφήξεις τις λέξεις της. Ο χρόνος δεν θα έχει πια σημασία. Θα είναι η δική σου αλήθεια πια. Κάτι που δεν θα αφορά ουσιαστικά κανέναν, ούτε καν εκείνη. Το χιόνι και η παγωνιά που αισθανόσουν στο χώμα για 27 χειμώνες δεν θα σε αφήσουν να ξεχάσεις.
- Να της μιλήσω δηλαδή; Να μην σκεφτώ πως θα την προσεγγίσω;
- Εκείνη ξέρει. Θα έρθει όταν πρέπει και θα σε αφήσει να επιτεθείς.
Κάθε άνθρωπος, αποτελείται από σάρκα και μαγεία. Κάποιοι, καλύπτονται από ένα πέπλο αστρόσκονης. Εκείνη έχει φως και οι άνθρωποι έτσι, δεν βλέπουν πόσο πολύ χώνεται στις σκιές της. Πόσο εσωτερικό χρόνο διαθέτει στο να περπατά μόνη, στις πετρώδεις ερημιές του Ταίναρου. Περπατάει στην άκρη του γκρεμού. Χάνεται στην εκκωφαντική ηχώ της σιωπής. Ξέρει πως είναι αερικό. Ένα πανέμορφο αερικό. Ένα πλάσμα, φερμένο από τους μακρινούς βυζαντινούς χρόνους. Δεν παράγει ήχους γιατί είναι μια αέρινη μάζα που μετακινείται από οικισμό σε οικισμό και από πέτρα σε πέτρα, ήρεμα και μαγικά. Στέκεται στη άκρη ενός καφέ πυργόσπιτου, δεξιά από τα Μουντανίστικα. Χαμογελάει σαν γοητεύεται από την πάλη με τις σκιές. Ξεχύνεται σαν ανεμοστρόβιλος σε άλλους άγνωστους προορισμούς και επιστρέφει, έχοντας κερδίσει την γαλήνη. Το μόνο στοιχείο που την προδίδει τα πρωινά, μετά την επιστροφή της από το Ταίναρο, είναι τα υπέροχα μεγάλα της μάτια. Μαύρο φόρεμα με κόκκινη εσάρπα και κόκκινα πέδιλα με τακούνι. Ένα φωτεινό φεγγάρι να περιφέρεται μέσα από κρατήρες με γραβάτες. Γήινη ζωή. Ένα πλάσμα, γεννημένο την αυγή που έκανε έρωτα η πανσέληνος με τον Θεό Ποσειδώνα της θάλασσας. Αερικό. Μαζεύει λουλούδια και χαμογελάει στην θέα των λουλουδιών στο νεκρομαντείο.
- Μεταπέα Άκρα... Ψιθύρισε.
Ήθελε να την δει. Ήθελε να μυρίσει το κορμί της σαν πεινασμένος λύκος. Και οι δύο στον χώρο των σκιών, είναι λύκοι. Εκείνος ένα σιωπηλός λύκος που περιφέρεται μέσα στις στέπες. Ψηλός και αγέρωχος. Κάθε μάτι του έχει και από ένα μισοφέγγαρο. Μύρισε την οσμή της από χιλιόμετρα μακριά.Έτρεχε πια με τεράστιους διασκελισμούς προς την περιοχή της. Τα πόδια του, έδιωχναν το χώμα με την μανία της καταιγίδας. Έτρεχε μέσα σε χειμώνες. Το χαλάζι τον πείσμωνε. Μια παλιά δειλία που γυρνούσε μέσα στο μυαλό του, ακουγόταν σαν οπλοπολυβόλο στο σκοτάδι. Εκείνη μια λύκαινα. Τίποτε δεν μπορούσε να της αντισταθεί. Όταν έπρεπε μετατρεπόταν σε κεραυνό. Όταν πάλι ήθελε, μετατρεπόταν σε ένα υπέροχο κυκλάμινο. Ήξερε πως εκείνος την πλησίαζε. Τον ένιωθε δίπλα της. Μόνο ο καλπασμός του έσκιζε τα κρύα πρωινά στο Ταίναρο.
Όταν την έφτασε, είδε γύρω της χτισμένα τείχη. Εκείνος, φορούσε γαλάζιο ξεβαμμένο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι με μαύρα παπούτσια. Εκείνη τον κοιτούσε από μέσα. Ήταν και οι δύο όρθιοι. Ο ένας απέναντι στον άλλον με πολεμίστρες ανάμεσά τους. Σαν δύο σαξόφωνα στο κενό του Διαστήματος. Χωρίς αέρα. Μονάχα με μια τελευταία ανάσα. Όταν νύχτωνε, εκείνη δεν μπορούσε να τον παρατηρήσει πια. Τότε δεν του άφησε πάρα μόνο μία επιλογή. Περπάτησε αργά μέχρι τον φάρο. Τα γαλάζια σκουριασμένα κάγκελα, τον έκαναν να νιώσει οικεία. Γκρι τούβλα στην εξωτερική επιφάνεια και λευκά στη έσω. Γαλάζιο μεταλλικό δωμάτιο από πάνω με έναν χάλκινο τρούλο. Απαρνήθηκε την φυσική του ύλη για να μετατραπεί σε φωτιά. Κάθε απόγευμα στις οχτώ ακριβώς, άναβε μια φωτιά μέσα στον φάρο. Ήταν ευδιάκριτη από μακριά. Ήταν τυλιγμένος με μια μπέρτα φωτιάς. Από μέσα τα μάτια του, λαμπύριζαν φως από δύο μισοφέγγαρα. Οι φλέβες του πάλλονταν σαν ατμομηχανές πλοίου. Ο φάρος άναβε πια, κάθε βράδυ. Εκείνος της έδειχνε πως είναι εκεί. Εκείνη το εισέπραττε. Κάθε βράδυ γινόταν σκιά και κρυβόταν πίσω από τις σκονισμένες πολεμίστρες. Περίμενε να δει εκείνο το παλλόμενο φως. Φώτιζε. Φως και σκοτάδι. Ένα κύμα στιγμών την βομβάρδιζε. Σαν μια νότα που αγγίζει την χορδή της. Την περίμενε στο Ταίναρο. Σε ένα σπίτι που παλιά ήταν αποθήκη πυρίτιδας. Να πλησιάσει η θερμότητα από το φως των ματιών της. Εκείνος θα αφήσει την μπέρτα της φωτιάς σε ένα πηγάδι. Την κοιτά. Χάνεται μέσα στα πέλαγα των ματιών της. Κρατά ένα φιτίλι και περιμένει. Φωτιά στον φάρο. Δυο κορμιά που έτρεξαν σαν κομήτες, μέσα σε έναν σκοτεινό ουρανό. Δυο κομμάτια ηφαιστειακής λάβας που διατρέχουν τον ωκεανό σαν φλεγόμενες σφαίρες.
- Σίγουρα θα είσαι στον φάρο κάθε βράδυ;
- Θα με κοιτάς;
- Ναι ... Να το ξέρεις. Στο υπόσχομαι..
- Ναι αερικό μου..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου