Είμαι ξαπλωμένος. Κοιτάω το ταβάνι. Γκρι. Σαν ποτάμια από καπνό τσιγάρου, να έβαψαν ένα καπάκι, πάνω από τον μπορντό καναπέ μου. Προεξέχει μια λάμπα. Γύρω από το γύψινη της βάση, ένας σκοτεινός κύκλος. Μια σκιά. Σαν χωράφια με όπιο, κάτω από τον καυτό Αφγανικό ήλιο. Άραγε τα φίδια εκεί καταλαβαίνουν πως είναι μαστουρωμένα; Έχουν συναίσθηση πως έχουν ουρά; Πιστεύω πως όχι. Αισθάνονται το ρίγος της παπαρούνας να τα καταλύει σαν απανωτά ηλεκτροσόκ. Δεν ξέρουν τι είναι. Δεν ξέρουν πως παγιδεύτηκαν εκεί. Δεν ξέρουν τι υπάρχει πιο έξω. Απλά Υπακούουν στο στερητικό σύνδρομο και απλά περιφέρονται. Ακουμπούν στα ξερόχορτα και αγνοούν την έλλειψη της βροχής. Κλείνουν τα μάτια. Ο καυτός ήλιος, τα δένει σαν βεντούζα στο χώμα και ζουν με παραισθήσεις. Κάποιες φορές νομίζουν πως γίνονται τεράστιες πεταλούδες που χάνονται στον κόκκινο ορίζοντα και κάποια άλλες πως γίνονται τεράστια σκουλήκια που κατατρώγουν τις ρίζες από τις παπαρούνες. Λέγεται πως κάποια φίδια το προσπάθησαν και κάποια άλλα έχοντας την παραίσθηση πως είναι μαύροι γύπες, έπεσαν πάνω τους και τα κανιβάλλισαν. Νύχτωσε. Οι μεν κοιτούσαν τους δε. Δεν υπήρξαν θύματα. Άλλη μια ομαδική παραίσθηση, είχε τελειώσει. Έτρεξαν με μανία να εξαφανιστούν, μα όταν έφτασαν στην άκρη της οργωμένης γης, ηλεκτροφόρα καλώδια, σκότωσαν κάποια. Δεν υπήρχε καμία παραίσθηση. Τα είχαν βάλει εκεί οι άνθρωποι, για να φυλάξουν το όπιο από τους ανθρώπους. Κρίμα που δεν είχαν Facebook, για να κοινοποιηθεί η κατάσταση.
-
Φοβάσαι; με ρώτησες.
-Φυσικά. Αποκρίθηκα και φύσηξα στον καπνό μου προς το ταβάνι, σαν να προσπαθούσα να γκριζάρω κι άλλο το ταβάνι.
-Γι' αυτό δεν μου λες ποτέ καληνύχτα; Πάντα νόμιζα πως δεν σε ένοιαζε να ευχηθείς.
-Φοβάμαι πως είναι η τελευταία φορά, που νυχτώνει και θα μας βρει εδώ.
-Δεν είχα καταλάβει πως είχες ανασφάλειες.
-Δεν έχω. Φοβάμαι πως φοβάμαι πολύ. Φοβάμαι πως θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα έχουν αλλάξει όλα, προς το κακό.
-Δηλαδή; Με ακούμπησες στο στήθος. Με χάιδεψες σαν να ανακάλυπτες κάτι ζωντανό, παγιδευμένο σε μια παγοκολόνα.
-Φοβάμαι πως ένα πρωί, ένα τεράστιο μπουλούκι που θα αποτελείται από αδίστακτους ξυρισμένους νεαρούς και από κουκουλοφόρους νέους με χλώριο πισίνας στις μπότες τους, θα φορούν τις ίδιες στολές. Θα ξεχυθούν να αποτελειώσουν όποιον ονειρεύεται σε αυτή την πόλη. Ασθμαίνοντες χοντροί γραβατοφόροι με ιδρωμένα μέτωπα, θα ωρύονται μπροστά από οθόνες. Κολπίτιδες, αναπνοές με μηχανική υποστήριξη, κορναρίσματα, πονοκέφαλοι, αισθηματικές αδυναμίες, φακοί χωρίς μπαταρίες, σκυλόσπιτα με γεμάτα πιάτα από τροφή χωρίς σκυλιά όμως, βρεγμένα τσιγάρα, σφυρίχτρες, ηλιοβασιλέματα χωρίς ουρανό, τενοντίτιδες, νεκρά πουλιά μέσα σε κλουβιά,κοπριά χωρίς λουλούδια, ρέκβιεμ χωρίς πνευστά. Θα φοράμε πανοπλίες. Θα φοράμε μάσκες. Όχι αυτές που φοράμε κάθε πρωί.. Τις άλλες με το οξυγόνο.
-Θα μπορώ να σου πω σ'αγαπώ;
-Δεν θα επιτρέπεται.
-Και πως θα το ξέρεις;
-Θα το νιώθω. Όπως νιώθω τον καπνό.
-Εσύ θα μ'αγαπας;
-Nαι.. Κάθε φορά που θα το νιώθω θα ανάβω μια φωτιά και έτσι θα το καταλαβαίνεις και εσύ.
Μην διστάσεις. Μην χαριστείς. Μην κοιτάξεις πίσω. Περπάτα. Μην τρέξεις όμως. Δεν το αξίζει κανείς. Απλά περπάτα και άκου τα φλεγόμενα δέντρα. Άκου τους κορμούς τους, να μετατρέπονται σε στάχτη. Άκου τα κλαριά να καταπέφτουν με κρότο, σε απόκρημνες πλαγιές. Μύρισε την καπνιά. Άσε την να μπει όλη μέσα σου. Άσε την να σε καλύψει. Αυτό είμαστε έτσι και αλλιώς. Σκοτεινές σαύρες, με μακριές ουρές. Περιφερόμαστε μέσα σε χαλάσματα που τα αποκαλούμε σπίτια, επειδή τάχα έχουν παράθυρα και σκεπές. Σερνόμαστε κοντά στο έδαφος με την δικαιολογία της κάλυψης και του προνομίου της προσαρμογής. Περιφερόμαστε ανάμεσα σε όγκους ψεύδους. Σε γιγάντιους όγκους, που συνήθισαμε την παρουσία τους. Μεγάλες σαύρες, μεγάλα φίδια. Νυχτερίδες χωρίς φτερά καθισμένα πάνω σε αναπηρικά καροτσάκια, δένουν με κόκκινο ιστό, σιχαμερά μεταλλαγμένα όντα, που περηφανεύονται πως κατάφεραν να επιβιώσουν χωρίς καρδιά, την εποχή της μεγάλης φούσκας. Δεν θυμάμαι πως ξεκίνησαν όλα. Φυλλοβόλα πράσινα οροπέδια, γαλάζιες λίμνες, κίτρινες αυλές. Δεν θυμάμαι πως φτάσαμε εδώ. Μάλλον έτσι πρέπει να δημιουργήθηκαν. Ότι γεννιέται άρρωστο, ανθεί νεκρό και δεν πεθαίνει ποτέ. Ασθμαίνει μέσα σε λάσπες. Καρτερεί μέσα σε έλη και λούζεται στο σκοτάδι.
Λασπωθήκαμε μωρό μου. Περπατήσαμε μέσα σε βρώμικα νερά. Σε άγρια κοπάδια από ανθρώπους, με κακή πρόθεση και επιθετικές τάσεις. Η μοναξιά, διαδέχτηκε την απογοήτευση και έκανε παρέα με την δυσπιστία. θυματοποιήθηκες από άποψη, χωρίς καθαρή κρίση. Η μοναξιά, είναι η κατάρα της εποχής μας. Ένας καρκίνος, χωρίς δυνατότητες θεραπείας. Άμυνες μωρό μου. Κλειστήκαμε πίσω από άμυνες, που κρατούσαν την λάσπη κολλημένη πάνω μας. Βράδια. Πολλά βράδια. Όχι νύχτες. Βράδια. Με μια μοναξιά σαν δεύτερη φύση, να παρατηρούμε τους πάντες να περνούν. Σαν φύλακας σε ένα μοναχικό σταθμό, που παρατηρεί τα τραίνα να περνούν και αναρωτιέται πότε θα περάσει το δικό του. Να σταματήσει και αφού ανέβει, να χαθεί μακριά. Πέρα από τον λασπωμένο ορίζοντα, μακριά από την μνήμη. Χθες, αποφάσισα να μην συρθώ άλλο. Να έρθω να σε πάρω από το χέρι και να στήσω μια βροχή. Να ξεσπάσω έναν τυφώνα, με μια μανιακή δύναμη. Να σε ξεπλύνω και να πλυθώ. Ποτάμια ρομαντισμού, θρηνούν πρόωρο θάνατο. Είναι κακό βλέπεις να παίζεις χωρίς σκοινί ασφαλείας, χωρίς άμυνες. Ταξίδι χωρίς συνοδηγό. Καπνίζεις και κοιτάς δεξιά.
Η μοναξιά είναι ένα σύνολο από μήπως και από αν. Μια μετονομασία της μοναξιάς σε δύναμη και της πληγής σε πρόφαση για το εύκολο. Πολλά τα εύκολα, χωρίς καμία αξία. Στιγμές χαμένες εκ προοιμίου. Μοναδικής αισθητικής κάστρα πάνω στη θάλασσα. Μόλις τα σκεπάσει το κύμα, κανείς δεν θυμάται πως υπήρξαν ποτέ. Άμμος στην άμμο. Είναι πολλά μικρά πράγματα που απαρτίζουν μια εικονική λανθάνουσα πραγματικότητα. Πράγματα που έπαψες να παρατηρείς και ξέχασες πως υπάρχουν. Ένα ηλιοβασίλεμα, μια αγκαλιά, ένα χάδι, ένα δάκρυ, ένα ζεστό φλυτζάνι καφέ ένα κρύο πρωινό, ένα τσιγάρο στα δύο με θέα την θάλασσα, ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, δύο κεριά, μια πετσέτα για σεντόνι στην άμμο, δύο βλέμματα που κινούν τους ίδιους χτύπους. Ξέχασες την αλήθεια και η αλήθεια υπάρχει μόνο στην Αγάπη. Πελαγοδρομείς ανάμεσα σε ένα δίλλημα. Κανένα δίλλημα. Η θα ουρλιάξεις ή θα πνιγείς. Η θα επιλέξεις να παλέψεις και να χάσεις ή θα πνιγείς σαν συναισθηματικό βαρίδι. Σαν άγκυρα, χωρίς αλυσίδα και καράβι.
Άναψα ένα τσιγάρο και σου έκανα σήμα. "Σταμάτα σκέφτηκα". Σταμάτησες. Άνοιξες την πόρτα του συνοδηγού.
-Πας κάπου?
-Έχει καμία σημασία? Που πάμε?
-Η ανάλυση θα καθυστερήσει το ταξίδι μωρό μου.
-Θα ουρλιάξεις τελικά?
-Δεν σου μαρτυρήσω την ιστορία μου ακόμη. Πάμε?
-