Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

O Χρόνος είναι μια άγρια πόρνη

    


  
      Ξυπνάω αργά. Κάθε πρωί και πιο αργά. Σέρνομαι στο μπάνιο και προσπαθώ να καταλάβω γιατί ξυπνάω πιο κουρασμένος από όταν ξάπλωσα. Το μυαλό μου,ή ότι έχει απομείνει πια από αυτό, είναι σαν χρησιμοποιημένο προφυλακτικό από παρτούζα με μπαλαρίνες. Σαν ηδονοβλεψίας που τυφλώθηκε αισθάνομαι. Κοιτάζω γύρω μου και κάθε πρωί, όλα είναι διαφορετικά. Ο διάκοσμος, το φως, τα μάτια μου, το στάσιμο νερό στον νεροχύτη. Νιώθω πως ο χρόνος, αφήνει ουλές, πάνω στο δέρμα μου. Σαν
το  φίδι, που του τελείωσαν όλες οι αλλαξιές από δέρματα, περιφέρεται γυμνό στο σκοτάδι και δεν τρομάζει πια κανέναν παρά μόνο τον εαυτό του.
      Δυο πράγματα με απασχολούν μέχρι να ανοίξω τα βλέφαρα μου. Για πόσο ακόμα θα αγνοώ τα  σπασμένα κομμάτια μέσα μου που στηρίζονται με ζελοτέυπ και ποιος διάολος ανακάλυψε το χρόνο. Ύστερα περιφέρομαι σαν μια άγρια πόρνη. Ντυμένη σαν νύφη αλλά με μια άρρωστη λάμψη στα μάτια. Μια ακαταμάχητη λάμψη από σκοτεινές τρύπες του σύμπαντος. Το άρωμα μου φτηνό, δανεισμένο από ανάσες σε πήδημα επί πληρωμή. Περιφέρομαι με τον πόνο κλειδωμένο στα πιο βαθιά μου υπόγεια. Κυλάει μέσα μου, όπως η πρέζα στις φλέβες. Κινείται και ακινητοποιεί κάθε τι ζωντανό. Κάτι από μούμια σε μπουτίκ του Μιλάνου .
      Από τον κάθε ένα που εξαπάτησα, κράτησα ένα κομμάτι της ψυχής του. Ένα λεκιασμένο εισιτήριο για την παράσταση της ηδονής ήταν αρκετό για την παράδοση άνευ όρων. Με την επιστροφή μου στο σπίτι γεμίζω ένα μπουκάλι με τις ψυχές αυτές. Ξέρω πως θα έρθει η στιγμή, που θα κλειστώ σε ένα δωμάτιο αντιμέτωπος με όλες μαζί. Ματιές, σκιές και ανάσες θα με οδηγήσουν στο πηγάδι της σιωπής. Εκεί,  στα στενά σκοτεινά σοκάκια, κάτω από το ψιλόβροχο, θα συναντώ εσένα. Σαν ζάχαρη αναμεμιγμένη με ηρωίνη θα είναι η αίσθηση. Μια χειρουργικά πειραγμένη τελειότητα. Δεν τολμώ να κοιτάξω πίσω γιατί το σκοτάδι, έδεσε με σχοινί τον ήλιο και σίγουρα θα αργήσει να βγει.
       Προσπαθώ να αποβάλλω την αίσθηση του χρόνου από πάνω μου. Προσπαθώ να ξεχάσω. Προσπαθώ να γλείψω τις πληγές , με την ευχή πως θα κλείσουν. Όπως κάποιες στιγμές που μέσα σε όνειρο την νύχτα,  που νιώθεις πως πέφτεις, στο κενό. Ελαφραίνεις και πέφτεις. Μια απλή εξίσωση με άγνωστους συντελεστές. Η αίσθηση έχει γίνει φύση. Απλά πέφτεις και ξυπνάς με τρόμο. Κάπως έτσι έγινε και η επικοινωνία των ανθρώπων πια. Μια τρομαγμένη προσπάθεια από θολωμένους φάρους να ανταλλάξουν μηνύματα με διακεκομμένα φώτα,  σε μια άγρια θάλασσα από μοναξιά. Μόνο που οι φάροι έγιναν οθόνες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εκεί που το ρομαντικό, μπερδεύεται με την εξαπάτηση σε  μια θάλασσα από likes.
       Ο χρόνος λοιπόν, είναι μια άγρια πόρνη. Μας παίρνει και αφού αντικρίσουμε πόσα δεν κάναμε, πόσα δεν ζήσαμε, πόσα αφήσαμε άδικα πίσω μας, μας κερνά μια γύρα στην σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Μας ελέγχει και εμείς χορεύουμε σαν μαριονέτες σε τσόντα από παιδικά καρτούν.  Ξέρω πως περπατάς σχεδόν γυμνός. Η πόρνη σε ξέντυσε αργά και εσύ της επέτρεψες να γίνει εσύ. Σύρσου μέχρι το επόμενο σοκάκι και προσπάθησε να σε αποφύγεις...  
     
   
    

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Οι εραστές στα χρόνια της κατάθλιψης




      Πέρασε πολύς καιρός που δεν έγραψα τίποτα. Αδιάφορες μέρες και άγριες νύχτες. Βλέμματα πίσω από παντζούρια σε ένα ακόμη χάραμα. Όλοι κοιμούνται και εγώ περιμένω.Ούτε εγώ ξέρω τι. Απλά περιμένω.  Ένοιωθα το μυαλό μου άδειο. Κενό, σαν ένα καφέ κουτί σφραγισμένο με ταινία, που περιέχει αέρα και σκόνη. Δεν καταλάβαινα τον εγκλωβισμό.Τα όρια του ήταν δυσδιάκριτα. Απλά περίμενα, αναπνέοντας σαν λύκος, έξω από σφαγείο. Δεν καταλάβαινα πως η νόσος που με είχε προσβάλει, θα με σκότωνε και ας νόμιζα πως είμαι ζωντανός. Νοσούσα και εγώ έκανα πως δεν το έβλεπα.
      Η κατάθλιψη είχε στήσει το δικό της χορό γύρω μου.
Ένα γκρι, σκοτεινό,ψυχρό κελί που δεν το βλέπεις. Αντιλαμβάνεσαι μονάχα τα φυσικά του όρια, που κάθε μέρα στενεύουν και φτάνουν ως τον ζωτικό σου χώρο. Κάποιοι λένε πως ότι δεν φαίνεται, είναι ανίκητο. Η απάντηση σε αυτή την σκέψη για μένα, είναι κλείσε τα μάτια και θα εντοπίσεις αμέσως το σχήμα και το μέγεθος του κακού.
      Μιας κατάστασης που πηγάζει από μια κοινωνία που εθίστηκε στον κανιβαλισμό και την τερατοποίηση. Που λατρεύει το φτηνό και αποθεώνει το τίποτα. Που τρέφεται από την λάσπη και το αίμα. Σαν τις φτηνές κουρτίνες των πορνείων της εφηβείας , εκεί που κατάθεσες την φρεσκάδα σου σε ένα κομμάτι κρέας.
      Έτσι ήρθαν τα χρόνια της κατάθλιψης. Κάλυψαν σαν δεύτερος ουρανός την πόλη και έπνιξαν τον αεροθύλακα κάθε πνεύμονα που τολμούσε να περπατήσει στα σοκάκια. Μάσκες παντού. Μάσκες που κρατούσαν τσάντες. Μάσκες που κατάφεραν με επιτυχία φοβερά επαγγελματικά project. Μάσκες που παντρεύτηκαν διαιωνίζοντας την δυστυχία. 
Ο καρπός του κακού είχε πια ποτίσει το παρτέρι του κόσμου. Βλάσταινε και μεγάλωνε πολλαπλασιαζόμενος σαν κατάρα από μάγισσα.
       Δυο παράλληλα σύμπαντα τρέχουν λοιπόν παντού δίπλα μας . Ένα λειτουργικό και ρεαλιστικό και ένα κενοφανές και 
διεισδυτικό. Στο ένα ζείς, στο άλλο ψυχορραγείς. Μοιράζεσαι. Προσπαθείς να κρατηθείς από τοίχους που το αποτύπωμα σου αφήνει λάσπη. Αντέχεις τις μέρες μα  φοβάσαι τις νύχτες. Σκίζεις την ψυχή σου και περιμένεις. 
Κι ύστερα, ήρθαν οι ώρες που κάθε τι γύρω σου, φάνταζε σαν ένα φτηνό μπουρδέλο. Η ώρα που δεν είχες τίποτα να χάσεις πλησίαζε όπως το τραίνο στο τούνελ. Η ώρα της αντίστασης είχε φτάσει . 
      Δώσε μου το χέρι σου μωρό μου. Γάμα τις ταμπέλες και πάμε να ζήσουμε κάπου ζωντανοί , πάμε και ας είναι και στο διάολο. Έτσι ζωντανοί που θα είμαστε , δεν θα τολμήσει να μας αγγίξει ούτε αυτός.
     Ας είμαστε εμείς οι εραστές στα χρόνια της κατάθλιψης.
Οι φωτιές της τρυφερότητας σε ένα τοπίο καμμένο από θλίψη. Πάμε μωρό μου. Ο καιρός μας ξεκινά.