Οδηγούσες.Χάζευα το ουράνιο τόξο,να οργώνει τον ουρανό. Κόκκινο,γαλάζιο,κίτρινο,καφέ.Το τελευταίο ήταν το χρώμα των ματιών σου.Κρατούσες το τιμόνι,κρατούσα το όνειρο.Γελούσες με την εικόνα και ζούσα το όνειρο.Μακριά πίσω από τα δέντρα και τα χωράφια,η θάλασσα γέμιζε τα μάτια μου με φώς.Δυνατό φώς,γεμάτο από σένα.
Όσα δεν σου είπα ποτέ,είναι και αυτά που νιώθω περισσότερο.Λέξεις,που λες κοιτάζοντας τον άλλο στα μάτια. Χάνομαι πίσω από τα μάτια σου.Σιωπώ και χάνομαι.
Στέκομαι στα βλέφαρα σου και προσπαθώ να χαθώ,όσο πιο βαθιά γίνεται.Να μείνω όσο περισσότερο μπορώ.Σου κάνω έρωτα με την ψυχή μου..Γυρνώ κάθε γωνιά του κορμιού σου και ξέρω πως όλα είσαι εσύ.Τραβάς το βλέμμα και νοιώθω σαν να χτυπώ σε βράχο.
Και έπειτα με ξανακοιτάς.Αφήνομαι.Και έπειτα μου ξαναμιλάς.Αισθάνομαι ... Έξω ψιχαλίζει,μα εγώ καίγομαι.
Το νοιώθω πως καίγομαι και οι λέξεις,σκοντάφτουν στα χείλη μου.Συγκρούεται η σάρκα με τα αισθήματα και παράγουν σιωπή..Η επόμενη στροφή,θα ξαναφέρει το ουράνιο τόξο μπροστά μας.Μεγαλύτερο από ποτέ.
Και σε ξανακοιτώ.Σε παρατηρώ.Κάθε πόρος του κορμιού σε απορροφά,όπως ο βυθός την άγκυρα.Τυλίγομαι γύρω σου και εσύ,μένεις εκεί.Κλείνω τα μάτια και αρχίζω την εξομολόγηση.Την εσωτερική,αυτή που δεν θα ακούσεις ποτέ.. Με ρωτάς.. Σε κοιτώ.. Όλα είσαι εσύ.
Υπέκυψα για άλλο ένα βράδυ. Κύλισα ξανά εκεί από όπου προέρχομαι. Από σκοτεινές τρύπες, μέσα στο χρόνο. Έγινα μια αγριόπετρα, που κύλησε σε έναν βαθύ γκρεμό, που ακόμη κ ο ήχος της πτώσης, δεν θα μαρτυρήσει ποτέ πως ένιωσα την μοναξιά της σιωπής. Κρύος αγέρας. Κρύο κενό. Σαν ένα κύμα που σκάει πάνω σε ένα βράχο και σκίζεται στα δυο. Απλά σταγονίδια υδρογόνου και οξυγόνου που θα θα εξαφανιστούν πνιχτά, μέσα στο τίποτα της στιγμής. Σαν πυροτεχνήματα που μια έκρηξη τα έκανε για λίγο να μοιάζουν με αστέρια, μα η κατάληξη είναι καπνός και μυρωδιά. Κάτι σαν την αγάπη λοιπόν. Μια ψευδαίσθηση και μετά κενό. Ένα καρδιοχτύπι και μετά ο διαπεραστικός ήχος, του καρδιογράφου.
Όλοι μας, κουβαλάμε μέσα μας θετικά και αρνητικά φορτία. Αγγέλους και Δαίμονες. Άσπρες νύχτες και σκοτεινές μέρες. Οι ψυχές είναι τοπία. Είναι μέρη που διαδραματίζονται, μικρές ιστορίες. Μικρά έργα, με σενάρια, που κρύβονται πίσω από βαριά βλέφαρα. Η δική μου ψυχή,κάποιες νύχτες σαν την αποψινή μοιάζει με ανεμοθύελλα που αντί για επιζώντες με έλκηθρα, έχει σκοτεινά πλάσματα που γυρίζουν μέσα στο αρκτικό τοπίο, αφού δαγκώσουν κάθε τι γλυκό. Οι Δαίμονες μου γυρνούν έτοιμοι για όλα. Ο Φόβος έχει πεθάνει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Πρόλαβε και έπεσε μέσα σε εκείνον τον μεγάλο γκρεμό, της λήθης.
Είναι πολλοί. Περπατούν σιωπηλοί. Μεταφέρουν ανέμους από ερημικά τοπία που ο ήλιος δεν θα καταφέρει να φτάσει ποτέ. Αυτοί είναι οι Δαίμονες μου. Είναι εκείνοι που νίκησαν το φως. Οι υπηρέτες της σιωπής. Γυροφέρνουν με ένα βλέμμα, γεμάτο σκοτεινιά. Βγαλμένοι από μακρινά βράδια. Από δάση υγρασίας και φυγής. Αντιπάλεψα μαζί τους. Βάφτισα ασπίδα, στιγμές από το παρελθόν. Άνιση μάχη. Σαν βρέφος, που αντιμετωπίζει δράκο. Ήπιαν λίγο λίγο στις στιγμές μου και έτσι απέμεινα μόνος και αδειανός. Μόνο το τίποτα, χρωμάτιζε το τώρα. Πέταξα λευκή πετσέτα. Οι Δαίμονες πεθαίνουν κάθε βράδυ μέσα μου, σαν πρησμένα κουνούπια από δικές μου στιγμές. Αντί για αίμα, με αφήνουν με την μοναξιά.
Σηκώθηκα μέσα στον ύπνο και έκλεισα το φως. Ο διακόπτης βγήκε εκτός λειτουργίας. Όλα άνηκαν στο χθες. Ότι δεν ζεις, δεν υπήρξε ποτέ. Ότι έφυγε, ανήκει στο κενό. Δεν αξίζει να προσπαθείς να ανοίξεις μια πόρτα, που έχει διαρρηχθεί.Σαν κλειδί θα μοιάζεις, σε σπασμένη κλειδαριά.