Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019

ΤΑΙΝΑΡΟΣ







         - Οι αγάπες που δεν πρόλαβαν να εκδηλωθούν όταν περάσουν τα χρόνια, πεθαίνουν;
        - Όχι καλέ μου.. Πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Μετατρέπονται σε μικρά κρίνα και παγώνουν. Αδρανούν τα κύτταρα τους και περιμένουν να τα καλέσει στη ζωή, η συναισθηματική Άνοιξη. 
       - Κάθε πότε έρχεται αυτή η Άνοιξη;
       - Μία φορά στην ζωή του καθένα μας. Ίσως ένα μήνυμα, ίσως ένα σήμα, κάποιο ανύποπτο απόγευμα. Να την καρτεράς αυτή την στιγμή. Μην της κρυφτείς. Νιώσε τον ήλιο να σε γιγαντώνει.Νιώσε τις ρίζες σου να χώνονται βαθιά στο χώμα. Τα φύλλα σου μεγαλώνουν. Φουντώνει μέσα σου, εκείνο το άρωμα που ερωτεύονται οι μέλισσες. Για σένα υπάρχει μόνο η Βασίλισσα και αφού ήρθε Εκείνη, άνοιξε διάπλατα τον πυρήνα σου, να δεχτείς το τσίμπημα της. Άφησε την να νιώσει την καρδιά σου να χτυπάει σαν ντοπαρισμένο ξυπνητήρι. Μην της κρυφτείς. Μην της αφήσεις καμιά πιθανότητα παρερμηνείας. Άφησε την να σε φέρει στην ζωή. Η χειμερία νάρκη, χάνεται μέσα στα βρεγμένα χώματα του φθινοπώρου. 
         - Και πως θα είμαι σίγουρος;
         - Θα την κοιτάξεις μέσα στα μάτια. Θα ρουφήξεις τις λέξεις της. Ο χρόνος δεν θα έχει πια σημασία. Θα είναι η δική σου αλήθεια πια. Κάτι που δεν θα αφορά ουσιαστικά κανέναν, ούτε καν εκείνη. Το χιόνι και η παγωνιά που αισθανόσουν στο χώμα για 27 χειμώνες δεν θα σε αφήσουν να ξεχάσεις.
         - Να της μιλήσω δηλαδή; Να μην σκεφτώ πως θα την προσεγγίσω; 
         - Εκείνη ξέρει. Θα έρθει όταν πρέπει και θα σε αφήσει να επιτεθείς.
        Κάθε άνθρωπος, αποτελείται από σάρκα και μαγεία. Κάποιοι, καλύπτονται από ένα πέπλο αστρόσκονης. Εκείνη έχει φως και οι άνθρωποι έτσι, δεν βλέπουν πόσο πολύ χώνεται στις σκιές της. Πόσο εσωτερικό χρόνο διαθέτει στο να περπατά μόνη, στις πετρώδεις ερημιές του Ταίναρου. Περπατάει στην άκρη του γκρεμού. Χάνεται στην εκκωφαντική ηχώ της σιωπής. Ξέρει πως είναι αερικό. Ένα πανέμορφο αερικό. Ένα πλάσμα, φερμένο από τους μακρινούς βυζαντινούς χρόνους. Δεν παράγει ήχους γιατί είναι μια αέρινη μάζα που μετακινείται από οικισμό σε οικισμό και από πέτρα σε πέτρα, ήρεμα και μαγικά. Στέκεται στη άκρη ενός καφέ πυργόσπιτου, δεξιά από τα Μουντανίστικα. Χαμογελάει σαν γοητεύεται από την πάλη με τις σκιές. Ξεχύνεται σαν ανεμοστρόβιλος σε άλλους άγνωστους προορισμούς και επιστρέφει, έχοντας κερδίσει την γαλήνη. Το μόνο στοιχείο που την προδίδει τα πρωινά, μετά την επιστροφή της από το Ταίναρο, είναι τα υπέροχα μεγάλα της μάτια. Μαύρο φόρεμα με κόκκινη εσάρπα και κόκκινα πέδιλα με τακούνι. Ένα φωτεινό φεγγάρι να περιφέρεται μέσα από κρατήρες με γραβάτες. Γήινη ζωή. Ένα πλάσμα, γεννημένο την αυγή που έκανε έρωτα η πανσέληνος με τον Θεό Ποσειδώνα της θάλασσας. Αερικό. Μαζεύει λουλούδια και χαμογελάει στην θέα των λουλουδιών στο νεκρομαντείο.
           - Μεταπέα Άκρα...  Ψιθύρισε. 
          Ήθελε να την δει. Ήθελε να μυρίσει το κορμί της σαν πεινασμένος λύκος. Και οι δύο στον χώρο των σκιών, είναι λύκοι. Εκείνος ένα σιωπηλός λύκος που περιφέρεται μέσα στις στέπες. Ψηλός και αγέρωχος. Κάθε μάτι του έχει και από ένα μισοφέγγαρο. Μύρισε την οσμή της από χιλιόμετρα μακριά.Έτρεχε πια με τεράστιους διασκελισμούς προς την περιοχή της. Τα πόδια του, έδιωχναν το χώμα με την μανία της καταιγίδας. Έτρεχε μέσα σε χειμώνες. Το χαλάζι τον πείσμωνε. Μια παλιά δειλία που γυρνούσε μέσα στο μυαλό του, ακουγόταν σαν οπλοπολυβόλο στο σκοτάδι. Εκείνη μια λύκαινα. Τίποτε δεν μπορούσε να της αντισταθεί. Όταν έπρεπε μετατρεπόταν σε κεραυνό. Όταν πάλι ήθελε, μετατρεπόταν σε ένα υπέροχο κυκλάμινο. Ήξερε πως εκείνος την πλησίαζε. Τον ένιωθε δίπλα της. Μόνο ο καλπασμός του έσκιζε τα κρύα πρωινά στο Ταίναρο. 
         Όταν την έφτασε, είδε γύρω της χτισμένα τείχη. Εκείνος, φορούσε γαλάζιο ξεβαμμένο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι με μαύρα παπούτσια. Εκείνη τον κοιτούσε από μέσα. Ήταν και οι δύο όρθιοι. Ο ένας απέναντι στον άλλον με πολεμίστρες ανάμεσά τους. Σαν δύο σαξόφωνα στο κενό του Διαστήματος. Χωρίς αέρα. Μονάχα με μια τελευταία ανάσα.  Όταν νύχτωνε, εκείνη δεν μπορούσε να τον παρατηρήσει πια. Τότε δεν του άφησε πάρα μόνο μία επιλογή. Περπάτησε αργά μέχρι τον φάρο. Τα γαλάζια σκουριασμένα κάγκελα, τον έκαναν να νιώσει οικεία. Γκρι τούβλα στην εξωτερική επιφάνεια και λευκά στη έσω. Γαλάζιο μεταλλικό δωμάτιο από πάνω με έναν χάλκινο τρούλο. Απαρνήθηκε την φυσική του ύλη για να μετατραπεί σε φωτιά. Κάθε απόγευμα στις οχτώ ακριβώς, άναβε μια φωτιά μέσα στον φάρο. Ήταν ευδιάκριτη από μακριά. Ήταν τυλιγμένος με μια μπέρτα φωτιάς. Από μέσα τα μάτια του, λαμπύριζαν φως από δύο μισοφέγγαρα. Οι φλέβες του πάλλονταν σαν ατμομηχανές πλοίου. Ο φάρος άναβε πια, κάθε βράδυ. Εκείνος της έδειχνε πως είναι εκεί. Εκείνη το εισέπραττε. Κάθε βράδυ γινόταν σκιά και κρυβόταν πίσω από τις σκονισμένες πολεμίστρες. Περίμενε να δει εκείνο το παλλόμενο φως. Φώτιζε. Φως και σκοτάδι. Ένα κύμα στιγμών την βομβάρδιζε.  Σαν μια νότα που αγγίζει την χορδή της. Την περίμενε στο Ταίναρο. Σε ένα σπίτι που παλιά ήταν αποθήκη πυρίτιδας. Να πλησιάσει η θερμότητα από το φως των ματιών της. Εκείνος θα αφήσει την μπέρτα της φωτιάς σε ένα πηγάδι. Την κοιτά. Χάνεται μέσα στα πέλαγα των ματιών της. Κρατά ένα φιτίλι και περιμένει. Φωτιά στον φάρο. Δυο κορμιά που έτρεξαν σαν κομήτες, μέσα σε έναν σκοτεινό ουρανό. Δυο κομμάτια ηφαιστειακής λάβας που διατρέχουν τον ωκεανό σαν φλεγόμενες σφαίρες. 
           - Σίγουρα θα είσαι στον φάρο κάθε βράδυ;
           - Θα με κοιτάς;
           -  Ναι ... Να το ξέρεις. Στο υπόσχομαι..
           -  Ναι αερικό μου..































































Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

Μια αγκαλιά στην σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού



          Εκείνος και Εκείνη. Δυο σώματα. Την παρατηρούσε κάθε μέρα να περνάει και να φωτίζει την ζωή του σαν φωτοβολίδα. Να ανεβαίνει και να στέκεται για ένα διάστημα 37 δευτερολέπτων στον ουρανό του και να μετατρέπει την νύχτα σε μέρα. Τόσο διαρκούσε η πορεία της μέχρι να χαθεί από τα μάτια του στο επόμενο στενό. Η μέρα του διαρκούσε 37 δευτερόλεπτα. Κάθε φορά που περνούσε, αισθανόταν μια αναστάτωση και ένα κάψιμο στο στομάχι. Σαν ναυαγός που κολυμπά σε μια σκοτεινή θάλασσα και περιμένει να φωτίσει ο ουρανός από τα σωστικά συνεργεία. Εκείνος περίμενε λοιπόν και Εκείνη περνούσε. Του χαμογέλασε. Όλα τα μέσα του κόλλησαν με μιας και το παζλ λυνόταν με ένα χαμόγελο της. Όλα έμπαιναν σε μια σειρά στο μυαλό του. Όταν έστριβε στο στενό, η εξίσωση γινόταν δυσεπίλυτη. Εκείνη τον έβλεπε να την κοιτά, όπως δεν την είχε κοιτάξει ποτέ κανείς. Το χαμόγελο, σκαρφάλωνε μόνο του στο όμορφο πρόσωπο της. Εκείνος της έδινε ρεύμα και Εκείνη το φως. Την επόμενη μέρα φρόντισε να κάνει το βήμα της πιο αργό και τα 32 δευτερόλεπτα, έγιναν 59. Σχεδόν ένα λεπτό ευτυχίας ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. Μια αιωνιότητα στις μέρες μας. Παρά ένα δευτερόλεπτο, ένα ολόκληρο λεπτό. Πριν λίγες μέρες Εκείνη αγνοούσε τα μάτια του και Εκείνος, το χαμόγελο της. Ο ήλιος και το ουράνιο τόξο, κοιτάχτηκαν. Ένας φωτισμένος, έναστρος ουρανός γεννήθηκε. Λαμπρά φωτισμένος, γεμάτος μικρά και μεγάλα αστέρια.
        Όποτε Εκείνη κουραζόταν, Εκείνος την χάιδευε απαλά στο μπράτσο και ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο του. Περνούσε το χέρι του πίσω από την μέση της. Ρεύμα κυκλοφορούσε μέσα της πια και χαμογελούσε με ένα τρόπο, που καμιά δεν του είχε χαμογελάσει ποτέ έτσι. Οι νύχτες έγιναν ατελείωτες πια. Εκείνος και Εκείνη. Στιγμές ενωμένες μεταξύ τους σε μια αόρατη κλωστή. Ένα αέναο μυστικό εκκρεμές είχε αρχίσει να ορίζει ξανά την διάσταση του χρόνου. Ξημέρωνε μόλις έβλεπε το χαμόγελο της και έλαμπε Εκείνη όταν δεχόταν το ευγενικό του βλέμμα. Τα χείλη της όριζαν κορυφογραμμές και ωκεανούς. Το άγγιγμα του όριζε τις εποχές και τις ώρες. Μια αγκαλιά, δημιουργούσε την γη, μέσα σε μόλις 59 δευτερόλεπτα. Τόσο κρατούσε η γέννηση των πετρωμάτων και της βλάστησης. Τότε του μίλησε και όλα άνθισαν.
-Γεια σου. Δεν έχω ακούσει την φωνή σου. Βλέπω πως με κοιτάς μέσα στα μάτια.
-Μήπως σε ενοχλεί το βλέμμα μου;
-Όχι, ίσα ίσα, το αντίθετο. 
-Προσπαθώ να θυμηθώ. Γιαυτό δεν μιλάω.
-Αν με ξέρεις από κάπου;
-Όχι. Αν έχω διαβάσει κάποιο παραμύθι που η νεράιδα, κοιτά έναν θνητό.
       Εκείνη είχε μετατραπεί αυτόματα σε νεράιδα μέσα στα μάτια του και κανείς και τίποτε δεν μπορούσε να του αλλάξει γνώμη. 
-Αν πιστεύεις πως όντως είμαι νεράιδα, τι ξεχωριστό μπορείς να κάνεις για μένα;
-Μπορώ να σε πάω πίσω από το φεγγάρι αν θες. 
-Τι εννοείς; Αυτό δεν γίνεται.
-Στον δικό μου κόσμο, όλα γίνονται. Αρκεί να με πάρεις μια αγκαλιά. 
-Και θα με πας στο φεγγάρι; Πως μπορεί να γίνει αυτό;
-Αύριο θα περάσω να σε πάρω από το σπίτι σου. Θέλω να έχεις κλείσει το φως και να είναι ανοιχτό το λαμπατέρ στο δεξιό μέρος του κρεβατιού.  Να ακουμπήσω στην καφετί ντουλάπα με τον δεξί ώμο μου και να σε κοιτάω να κάθεσαι πάνω στο υπέρδιπλο σκαλιστό σου κρεβάτι. Έπειτα να σηκωθείς και να πάρεις ένα άρωμα σου από την τουαλέτα, κάτω από τον καθρέφτη και να το φορέσεις στον λαιμό. Σήκωσε μια ζακέτα από την σιδερώστρα και φόρεσε την. Έχει μια ψυχρούλα στο φεγγάρι.  
-Πως τα ξέρεις όλα αυτά; Δεν έχεις έρθει ποτέ στο σπίτι μου.
-Κάθε φορά που σε κοιτώ όλα μπαίνουν σε μια σειρά μέσα μου. 
-Και πως θα με πας στο φεγγάρι;
-Έκανα μια συμφωνία παλιά με τον Θεό. Όταν έρθεις να μου δώσει την δυνατότητα να σε πάω εκεί πάνω, στο φεγγάρι.
-Και πως ήξερες πως θα έρθω;
-Δεν ξέρω πως. Απλά όπως διψάς και κοιτάς ένα παγωμένο μπουκάλι νερό στο ψυγείο. Ήξερα πως θα έρθεις, χωρίς να ξέρω πως. 
-Λοιπόν; Θα με πας;
       Στάθηκε μπροστά της. Έσκυψε το κεφάλι του και με κλειστά μάτια ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της. Ελάφρωσαν. Σχεδόν εξανεμίστηκαν. Ένα μικρό θρόισμα του αγέρα τους εξύψωσε. Ανέβαιναν. Συνέχιζαν να ανεβαίνουν μέχρι που τράβηξε τα χείλη του. Ήταν καθισμένοι σε ένα βράχο στην σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Η νεράιδα κοίταξε χαμηλά την γη, ολοστρόγγυλη και γαλάζια. Σαν τα μάτια της. Μια μίξη πράσινου, γκρι, γαλάζιου και ονείρου. Σίγουρα το τελευταίο κυρίως συνθέτει το χρώμα των ματιών της. 

-Λοιπόν; Πως σου φαίνεται;
       Τον πήρε μια σφιχτή αγκαλιά. Τον κράτησε τόσο που αισθάνθηκε την καρδιά του να χτυπά σαν μηχανή από τραίνο σε μια ατελείωτη πεδιάδα. 
-Ήρθα.
       Επέστρεψαν στην γη, με ένα ακόμη φιλί.

















Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

Τίποτα δεν μπορεί να είναι το ίδιο πια




            Ακόμη και σήμερα, η θέα του έναστρου ουρανού μας μαγεύει. Μικρά και μεγάλα μυστικά συναντώνται πίσω από αστερισμούς και αστρικά νέφη. Ερωτήματα για την προέλευση και την δημιουργία μας, απασχολούν τα καλύτερα μυαλά του πλανήτη. Κόκκινος ουρανός ενός καλοκαιρινού απογεύματος. Δυο ζευγάρια μάτια μέσα σε τόσα άλλα που κοιτούν ψηλά, καταφέρνουν να επικεντρωθούν στο ίδιο δορυφορικό στίγμα. Ακόμη και τα καλύτερα ραντάρ δεν θα μπορούσαν να εντοπίσουν το ίδιο σημείο στον ουρανό, από δυο διαφορετικές γεωγραφικές θέσεις που απέχουν πολλά χιλιόμετρα μεταξύ τους. Ώρα 20:18 τοπική απογευματινή. Άνοιξες τα βλέφαρα σου και όλο το φως από τα μάτια σου χάθηκε στον ουρανό. Το σούρουπο, έντυσε στα σκοτεινά τον ορεινό όγκο που βρίσκεται απέναντι σου και ξεπροβάλλουν από την κορυφογραμμή του, δυο ηλεκτρικοί στύλοι που ενώνονται με σύρματα και φαντάζουν σαν μια νοητή γέφυρα. Αριστερά, ένα λεπτό και ψηλό καμπαναριό με κόκκινα κεραμίδια στο πάνω του μέρος. Ένας σταυρός σημαδεύει ανάμεσα στα σύννεφα που μοιάζουν σαν την κοίτη ενός ροζ ποταμού, που εκβάλει όλο τον υδάτινο όγκο του σε μια μικρή λίμνη από ελαφρύ γαλάζιο και λευκό. Μια απίστευτη παλέτα χρωμάτων δημιουργείται. Γαλάζιο ψηλά, ροζ με λευκό στην μέση και πορτοκαλί κάτω, 
         Ο ήλιος ζαλισμένος από την μαγεία του πορτοκαλί ουρανού, φαντάζει σαν μια μικρογραφία του φεγγαριού. Ενός φεγγαριού που με την σειρά του θα σημαδευτεί από τα ίδια δυο ζευγάρια μάτια. Το φως πια, έχει περάσει πίσω από την στρογγυλή σιλουέτα της γης και το σκοτάδι έχει καλύψει την επιφάνεια. Κάθε βράδυ κοιτάζω ψηλά και αναρωτιέμαι που είσαι. Μέχρι που ανοίγεις τα βλέφαρα σου και κοιτάς ψηλά. Τότε χαρίζεις λάμψη, σαν ένας ντροπαλός κομήτης που διατρέχει όλη την καμπύλη, μέχρι να καταφέρω να σε δω, Μια ήρεμη ευλογία. Μια μικρή πρόταση που πάντα συνοδεύεται από μια τελεία. Πόσα συναισθήματα πίσω από ένα "Να προσέχεις¨. Ένα μικρό τρυφερό φιλί. Μια ζεστή, σφιχτή αγκαλιά μέχρι να νιώσω την αναπνοή σου. Ένα χάδι στον γυμνό σου λαιμό. Ύστερα τα πίσω φώτα του αυτοκινήτου σου χάνονται στο επόμενο φανάρι. Αφήνεις πίσω ένα καρδιοχτύπι που κρατά, όσο χρόνο κάνεις να ανοίγο-κλείσεις τα μάτια σου. Ζεστό βράδυ. Δεν κουνιέται φύλλο. Οι ήχοι είναι λιγοστοί. Μόνο τα φώτα της άδειας πόλης που απεικονίζονται πάνω στα μάτια σου καθώς οδηγείς για το σπίτι.  Όπου κοίταξες έχει ακόμη φως. Σαν ένα πάλσαρ που συνεχίζει να δείχνει πως ήσουν εδώ. Ένα χαμόγελο στο σκοτάδι. Ίσως και δυο. Σίγουρα ένα όμως φεγγοβολά σαν φάρος στο στενό της Βομβάης. Τίποτα δεν μπορεί να είναι ίδιο πια. Μικρό επαναλαμβανόμενο φως, κάπου κοντά. Τα μάτια σου. Η νύχτα ξεκινά όταν τα κλείνεις για να χαθείς, κάπου στα στενά του Μορφέα. Τότε το φεγγάρι σε υποκαθιστά. Ένα φιλί από μακριά. Μια τελεία στην πρόταση. Ένα χαμόγελο. Μια καληνύχτα. Τίποτε δεν μπορεί να είναι ίδιο.