Χρόνος. Η χειρότερη ανθρώπινη ανακάλυψη μετά το ψέμα. Όλοι τρέχουν. Τρέχουν χωρίς να ξέρουν προς τα που τρέχουν. Σαν χάμστερ, σε μια μεγάλη ρόδα. Χωρίς εικόνα. Με μια κρυφή ελπίδα πίσω από τα μάτια και μια απογοήτευση στα χέρια. Που κυνηγούν κάτι που ίσως να μην εφευρέθηκε ποτέ. Κάτι που όλοι αγνοούμε. Τον προορισμό. Ένας νευρωτικός καθημερινός μαραθώνιος. Σε δύο τσάντες όλες μας οι στιγμές. Ένας κύκλος γύρω από ένα γεμάτο βρώμικο πάρκινγκ όλη μας η ζωή. Ένας κύκλος που πάντα ευχόταν να ήταν κύκνος. Λευκός, με μεγάλα φτερά και περήφανο ράμφος. Μα φορά τακούνια και κρατά στα χέρια ένα κινητό και μια κόρνα αυτοκινήτου. Κόκκινο κραγιόν. Σουέτ γόβες. Κόκκινος ουρανός πάνω από μια γκρι πόλη. Κεραίες τηλεόρασης. Τα κλάξον φανερώνουν σημεία αναφοράς σε μια πόλη που υπνωτίστηκε και δεν κατάφερε να κοιμηθεί ποτέ. Καλοκαιρινό βράδυ ανάμεσα σε λάμπες νέον, μεσόκοπους σωτήρες με πούρα και κορίτσια με κοντές φούστες στα φανάρια. Καριερίστες και καριερίστριες πηγαινοέρχονται σαν νέφος. Συγκρούονται και δημιουργούν μικρές πιτσιλιές από αίμα, σαν εκδικητικά περιστέρια που δίνουν φονικούς αγώνες πάνω από βρεγμένες μπουγάδες σε τεντωμένα σχοινιά.
Υπάρχουν φωτιές που δεν μπορούν όλοι να τις δουν. Oι πιο πολλοί από όσους ξέρω, δεν μπορούν. Κάποιες φορές, ούτε εγώ μπορώ. Όσο επιτρέπω στην ψυχή μου να αποκτηνωθεί δυσκολεύομαι όλο και πιο πολύ. Νιώθω να μυρίζω κηροζίνη. Μυρίζω τα σωματίδια της στάχτης να περιφέρονται στον αέρα γύρω μου. Σαν να περπατάω σε ένα πελώριο ψυγείο, με παπούτσια που έχουν πάρει φωτιά. Προσπαθώ να τρέξω και έπειτα σταματώ ξαφνικά και βλέπω παγκάκια να φλέγονται και άνθρωποι να κοιτούν ατάραχοι. Υπνωτισμένοι να κοιτούν την ζωή τους να περνά και να χάνεται. Τηλεοπτικοί δέκτες κάτω από τέντες. Τηλεοπτικές περσόνες έτοιμες να γίνουν στάχτη για μια μικρή στιγμή αναγνωρίσιμης ανοησίας. Στρατιές διαθεσίμων. Σάλπιγγες και ιππικό. Άτακτη υποχώρηση. Μεγάλες απώλειες. Υποστολή της σημαίας με ντροπή. Στάχτη. Μικρές εστίας φωτιάς που δύσκολα διακρίνονται. Σαν εμπρησμός εκ των έσω. Όλοι περπατούν γρήγορα. Συνήθισαν την ντροπή και ξέχασαν την γεύση της αφής. Όλα είναι πιο εύκολα από μια οθόνη. Υπάρχει πλουραλισμός, αφθονία, ευκολία και μια γιγάντια σιωπή όταν σφίγγουν το μαξιλάρι. Μια ψευδαίσθηση παρουσίας. Πότισε κηροζίνη και το μαξιλάρι. Τα βλέφαρα κρύβουν ένα ματσάκι βρεγμένα σπίρτα.
-Κοιμάσαι;
- Έχει σημασία;
- Κοιμάσαι;
-Aς πούμε πώς όχι.. Εσύ;
-Ούτε εγώ.
-Κάποια βράδια αισθάνομαι περίεργα να μιλάω μόνος μου και κάποια όχι. Το βρίσκω περίεργο αλλά ειλικρινές.
-Αλήθεια μιλάς μόνος σου;
-Ναι συνήθως όταν ξυπνάω ιδρωμένος τα βράδια. Απλά συνηθίζω να προσπαθώ τα θυμηθώ τι έβλεπα στο όνειρο πριν ξυπνήσω.
-Θυμάσαι συνήθως;
-Όχι πάντα. Τις πιο πολλές φορές επινοώ ιστορίες και τις ξαναζώ.
-Πως μπορείς να ξαναζήσεις κάτι που επινόησες;
-Εσύ μπορείς να θυμηθείς πότε αγάπησες για τελευταία φορά;
-Νομίζω όσο είχα αρκετά mega byte.
-Μήπως νύσταξες;
-Όχι.. συνέχισε. Πως το κάνεις;
-Δεν είναι δύσκολο. Φοράς τα πιο βρεγμένα σου ρούχα και ξεκινάς να περπατάς. Γυρνάς σε γειτονιές και σοκάκια. Περπατάς ώσπου τα ρούχα σου να μυρίσουν από τις φωτιές. Μέχρι το μακιγιάζ σου να γίνει μάσκα. Έπειτα γυρίζεις στο σπίτι και ξαπλώνεις με τα ρούχα. Κλείνεις τα μάτια και προσπαθείς να μυρίσεις την κηροζίνη ή την στάχτη. Αν τα μυρίσεις και τα δύο είσαι σε καλό δρόμο. Απλά κράτα τα μάτια σου κλειστά μέχρι να αισθανθείς πως ελαφρώνεις. Ο ύπνος θα σου προσφέρει απλόχερα όσα χρειάζεσαι.
-Και αν δεν μυρίσω κάτι;
-Κοιμάσαι;
-Όχι. συνέχισε..
-Αν είχες μυρίσει δεν θα μιλούσες μαζί μου. Ζω απλά και μιλάω μαζί σου στο όνειρο σου. Είμαι κομμάτι δικό σου. Είμαι η διαδρομή. Εσύ είσαι το χάμστερ και εγώ η ρόδα. Όσο θα με κυνηγάς, εγώ θα γυρίζω και θα βάζω φωτιά στα ροκανίδια γύρω σου.
-Κοιμάμαι;
-Μυρίζεις την φωτιά;
-Ναι.. Να σε ρωτήσω κάτι;
- Φυσικά.
-Αν πάρει φωτιά το κλουβί, θα καταφέρω να βγω;
-Δεν υπάρχουν κλειδαριές στην ζωή μικρό μου. Απλά σπρώξε την πόρτα.
-Και αν δεν ξυπνήσω;
-Κοιμάσαι;
-Δεν θέλω να γεράσω σε ένα κλουβί. Όταν ξυπνήσω θα μου χαμογελάσεις;
-Θα κρατάω την πόρτα ανοιχτή.