Εκείνος και Εκείνη. Δυο σώματα. Την παρατηρούσε κάθε μέρα να περνάει και να φωτίζει την ζωή του σαν φωτοβολίδα. Να ανεβαίνει και να στέκεται για ένα διάστημα 37 δευτερολέπτων στον ουρανό του και να μετατρέπει την νύχτα σε μέρα. Τόσο διαρκούσε η πορεία της μέχρι να χαθεί από τα μάτια του στο επόμενο στενό. Η μέρα του διαρκούσε 37 δευτερόλεπτα. Κάθε φορά που περνούσε, αισθανόταν μια αναστάτωση και ένα κάψιμο στο στομάχι. Σαν ναυαγός που κολυμπά σε μια σκοτεινή θάλασσα και περιμένει να φωτίσει ο ουρανός από τα σωστικά συνεργεία. Εκείνος περίμενε λοιπόν και Εκείνη περνούσε. Του χαμογέλασε. Όλα τα μέσα του κόλλησαν με μιας και το παζλ λυνόταν με ένα χαμόγελο της. Όλα έμπαιναν σε μια σειρά στο μυαλό του. Όταν έστριβε στο στενό, η εξίσωση γινόταν δυσεπίλυτη. Εκείνη τον έβλεπε να την κοιτά, όπως δεν την είχε κοιτάξει ποτέ κανείς. Το χαμόγελο, σκαρφάλωνε μόνο του στο όμορφο πρόσωπο της. Εκείνος της έδινε ρεύμα και Εκείνη το φως. Την επόμενη μέρα φρόντισε να κάνει το βήμα της πιο αργό και τα 32 δευτερόλεπτα, έγιναν 59. Σχεδόν ένα λεπτό ευτυχίας ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. Μια αιωνιότητα στις μέρες μας. Παρά ένα δευτερόλεπτο, ένα ολόκληρο λεπτό. Πριν λίγες μέρες Εκείνη αγνοούσε τα μάτια του και Εκείνος, το χαμόγελο της. Ο ήλιος και το ουράνιο τόξο, κοιτάχτηκαν. Ένας φωτισμένος, έναστρος ουρανός γεννήθηκε. Λαμπρά φωτισμένος, γεμάτος μικρά και μεγάλα αστέρια.
Όποτε Εκείνη κουραζόταν, Εκείνος την χάιδευε απαλά στο μπράτσο και ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο του. Περνούσε το χέρι του πίσω από την μέση της. Ρεύμα κυκλοφορούσε μέσα της πια και χαμογελούσε με ένα τρόπο, που καμιά δεν του είχε χαμογελάσει ποτέ έτσι. Οι νύχτες έγιναν ατελείωτες πια. Εκείνος και Εκείνη. Στιγμές ενωμένες μεταξύ τους σε μια αόρατη κλωστή. Ένα αέναο μυστικό εκκρεμές είχε αρχίσει να ορίζει ξανά την διάσταση του χρόνου. Ξημέρωνε μόλις έβλεπε το χαμόγελο της και έλαμπε Εκείνη όταν δεχόταν το ευγενικό του βλέμμα. Τα χείλη της όριζαν κορυφογραμμές και ωκεανούς. Το άγγιγμα του όριζε τις εποχές και τις ώρες. Μια αγκαλιά, δημιουργούσε την γη, μέσα σε μόλις 59 δευτερόλεπτα. Τόσο κρατούσε η γέννηση των πετρωμάτων και της βλάστησης. Τότε του μίλησε και όλα άνθισαν.
-Γεια σου. Δεν έχω ακούσει την φωνή σου. Βλέπω πως με κοιτάς μέσα στα μάτια.
-Μήπως σε ενοχλεί το βλέμμα μου;
-Όχι, ίσα ίσα, το αντίθετο.
-Προσπαθώ να θυμηθώ. Γιαυτό δεν μιλάω.
-Αν με ξέρεις από κάπου;
-Όχι. Αν έχω διαβάσει κάποιο παραμύθι που η νεράιδα, κοιτά έναν θνητό.
Εκείνη είχε μετατραπεί αυτόματα σε νεράιδα μέσα στα μάτια του και κανείς και τίποτε δεν μπορούσε να του αλλάξει γνώμη.
-Αν πιστεύεις πως όντως είμαι νεράιδα, τι ξεχωριστό μπορείς να κάνεις για μένα;
-Μπορώ να σε πάω πίσω από το φεγγάρι αν θες.
-Τι εννοείς; Αυτό δεν γίνεται.
-Στον δικό μου κόσμο, όλα γίνονται. Αρκεί να με πάρεις μια αγκαλιά.
-Και θα με πας στο φεγγάρι; Πως μπορεί να γίνει αυτό;
-Αύριο θα περάσω να σε πάρω από το σπίτι σου. Θέλω να έχεις κλείσει το φως και να είναι ανοιχτό το λαμπατέρ στο δεξιό μέρος του κρεβατιού. Να ακουμπήσω στην καφετί ντουλάπα με τον δεξί ώμο μου και να σε κοιτάω να κάθεσαι πάνω στο υπέρδιπλο σκαλιστό σου κρεβάτι. Έπειτα να σηκωθείς και να πάρεις ένα άρωμα σου από την τουαλέτα, κάτω από τον καθρέφτη και να το φορέσεις στον λαιμό. Σήκωσε μια ζακέτα από την σιδερώστρα και φόρεσε την. Έχει μια ψυχρούλα στο φεγγάρι.
-Πως τα ξέρεις όλα αυτά; Δεν έχεις έρθει ποτέ στο σπίτι μου.
-Κάθε φορά που σε κοιτώ όλα μπαίνουν σε μια σειρά μέσα μου.
-Και πως θα με πας στο φεγγάρι;
-Έκανα μια συμφωνία παλιά με τον Θεό. Όταν έρθεις να μου δώσει την δυνατότητα να σε πάω εκεί πάνω, στο φεγγάρι.
-Και πως ήξερες πως θα έρθω;
-Δεν ξέρω πως. Απλά όπως διψάς και κοιτάς ένα παγωμένο μπουκάλι νερό στο ψυγείο. Ήξερα πως θα έρθεις, χωρίς να ξέρω πως.
-Λοιπόν; Θα με πας;
Στάθηκε μπροστά της. Έσκυψε το κεφάλι του και με κλειστά μάτια ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της. Ελάφρωσαν. Σχεδόν εξανεμίστηκαν. Ένα μικρό θρόισμα του αγέρα τους εξύψωσε. Ανέβαιναν. Συνέχιζαν να ανεβαίνουν μέχρι που τράβηξε τα χείλη του. Ήταν καθισμένοι σε ένα βράχο στην σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Η νεράιδα κοίταξε χαμηλά την γη, ολοστρόγγυλη και γαλάζια. Σαν τα μάτια της. Μια μίξη πράσινου, γκρι, γαλάζιου και ονείρου. Σίγουρα το τελευταίο κυρίως συνθέτει το χρώμα των ματιών της.
-Λοιπόν; Πως σου φαίνεται;
Τον πήρε μια σφιχτή αγκαλιά. Τον κράτησε τόσο που αισθάνθηκε την καρδιά του να χτυπά σαν μηχανή από τραίνο σε μια ατελείωτη πεδιάδα.
-Ήρθα.
Επέστρεψαν στην γη, με ένα ακόμη φιλί.
Ακόμη και σήμερα, η θέα του έναστρου ουρανού μας μαγεύει. Μικρά και μεγάλα μυστικά συναντώνται πίσω από αστερισμούς και αστρικά νέφη. Ερωτήματα για την προέλευση και την δημιουργία μας, απασχολούν τα καλύτερα μυαλά του πλανήτη. Κόκκινος ουρανός ενός καλοκαιρινού απογεύματος. Δυο ζευγάρια μάτια μέσα σε τόσα άλλα που κοιτούν ψηλά, καταφέρνουν να επικεντρωθούν στο ίδιο δορυφορικό στίγμα. Ακόμη και τα καλύτερα ραντάρ δεν θα μπορούσαν να εντοπίσουν το ίδιο σημείο στον ουρανό, από δυο διαφορετικές γεωγραφικές θέσεις που απέχουν πολλά χιλιόμετρα μεταξύ τους. Ώρα 20:18 τοπική απογευματινή. Άνοιξες τα βλέφαρα σου και όλο το φως από τα μάτια σου χάθηκε στον ουρανό. Το σούρουπο, έντυσε στα σκοτεινά τον ορεινό όγκο που βρίσκεται απέναντι σου και ξεπροβάλλουν από την κορυφογραμμή του, δυο ηλεκτρικοί στύλοι που ενώνονται με σύρματα και φαντάζουν σαν μια νοητή γέφυρα. Αριστερά, ένα λεπτό και ψηλό καμπαναριό με κόκκινα κεραμίδια στο πάνω του μέρος. Ένας σταυρός σημαδεύει ανάμεσα στα σύννεφα που μοιάζουν σαν την κοίτη ενός ροζ ποταμού, που εκβάλει όλο τον υδάτινο όγκο του σε μια μικρή λίμνη από ελαφρύ γαλάζιο και λευκό. Μια απίστευτη παλέτα χρωμάτων δημιουργείται. Γαλάζιο ψηλά, ροζ με λευκό στην μέση και πορτοκαλί κάτω,
Ο ήλιος ζαλισμένος από την μαγεία του πορτοκαλί ουρανού, φαντάζει σαν μια μικρογραφία του φεγγαριού. Ενός φεγγαριού που με την σειρά του θα σημαδευτεί από τα ίδια δυο ζευγάρια μάτια. Το φως πια, έχει περάσει πίσω από την στρογγυλή σιλουέτα της γης και το σκοτάδι έχει καλύψει την επιφάνεια. Κάθε βράδυ κοιτάζω ψηλά και αναρωτιέμαι που είσαι. Μέχρι που ανοίγεις τα βλέφαρα σου και κοιτάς ψηλά. Τότε χαρίζεις λάμψη, σαν ένας ντροπαλός κομήτης που διατρέχει όλη την καμπύλη, μέχρι να καταφέρω να σε δω, Μια ήρεμη ευλογία. Μια μικρή πρόταση που πάντα συνοδεύεται από μια τελεία. Πόσα συναισθήματα πίσω από ένα "Να προσέχεις¨. Ένα μικρό τρυφερό φιλί. Μια ζεστή, σφιχτή αγκαλιά μέχρι να νιώσω την αναπνοή σου. Ένα χάδι στον γυμνό σου λαιμό. Ύστερα τα πίσω φώτα του αυτοκινήτου σου χάνονται στο επόμενο φανάρι. Αφήνεις πίσω ένα καρδιοχτύπι που κρατά, όσο χρόνο κάνεις να ανοίγο-κλείσεις τα μάτια σου. Ζεστό βράδυ. Δεν κουνιέται φύλλο. Οι ήχοι είναι λιγοστοί. Μόνο τα φώτα της άδειας πόλης που απεικονίζονται πάνω στα μάτια σου καθώς οδηγείς για το σπίτι. Όπου κοίταξες έχει ακόμη φως. Σαν ένα πάλσαρ που συνεχίζει να δείχνει πως ήσουν εδώ. Ένα χαμόγελο στο σκοτάδι. Ίσως και δυο. Σίγουρα ένα όμως φεγγοβολά σαν φάρος στο στενό της Βομβάης. Τίποτα δεν μπορεί να είναι ίδιο πια. Μικρό επαναλαμβανόμενο φως, κάπου κοντά. Τα μάτια σου. Η νύχτα ξεκινά όταν τα κλείνεις για να χαθείς, κάπου στα στενά του Μορφέα. Τότε το φεγγάρι σε υποκαθιστά. Ένα φιλί από μακριά. Μια τελεία στην πρόταση. Ένα χαμόγελο. Μια καληνύχτα. Τίποτε δεν μπορεί να είναι ίδιο.
Χρόνος. Η χειρότερη ανθρώπινη ανακάλυψη μετά το ψέμα. Όλοι τρέχουν. Τρέχουν χωρίς να ξέρουν προς τα που τρέχουν. Σαν χάμστερ, σε μια μεγάλη ρόδα. Χωρίς εικόνα. Με μια κρυφή ελπίδα πίσω από τα μάτια και μια απογοήτευση στα χέρια. Που κυνηγούν κάτι που ίσως να μην εφευρέθηκε ποτέ. Κάτι που όλοι αγνοούμε. Τον προορισμό. Ένας νευρωτικός καθημερινός μαραθώνιος. Σε δύο τσάντες όλες μας οι στιγμές. Ένας κύκλος γύρω από ένα γεμάτο βρώμικο πάρκινγκ όλη μας η ζωή. Ένας κύκλος που πάντα ευχόταν να ήταν κύκνος. Λευκός, με μεγάλα φτερά και περήφανο ράμφος. Μα φορά τακούνια και κρατά στα χέρια ένα κινητό και μια κόρνα αυτοκινήτου. Κόκκινο κραγιόν. Σουέτ γόβες. Κόκκινος ουρανός πάνω από μια γκρι πόλη. Κεραίες τηλεόρασης. Τα κλάξον φανερώνουν σημεία αναφοράς σε μια πόλη που υπνωτίστηκε και δεν κατάφερε να κοιμηθεί ποτέ. Καλοκαιρινό βράδυ ανάμεσα σε λάμπες νέον, μεσόκοπους σωτήρες με πούρα και κορίτσια με κοντές φούστες στα φανάρια. Καριερίστες και καριερίστριες πηγαινοέρχονται σαν νέφος. Συγκρούονται και δημιουργούν μικρές πιτσιλιές από αίμα, σαν εκδικητικά περιστέρια που δίνουν φονικούς αγώνες πάνω από βρεγμένες μπουγάδες σε τεντωμένα σχοινιά.
Υπάρχουν φωτιές που δεν μπορούν όλοι να τις δουν. Oι πιο πολλοί από όσους ξέρω, δεν μπορούν. Κάποιες φορές, ούτε εγώ μπορώ. Όσο επιτρέπω στην ψυχή μου να αποκτηνωθεί δυσκολεύομαι όλο και πιο πολύ. Νιώθω να μυρίζω κηροζίνη. Μυρίζω τα σωματίδια της στάχτης να περιφέρονται στον αέρα γύρω μου. Σαν να περπατάω σε ένα πελώριο ψυγείο, με παπούτσια που έχουν πάρει φωτιά. Προσπαθώ να τρέξω και έπειτα σταματώ ξαφνικά και βλέπω παγκάκια να φλέγονται και άνθρωποι να κοιτούν ατάραχοι. Υπνωτισμένοι να κοιτούν την ζωή τους να περνά και να χάνεται. Τηλεοπτικοί δέκτες κάτω από τέντες. Τηλεοπτικές περσόνες έτοιμες να γίνουν στάχτη για μια μικρή στιγμή αναγνωρίσιμης ανοησίας. Στρατιές διαθεσίμων. Σάλπιγγες και ιππικό. Άτακτη υποχώρηση. Μεγάλες απώλειες. Υποστολή της σημαίας με ντροπή. Στάχτη. Μικρές εστίας φωτιάς που δύσκολα διακρίνονται. Σαν εμπρησμός εκ των έσω. Όλοι περπατούν γρήγορα. Συνήθισαν την ντροπή και ξέχασαν την γεύση της αφής. Όλα είναι πιο εύκολα από μια οθόνη. Υπάρχει πλουραλισμός, αφθονία, ευκολία και μια γιγάντια σιωπή όταν σφίγγουν το μαξιλάρι. Μια ψευδαίσθηση παρουσίας. Πότισε κηροζίνη και το μαξιλάρι. Τα βλέφαρα κρύβουν ένα ματσάκι βρεγμένα σπίρτα.
-Κοιμάσαι;
- Έχει σημασία;
- Κοιμάσαι;
-Aς πούμε πώς όχι.. Εσύ;
-Ούτε εγώ.
-Κάποια βράδια αισθάνομαι περίεργα να μιλάω μόνος μου και κάποια όχι. Το βρίσκω περίεργο αλλά ειλικρινές.
-Αλήθεια μιλάς μόνος σου;
-Ναι συνήθως όταν ξυπνάω ιδρωμένος τα βράδια. Απλά συνηθίζω να προσπαθώ τα θυμηθώ τι έβλεπα στο όνειρο πριν ξυπνήσω.
-Θυμάσαι συνήθως;
-Όχι πάντα. Τις πιο πολλές φορές επινοώ ιστορίες και τις ξαναζώ.
-Πως μπορείς να ξαναζήσεις κάτι που επινόησες;
-Εσύ μπορείς να θυμηθείς πότε αγάπησες για τελευταία φορά;
-Νομίζω όσο είχα αρκετά mega byte.
-Μήπως νύσταξες;
-Όχι.. συνέχισε. Πως το κάνεις;
-Δεν είναι δύσκολο. Φοράς τα πιο βρεγμένα σου ρούχα και ξεκινάς να περπατάς. Γυρνάς σε γειτονιές και σοκάκια. Περπατάς ώσπου τα ρούχα σου να μυρίσουν από τις φωτιές. Μέχρι το μακιγιάζ σου να γίνει μάσκα. Έπειτα γυρίζεις στο σπίτι και ξαπλώνεις με τα ρούχα. Κλείνεις τα μάτια και προσπαθείς να μυρίσεις την κηροζίνη ή την στάχτη. Αν τα μυρίσεις και τα δύο είσαι σε καλό δρόμο. Απλά κράτα τα μάτια σου κλειστά μέχρι να αισθανθείς πως ελαφρώνεις. Ο ύπνος θα σου προσφέρει απλόχερα όσα χρειάζεσαι.
-Και αν δεν μυρίσω κάτι;
-Κοιμάσαι;
-Όχι. συνέχισε..
-Αν είχες μυρίσει δεν θα μιλούσες μαζί μου. Ζω απλά και μιλάω μαζί σου στο όνειρο σου. Είμαι κομμάτι δικό σου. Είμαι η διαδρομή. Εσύ είσαι το χάμστερ και εγώ η ρόδα. Όσο θα με κυνηγάς, εγώ θα γυρίζω και θα βάζω φωτιά στα ροκανίδια γύρω σου.
-Κοιμάμαι;
-Μυρίζεις την φωτιά;
-Ναι.. Να σε ρωτήσω κάτι;
- Φυσικά.
-Αν πάρει φωτιά το κλουβί, θα καταφέρω να βγω;
-Δεν υπάρχουν κλειδαριές στην ζωή μικρό μου. Απλά σπρώξε την πόρτα.
-Και αν δεν ξυπνήσω;
-Κοιμάσαι;
-Δεν θέλω να γεράσω σε ένα κλουβί. Όταν ξυπνήσω θα μου χαμογελάσεις;
-Θα κρατάω την πόρτα ανοιχτή.