Ψυχικός γυμνισμός. Αισθαντική αναισθησία. Ολοκληρωτική αποψίλωση. Φοβική επιμονή. Λειτουργικός ιδρυματισμός. Ερωτική μονομανία. Ένα άδειο κρύο πλατύσκαλο με ένα λερωμένο χαλί εισόδου. Μια μεγάλη πράσινη σαύρα. Βρεγμένες κάλτσες. Μια σκισμένη τέντα. Παντού άθικτοι φάκελοι από εισπρακτικές εταιρείες. Σκονισμένα έπιπλα. Ένα μαύρο σμόκιν ακουμπισμένο πάνω στο πιάνο. Καφέ παπούτσια και μαύρες κάλτσες. Καλσόν. Ένα άδειο μπουκάλι ουίσκι με τριάντα δύο άθικτα ολόκληρα τσιγάρα. Τα οχτώ τα κάπνισα στο πλατύσκαλο χαϊδεύοντας την σαύρα. Τύλιγε την ουρά της γύρω από τον καρπό μου και ένιωθα έναν παγετό να με καταλύει. Μια χιονοστιβάδα λήθης που ξεκινούσε από το περικάρπιο και ξεχυνόταν μέσα στις φλέβες μου. Ταξίδευε μέσα μου και με πάγωνε. Η καρδιά μου χτυπούσε αργά σαν ασθενική καμπάνα σε λευκό ξωκλήσι σε μια ήρεμη παραλία. Ίσα που δήλωνε παρούσα. Τρόμος. Μάλλον θα σταματούσε. Ύστερα η σαύρα σηκωνόταν στα δυο πόδια και με κοιτούσε στα μάτια, χωρίς να αφήνει στιγμή το χέρι μου με την ουρά της.
- Έχεις μιλήσει ποτέ με σαύρα; Σε ρώτησα.
- Έχεις παλαβώσει τελείως; Αποκρίθηκες.
Βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα απέναντι. Παντού παράθυρα με αιτήματα φιλίας και αισθησιακούς χαιρετισμούς. Προκλητική σοβαροφάνεια και εκπολιτισμένη αποκτήνωση. Άγρια ένστικτα μαντρωμένα πίσω από ένα πληκτρολόγιο. Βαριεστημένος αυνανισμός. Λυτρωτική ντροπή. Άρματα μοναξιάς έτοιμα να ισοπεδώσουν κάθε τι ζωντανό. Χαϊδεύεις φιλάρεσκα τις ρόγες σου και πίνεις από το μπουκάλι. Κρατάς τον καπνό μέσα σου μέχρι να αισθανθείς σαν μαύρο πυρηνικό υποβρύχιο που χτυπάει επίμονα πάνω σε γαλάζια πλακάκια πισίνας. Επιδιώκεις την έκρηξη. Την ισοπέδωση. Τον αισθητηριακό αφανισμό. Την αμνησία. Την τοξική βροχή. Σηκώνεσαι και φοράς το σακάκι του σμόκιν. Από μέσα ξεχωρίζουν οι τρίχες στο στήθος σου και το γαλάζιο εσώρουχο. Σαν αποτυχημένος σαλντιμπάγκος. Σαν κουλτουριάρικη καρικατούρα.
-Φοβάσαι την μοναξιά; σε ρώτησα καθώς ρουφούσες με μανία ρακόμελο από την κανάτα.
-Όχι δεν την φοβάμαι. Και όταν νιώσω πως με γυροφέρνει σαν μανιασμένο σκουλήκι, την δένω γρήγορα σε ένα καλάμι ψαρέματος και την ρίχνω σε βαθιά θολά νερά. Να την κατασπαράξουν άγρια πλάσματα που ζουν στην άβυσσο. Κρατώ το καλάμι και παρατηρώ την πετονιά να κλονίζεται.
-Και έτσι φεύγει η μοναξιά;
- Όχι.. Την παγιδεύω στον βυθό. Το μόνο που με τρομάζει είναι όταν θα γεμίσει ο βυθός και ξεπεταχτεί από το νερό.
-Θα είναι τοξική; θα σου επιτεθεί λες;
-Μην τα βάζεις με τους άλλους μικρέ μου. Ψάξε μέσα σου γιατί αρκείσαι εσύ στο τίποτα.
-Και όταν εμφανιστεί η μοναξιά;
-Θα παίξεις στο πιάνο σου και εκείνη θα χαθεί στο βάθος περπατώντας πάνω στο νερό.