Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Η Μάχη έναντι Των Μηχανών. Πράξη Δεύτερη. Το Απέναντι παράθυρο. Η θηλυκή πλευρά.



       Είμαι ένας κάκτος. Μια τάση γιγαντισμού σε αδρανοποιημένη κίνηση. Αιχμάλωτη μέσα στο μυαλό μου. Κόκκινο, μπλε, άσπρο, καφέ. Σαν γαλλική σημαία που ξέβαψε στο πλυντήριο, από την καφέ σουέτ καπαρντίνα μου.
-Καλώς ήρθες. Ακούστηκε από το εσωτερικό μέρος του ακουστικού μου καθώς  το σύστημα ανίχνευσης ταυτότητας σκάναρε  την παλάμη μου.
-Είμαι γεμάτη κακές συνήθειες. Ψιθύρισα και ακούμπησα την τσάντα μου στο καναπέ, που είχε το χρώμα της μόκας.
-11 μέρες υπόλοιπο αδείας. Ανάγκη για αγορά γαλακτοκομικών για το ψυγείο. Πληρώθηκε ο λογαριασμός του ηλεκτρικού. Θλιβερός απολογισμός από την πιο άχρωμη φωνή μέσα από το ακουστικό. Άχρωμη γιατί το Υπουργείο απαγορεύει τα συναισθήματα. Τσακ.. τακ.. Ακούστηκε ο ήχος του υπολογιστή που ανοίγει επειδή πλησίασα το γραφείο μου. Χαμογέλασα..
      Ξεκούμπωσα το κοραλλί μου πουκάμισο κ φάνηκε το μπεζ σουτιέν. Άναψα το φως του μπάνιου. Σήκωσα τα μάτια μου στον καθρέφτη. Χάζεψα το ακουστικό πίσω από το αριστερό μου αυτί. Μια ολόκληρη έρημος κατοικεί μέσα στο μυαλό μου. Είναι τόσο μεγάλη, που θα γέμιζε με κόκκους, μια κλεψύδρα από εδώ, μέχρι το φεγγάρι. Ένα σεληνιακό περιβάλλον που είναι ήσυχο την ημέρα και άγριο το βράδυ. Με τσακάλια να γυρεύουν αίμα και ροζ νύχτο-λούλουδα να ανθίζουν, κάτω από το φως του φεγγαριού. Με νότες βγαλμένες από τον ήχο ενός αναπτήρα, που πέφτει αναμμένος στο νερό. Κοίταξα το γυμνό μου κορμί. 
-Μια χαρά κρατιέμαι για σχεδόν σαράντα. Χαμογέλασα και χάιδεψα τις ρώγες μου που δήλωσαν αμέσως παρών. Άνοιξα το ντους και το καυτό νερό έτρεξε πάνω μου, σαν ηφαίστειο από στάλες. Από μικρό κορίτσι, μου άρεσε να κρατάω τα μάτια κλειστά την ώρα που βρίσκομαι στο νερό. Σαν βαλσαμωμένη σαύρα που ποζάρει σε προθήκη μουσείου, για ματάκηδες επιστήμονες. 
       Νιώθω διχασμένη. Η δουλειά στο Υπουργείο μου προκαλεί πια αμηχανία. Νιώθω σαν μπάτσος και διαρρήκτης μαζί. Ένα σώμα που ενώ προστατεύει ένα αγαθό, με το που νυχτώσει φορώντας καλσόν στο κεφάλι το κλέβει και το σπάει στα σκαλοπάτια σε τετρακόσια μικρά κομμάτια. Κλείνω τα μάτια και ακούω το ρούτερ να με αποσυνδέει από την κεντρική μονάδα. Για 17 λεπτά θα μείνω ελεύθερη. Έκλεισα γρήγορα το νερό και έτρεξα γυμνή στο παράθυρο του σαλονιού. Αφήνω σημάδια από νερό στο μαρμάρινο πάτωμα, σαν πληγωμένο θήραμα που προσπαθεί να απομακρυνθεί από τον θηρευτή του. Ακούμπησα με τα χέρια το τζάμι και σκέφτηκα 17 λεπτά. Άνοιξα το δεύτερο συρτάρι του γραφείου μου και έβγαλα ένα πακέτο τσιγάρα. Τράβηξα ένα και το άναψα με μια μανία. Κάθισα βρεγμένη και γυμνή στον καναπέ. Κοίταξα απέναντι την μεγάλη αφίσα που είχα δημιουργήσει με έναν μονάχα αριθμό, πάνω από κάποιο αλπικό τοπίο. 1020. Γύρισα το βλέμμα μου στο απέναντι παράθυρο. Υπάρχει ένας όμορφος άντρας γύρω στα 45. Μοιάζει σχεδόν συνομήλικος μου. Όλη την ημέρα πληκτρολογεί στον υπολογιστή του. Έχω παρατηρήσει πως στα 17 λεπτά του, διαβάζει βιβλία. Γυμνός και αυτός. Όταν είμαι εκτός σύνδεσης, με διεγείρει. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα και έκλεισα το φως. Με κοίταξε και μου έκανε νόημα με τα φρύδια.
-Με λένε Λίζα...!!! Φώναξα.
-Εμένα Φίλιππο...!! Μπες μέσα γιατί θα κρυώσεις.. Είμαι εντός σύνδεσης, οπότε καλύτερα να τα πούμε κάποια άλλη στιγμή.. Φώναξε χαμογελαστός.
        Ακούμπησα στον τοίχο και κοίταξα την πόλη. Φώτα διάσπαρτα. 1011 φωτεινά παράθυρα. Τα μέτρησα δύο φορές. Τα σκοτεινά είναι αμέτρητα. Άναψα ένα ακόμη τσιγάρο. 
-Λες να είναι μόνος του; Σκέφτηκα.  Δεν έχω δει ποτέ γυναικεία παρουσία στο μπαλκόνι. Μπιπ.. Τσακ..Μπιπ.. Άκουσα το ρούτερ να με συνδέει ξανά, στην κεντρική μονάδα επίβλεψης του Υπουργείου Ηλεκτρονικής Υγείας. Άφησα το τσιγάρο να πέσει απαλά, στην γλάστρα με τον πορτοκαλί ιβίσκο και τράβηξα γρήγορα την κουρτίνα...