Χθες το βράδυ, είδα στον ύπνο μου μπαλόνια. Είχαν διάφορες μορφές και σχήματα. Κάποια είχαν μορφές ζώων και κάποια άλλα, είχαν μέσα παγωμένες σκηνές από καλοκαίρια, σαν φούσκες που παγιδεύτηκαν στην κατάψυξη και έμειναν ζεστές ριπές από σερπαντίνα, σε ένα παγωμένο καρναβάλι της Ανταρκτικής. Τράγοι, άγριοι ελέφαντες, ακρωτηριασμένες ζέβρες και πορτοκαλί πεταλούδες. Εναλλάσσονταν και δάγκωναν το ένα το άλλο. Διατηρούσαν μια τροχιακή δυναμική, μα κάπου κάπου, έμοιαζαν σαν μια παράλληλη εξίσωση που έπρεπε να λύσω, μέσα στον ύπνο μου. Ανοιγόκλειναν τα στόματα τους και έκαναν περίεργους θορύβους. Μεγάλωνε όλο και πιο πολύ το σχήμα τους. Κάπου κάπου γάβγιζαν. Πότε ένας τράγος χωρίς λαιμό κρυβόταν πίσω από ένα παλιό καφέ παγκάκι, πότε ένας άγριος ελέφαντας με σπασμένους χαυλιόδοντες χάιδευε με την μουσούδα του ένα πολύχρωμο μπαλάκι που προσπαθούσε να κλέψει μέσα από μια μικρή πράσινη λίμνη με χελώνες. Μια ζέβρα είχε ένα πόδι λιγότερο. Μέτα δυσκολίας στεκόταν όρθια, μα συνέχεια κυνηγούσε μια μικρή κόκκινη σφυρίχτρα που κάποιος είχε δέσει πάνω σε μια ασημί τσουλήθρα. Το πιο άγριο πλάσμα από όλα ήταν εκείνη η αφηνιασμένη πεταλούδα τίγρης. Όλο και μεγάλωνε μέχρι που ξαφνικά, έβγαζε ένα σφυριχτό ήχο και πέθαινε στον αέρα. Με το που έπεφτε στο έδαφος, ξαναγινόταν κάμπια και κιτρίνιζε. Φούσκωνε και αποκτούσε φτερά. Κυλιόταν δίπλα μου στο κομοδίνο. Το ένα της φτερό ήταν καμένο από την επαφή με την πρίζα. Τιγρέ φτερά, σαν ξαναμμένη εξηντάρα που παραφυλάει πίσω από την κουρτίνα με ένα κοντό νυχτικό, να δει να επιστρέφει ο έφηβος που μένει απέναντι. Τον γδύνει με τα μάτια της. Γρυλίζει πίσω από τις μπορντό κουρτίνες, μα σιωπά. Χαμογελούσε και με ακουμπούσε στο μπράτσο η πεταλούδα, όσο χρειαζόταν για να τρομάξω. Γρύλιζε και μου έδειχνε το καμένο της φτερό. Σαν εγκλωβισμένη ζωή πίσω από ντουλάπι με κατσαρίδες. Σαν ξεχασμένο πιάτο με γλυκά, που ακούει τα βήματα τους να πλησιάζουν. Μικρά και μεγάλα μπαλόνια. Έσκαγαν χωρίς άμεσο κρότο. Σαν καταιγίδα που ερχόταν από μακριά. Ενέργεια και ποδοβολητά. Πορτοκαλί, καφέ, πράσινο και τιγρέ. Σαν το καρναβάλι των χαμένων.
Η αποτρελάθηκα ή μεγαλώνοντας αρχίζω να καταλαβαίνω όλο και πιο έντονα τις φυσικές διαστάσεις που ζούμε κάθε μέρα στο μικρό μας τσίρκο. Οριοθετημένα μέσα στον αστικό ιστό. Το πολύ μέχρι 120 τετραγωνικά μέτρα. Έχουν κάτι από Κολοσαίο. Θυσίες, ιαχές, συγκεντρωμένη οργή και μετά σιωπή. Όλοι κρύβουμε μέσα μας άγρια θηρία. Τα μαντρώνουμε και τα αφήνουμε κλεισμένα μέσα, όταν κλείνουμε την εξωτερική πόρτα του σπιτιού μας. Αυτά δεν ξεχνούν όμως. Πληγωμένα θηρία γυρίζουν από το σαλόνι μέχρι την κουζίνα. Μόνα, νηστικά. Τρίβονται πάνω στους τοίχους και σκουραίνουν σαν τα μαύρα αγάλματα στην Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Ψηλώνουν και όταν επιστρέφουμε πια πίσω, μαρμαρώνουν στις αθέατες γωνιές. Περιμένουν να ξαπλώσουμε και ύστερα, ένα ένα βγαίνουν στους δρόμους. Αχνοφαίνονται σαν αυτοκίνητα με αναμμένα αλάρμ σε ομίχλη. Γυρίζουν στις πλατείες και τα σοκάκια. Σαν το καρναβάλι των χαμένων. Γυρίζουν στους δρόμους και δεν μιλούν. Απλά μυρίζουν το ένα το άλλο. Περιφέρονται. Εκατομμύρια μικρά τσίρκο, ξαμολούν κάθε βράδυ άγρια θηρία στην κοινωνική αρένα. Στα γεμάτα μελαγχολία δελτία ειδήσεων, στα μοναχικά μπαρ, στις άδειες κούνιες, στα διανυκτερεύοντα φαρμακεία. Φώτα νέον. Άγρια θηρία. Με πολύχρωμους φωτισμούς. Τράγοι, άγριοι ελέφαντες, ζέβρες και άγριες πεταλούδες. Οδηγούν πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα, καταναλώνουν κρυφά ηρεμιστικά χάπια, αναπαράγονται σε γιαπιά στα όρθια σαν σαγηνευμένες σφήκες. Ένα καρναβάλι από χαμένα θέλω περιφέρεται χωρίς βοή. Σαν καταιγίδα που πλησιάζει.
Το μόνο αντίδοτο είναι η αγάπη. Η μόνη γιατρειά. Μα τα αποθέματα πια είναι λιγοστά και οι άνθρωποι σπάνε τις προθήκες με μανία, για να βρουν έστω και ένα άδειο κουτί. Σκοτώστε το θηρίο που κρύβετε μέσα σας με αγάπη. Οι καταιγίδες είναι πολλές και επαναλαμβανόμενες και οι κρυψώνες λίγες. Το θηρίο μέσα μας χωρίς αγάπη, θα θεριέψει. Σαν το Καρναβάλι των χαμένων, σε άλλη μια περίεργη νύχτα.